Μία από τις πιο πανηγυρικές γιορτές των Αθηναίων ήταν τα Κούλουμα. Επίκεντρο αυτής της γιορτής ήταν οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός (οι Κολόνες, όπως τις αποκαλούσαν) και οι γύρω λόφοι του Αρδηττού. Ντελάληδες έτρεχαν όλο το Σαββατοκύριακο σε όλα τα σημεία της πόλης και ξεσήκωναν τον κόσμο με τυμπανοκρουσίες και την εξής «διαλάλησιν»:
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Μασκαράδες και πολίται
Στης Κολώνες να βρεθήτε.
Και οι «πανηγυρισταί», όπως τους αποκαλούσαν, ανταποκρίνονταν με μεγάλο ενθουσιασμό.
Ας δούμε όμως πρώτα πως γινόταν οι προετοιμασίες (το Σαββατοκύριακο πριν την Καθαρά Δευτέρα) και ακολούθως πως γιορταζόταν η αρχή της Σαρακοστής.
Αντιγράφουμε από εφημερίδα του 1880 («Ραμπαγάς»)
«Ήτο θέαμα εκ των σπανιωτέρων η όψις της αγοράς. Ουδέποτε τόσος κόσμος επυκνώθη υπό τας ετοιμορρόπους των οψοπωλείων εκεί στέγας και τους λασπώδεις στενούς διαδρόμους. Οι συνήθως δι' υπηρετών οψωνίζοντες το κρέας, τους γάλους, το κυνήγι και τας οπώρας των, ενόμισαν ότι ώφειλον αυτοπροσώπως να εκλέξουν της πίναις, της καλόγνωμαις, το χταπόδι, το χαβιάρι και της λαγάναις των.
»Πωληταί και αγορασταί ήσαν χθες ηδελφωμένοι. Συμφωνίαι σχεδόν δεν εγίνοντο. Αι φωναί δε των πωλούντων τα χάβαρα (σ.σ.χαβιάρι) αντήχουν από μακράν ως ιαχαί ή ως ευοί! στρατού μαχομένου. Η όψις των θαλασσινών, μυριζόντων την παρθένον ευωδίαν των, τοις έδιδε μοναδικήν όψιν.
»Τα παντοπωλεία ήσαν αρειμανιώτατα περιβεβλημένα. Όλος ο Παρνασσός τα είχε στεφανώσει. Ουδέποτε τόσαι δάφναι εκόσμησαν τα Φάρσαλα. Δεν επρόφθαινον οι παντοπώλαι να ζυγίζουν, να δίδουν, να εκτιμούν, να λογαριάζουν. Υφίστατο τακτική πολιορκία, δι' ην εδέησε να προσκαλέσουν και επικούρους δυνάμεις…
»Αι παρέαι ενέσκηπτον μαζύ συντεταγμέναι και ήκουες πλέον τα συμβούλιά των:
_Να πάρουμε και 'μύγδαλα
_Όχι φθάνουν τα πορτοκάλια
_Μωρέ η ρετσίνα ταραμά σηκόνει και τίποτ' άλλο!
»Και οι αρτοπώλαι αυτοί, οι καθ' όλας τας γαστρονομικάς ώρας του έτους διατηρούντες μονοτονίαν ανεμομύλου, είχον προχθές την ποίησίν των. Επώλουν αφράτας, μαλακάς, ολίγον λιψάς λαγάνας, ήτοι κυρίαι μου, πήταις, έθιμον και αυτό της Καθαράς Δευτέρας».
Στης Κολώνες να βρεθήτε.
Και οι «πανηγυρισταί», όπως τους αποκαλούσαν, ανταποκρίνονταν με μεγάλο ενθουσιασμό.
Ας δούμε όμως πρώτα πως γινόταν οι προετοιμασίες (το Σαββατοκύριακο πριν την Καθαρά Δευτέρα) και ακολούθως πως γιορταζόταν η αρχή της Σαρακοστής.
Αντιγράφουμε από εφημερίδα του 1880 («Ραμπαγάς»)
«Ήτο θέαμα εκ των σπανιωτέρων η όψις της αγοράς. Ουδέποτε τόσος κόσμος επυκνώθη υπό τας ετοιμορρόπους των οψοπωλείων εκεί στέγας και τους λασπώδεις στενούς διαδρόμους. Οι συνήθως δι' υπηρετών οψωνίζοντες το κρέας, τους γάλους, το κυνήγι και τας οπώρας των, ενόμισαν ότι ώφειλον αυτοπροσώπως να εκλέξουν της πίναις, της καλόγνωμαις, το χταπόδι, το χαβιάρι και της λαγάναις των.
»Πωληταί και αγορασταί ήσαν χθες ηδελφωμένοι. Συμφωνίαι σχεδόν δεν εγίνοντο. Αι φωναί δε των πωλούντων τα χάβαρα (σ.σ.χαβιάρι) αντήχουν από μακράν ως ιαχαί ή ως ευοί! στρατού μαχομένου. Η όψις των θαλασσινών, μυριζόντων την παρθένον ευωδίαν των, τοις έδιδε μοναδικήν όψιν.
»Τα παντοπωλεία ήσαν αρειμανιώτατα περιβεβλημένα. Όλος ο Παρνασσός τα είχε στεφανώσει. Ουδέποτε τόσαι δάφναι εκόσμησαν τα Φάρσαλα. Δεν επρόφθαινον οι παντοπώλαι να ζυγίζουν, να δίδουν, να εκτιμούν, να λογαριάζουν. Υφίστατο τακτική πολιορκία, δι' ην εδέησε να προσκαλέσουν και επικούρους δυνάμεις…
»Αι παρέαι ενέσκηπτον μαζύ συντεταγμέναι και ήκουες πλέον τα συμβούλιά των:
_Να πάρουμε και 'μύγδαλα
_Όχι φθάνουν τα πορτοκάλια
_Μωρέ η ρετσίνα ταραμά σηκόνει και τίποτ' άλλο!
»Και οι αρτοπώλαι αυτοί, οι καθ' όλας τας γαστρονομικάς ώρας του έτους διατηρούντες μονοτονίαν ανεμομύλου, είχον προχθές την ποίησίν των. Επώλουν αφράτας, μαλακάς, ολίγον λιψάς λαγάνας, ήτοι κυρίαι μου, πήταις, έθιμον και αυτό της Καθαράς Δευτέρας».
Αφού περιγράψαμε τις πυρετώδεις προετοιμασίες που έκαναν οι πρόγονοί μας, για μια από τις πιο πανηγυρικές τους γιορτές, ας δούμε τώρα τι γινόταν την Καθαρή Δευτέρα:
Απ’ όλα τα σημεία της πόλης ξεκινούσαν πρωΐ-πρωΐ με τα πόδια, «συν γυναιξί και τέκνοις», οι εορτασταί ή πανηγυρισταί, όπως αποκαλούνταν, για να βρεθούν στο μεγάλο και γραφικό χώρο, όπου οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός.
Οι μικροπωλητές είχαν πιάσει εντωμεταξύ όλα τα επίμαχα πόστα, περιμένοντας χρυσές δουλειές με τα καλούδια που είχαν κουβαλήσει: κρητικά πορτοκάλια, χουρμάδες, φουντούκια, φιστίκια, στραγάλια, παστέλια, ζαχαρωμένους κοκορίκους, το μελένιο το χαλβά, που τον έκοβαν με το σκεπαρνάκι, ελιές, ταραμάδες, θαλασσινά, αχινούς, μύδια, στρείδια, κρεμμύδια, σκόρδα, λαγάνες, κρασιά, καρύδια, σύκα, χαϊμαλιά, σουτζούκια, σταφίδες, κυδωνόπαστα, κουλούρια με σουσάμι.
Άλλοι με τη στάμνα στον ώμο πουλούσαν «κρυονέρι απ’ του παπά τ’ αμπέλι»: Εδώ είναι το κρύο, μια πενταρούλα δύο
Απ’ όλα τα σημεία της πόλης ξεκινούσαν πρωΐ-πρωΐ με τα πόδια, «συν γυναιξί και τέκνοις», οι εορτασταί ή πανηγυρισταί, όπως αποκαλούνταν, για να βρεθούν στο μεγάλο και γραφικό χώρο, όπου οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός.
Οι μικροπωλητές είχαν πιάσει εντωμεταξύ όλα τα επίμαχα πόστα, περιμένοντας χρυσές δουλειές με τα καλούδια που είχαν κουβαλήσει: κρητικά πορτοκάλια, χουρμάδες, φουντούκια, φιστίκια, στραγάλια, παστέλια, ζαχαρωμένους κοκορίκους, το μελένιο το χαλβά, που τον έκοβαν με το σκεπαρνάκι, ελιές, ταραμάδες, θαλασσινά, αχινούς, μύδια, στρείδια, κρεμμύδια, σκόρδα, λαγάνες, κρασιά, καρύδια, σύκα, χαϊμαλιά, σουτζούκια, σταφίδες, κυδωνόπαστα, κουλούρια με σουσάμι.
Άλλοι με τη στάμνα στον ώμο πουλούσαν «κρυονέρι απ’ του παπά τ’ αμπέλι»: Εδώ είναι το κρύο, μια πενταρούλα δύο
Εδώ είναι το μπούζι... γλυκό σαν το καρπούζι
Πάρτε, παιδιά, να πιήτε... πάρτε να δροσιστήτε.
Φυσικά, όλα αυτά αγοράζονταν ως έξτρα, διότι κάθε οικογένεια ερχόταν οργανωμένη, με τις δικές της προμήθειες. Η βελέντζα στρωνόταν στο γρασίδι και τα καλάθια άνοιγαν στη μέση, γεμάτα νηστίσιμες λιχουδιές. Όλοι έτρωγαν με τα δάχτυλα, η μια παρέα κολλητά στην άλλη. Τα αστεία και τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν, ενώ οι νεαρότεροι χόρευαν ακατάπαυστα, κυρίως τσάμικο. Οι προχειροφτιαγμένοι χάρτινοι αετοί είχαν την τιμητική τους …
Νωρίς το απόγευμα, το σκηνικό έμοιαζε με πεδίο μετά τη μάχη. Πολλοί οι μεθυσμένοι• άλλοι κοιμούνταν ξαπλωμένοι στα χόρτα μ’ ένα μαντίλι στο πρόσωπο για τον ήλιο. Τα δουλικά -όπως αποκαλούσαν τότε τις υπηρέτριες- έτρεχαν με τους στρατιώτες-«ξαδερφάκια».
Όσο προχωρούσε το μεσημέρι οι φωνές και τα τραγούδια, οι γκάιντες και τα νταούλια αντηχούσαν όλο και λιγότερο. Νύχτωνε νωρίς. Σε λίγο ο χώρος θα άδειαζε.
Τι έμενε; Χιλιάδες φλούδες από πορτοκάλια, μυριάδες όστρακα θαλασσινών και φυσικά κάθε μορφής παλιόχαρτο. Όλοι εύχονταν ότι ο αέρας θα τα στροβίλιζε προς τη μεριά της «χωματερής», στο Θησείο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου