Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021

Πως θεραπεύεται η εγκληματοφοβία;


Ο νεολογισμός της εβδομάδας, που αξιώθηκε το δεκαπεντάλεπτο της δημοσιότητας που του αναλογεί, οφείλεται στον υπουργό Προστασίας του ένστολου Πολίτη, τον κ. Χρυσοχοΐδη, ο οποίος, από το βήμα της Βουλής θέλησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τις αλλεπάλληλες μαφιόζικες εκτελέσεις υποστηρίζοντας ότι «αύξηση της εγκληματικότητας δεν υπάρχει» αλλά ότι «η βαρβαρότητα στα Γλυκά Νερά και ο κύκλος αίματος των μπράβων» προκάλεσαν «εγκληματοφοβία·  ότι υπάρχει σύγχυση μεταξύ εγκληματοφοβίας και εγκληματικότητας, και ότι η εγκληματοφοβία αυξάνεται αλλά όχι η εγκληματικότητα».

γράφει ο Νίκος Σαραντάκος

Δεν είναι επινόηση του κ. υπουργού ο όρος, αλλά είχε πολύ καιρό να ακουστεί. Ευκαιρία να λεξιλογήσουμε σχετικά. Πρόκειται για σύνθετη λέξη, με πρώτο συνθετικό το έγκλημα. Το έγκλημα είναι λέξη αρχαία, παράγεται από το ρήμα εγκαλώ (εν + καλώ).
Η αρχική σημασία της λέξης διέφερε από τη σημερινή. Έγκλημα ήταν αρχικά η κατηγορία που διατυπώνουμε εναντίον κάποιου, η αφορμή που έχουμε για να τον κατηγορούμε για κάτι.
Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κάτι, έλεγαν «έγκλημα τινί έχειν», ενώ όταν διατύπωναν κατηγορία έλεγαν «έγκλημα ποιείν».
Ο Θουκυδίδης παραδίδει ότι, στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Περικλής έλεγε ότι οι Λακεδαιμόνιοι «βούλονται δὲ πολέμῳ μᾶλλον ἢ λόγοις τὰ ἐγκλήματα διαλύεσθαι» δηλαδή προτιμούν να ανατρέψουν τις κατηγορίες όχι με λόγια αλλά με πόλεμο.
Ειδικότερα, η λέξη «έγκλημα» πήρε τη σημασία της γραπτής καταγγελίας εναντίον κάποιου σε ιδιωτικές υποθέσεις· οι αττικοί ρήτορες είναι γεμάτοι από τέτοια κείμενα· «έγκλημα λαγχάνειν τινί» σήμαινε λοιπόν «διατυπώνω γραπτή καταγγελία», κάτι ανάλογο δηλαδή με το σημερινό «καταθέτω μήνυση».
Μάλιστα, διασώζεται κάπου στην αρχαία γραμματεία ένα λογοπαίγνιο για κάποιον αμπελουργό ο οποίος έμπλεκε συνεχώς σε δίκες, οπότε κάποιος του είπε: αἱ ἄμπελοί σου οὐ κλήματα φέρουσιν͵ ἀλλ΄ ἐγκλήματα, δηλαδή τα αμπέλια σου δεν βγάζουν κλήματα αλλά μηνύσεις.
Στα μεσαιωνικά χρόνια έγκλημα είναι, και πάλι, η κατηγορία, η καταγγελία, και αυτό για το οποίο κατηγορείται κάποιος. Βάνω εις έγκλημαν, τουλάχιστον στις κυπριακές Ασσίζες, σήμαινε «καταγγέλλω, κατηγορώ». Έγκλημα όμως ήταν και η διαφωνία, η διένεξη.
Η σημερινή σημασία, της αντίθετης με το νόμο εκούσιας πράξης, που κρίνεται αξιόποινη και τιμωρείται με βάση τον ποινικό κώδικα, προέκυψε τον 19ο αιώνα, ως σημασιολογικό δάνειο από το γαλλικό crime, τουλάχιστον σύμφωνα με το ΛΚΝ. Από τον 19ο αιώνα χρονολογούνται και διάφορες παράγωγες λέξεις όπως εγκληματίας ή εγκληματικότητα.
Υπάρχουν εγκλήματα ποινικά, οικονομικά, πολιτικά, εγκλήματα πολέμου· εγκλήματα κατά της ζωής, της ιδιοκτησίας, της τιμής· εγκλήματα σε βαθμό κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος. Ωστόσο, στην καθημερινή χρήση τη λέξη έγκλημα βέβαια δεν τη χρησιμοποιούμε για κάθε αξιόποινη πράξη, αλλά μόνο για τις βαριές, ας πούμε τα κακουργήματα, τις ανθρωποκτονίες. Σύμφωνα με τα κλισέ, ένα τέτοιο έγκλημα συχνά είναι στυγερό, αν δεν είναι ειδεχθές ή αποτρόπαιο. Πολλά εγκλήματα μένουν ανεξιχνίαστα, ενώ σύμφωνα με την παροιμιώδη φράση «τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει». Τα αδικήματα των υπουργών της δικτατορίας κρίθηκαν «στιγμιαίο» έγκλημα -θα θυμάστε ίσως τον οργισμένο τίτλο του άρθρου του Ν. Ψαρουδάκη «Διαρκές το δικό σας έγκλημα, κύριοι Αρεοπαγίτες». Και βέβαια, όλοι ξέρουν τον τίτλο του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφσκι κι ας μην το έχουν διαβάσει: Έγκλημα και τιμωρία.
Από τα αστυνομικά μυθιστορήματα και ρεπορτάζ έχουμε το «σώμα του εγκλήματος» αλλά και τον «τόπο του εγκλήματος», στον οποίο κατά την παροιμία πάντοτε επιστρέφει ο δολοφόνος· εδώ που τα λέμε, η αστυνομική λογοτεχνία, τουλάχιστον η κλασική, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς έγκλημα· δεν είναι τυχαίο ότι λέγεται crime literature στα αγγλικά.
Χρησιμοποιούμε όμως τον όρο «έγκλημα», μεταφορικά, για πράξεις που δεν είναι ίσως αξιόποινες αλλά έχουν μεγάλη ηθική απαξία, είναι ηθικά ανεπίτρεπτες ή εξαιρετικά βλαπτικές. «Είναι έγκλημα να αρνείσαι να τους δανείσεις σε μια τέτοια στιγμή», θα μπορούσαμε να πούμε στον εύπορο συγγενή που αρνείται να συντρέξει· παρόλο που, βέβαια, δεν είναι αξιόποινη η άρνησή του. Υπάρχει και το έγκλημα καθοσιώσεως, μεταφορά του λατινικού crimen majestatis, κυριολεκτικά το έγκλημα εσχάτης προδοσίας, αλλά στην πράξη κάθε τι που το θεωρούμε πολύ σοβαρό.
Υπάρχει και το οργανωμένο έγκλημα (ή: οργανωμένη εγκληματικότητα), όρος που δηλώνει την παράνομη δράση των εγκληματικών συμμοριών («του υποκόσμου» θα λέγαμε παλιότερα). Ο κ. υπουργός μας είπε ότι είναι συνηθισμένα τα αλλεπάλληλα εγκλήματα για ξεκαθάρισμα λογαριασμών και επομένως να μη φοβόμαστε (αφού, μάλιστα, οι μαφιόζοι, σαν σωστοί επαγγελματίες, ξέρουν καλό σημάδι όπως τόνισε ο κ. Πορτοσάλτε· αν και βέβαια πέρυσι στον Άγιο Σώστη σκοτώθηκε η σύζυγος του επιχειρηματία Κορφιάτη, ενώ στόχος ήταν ο ίδιος, που τελικά τον εκτέλεσαν τον περασμένο μήνα).
Θα δεχόμουν σε κάποιο βαθμό τα επιχειρήματα του κ. υπουργού, αν δεν ανάλωνε τόσους και τόσους πόρους αφενός για να καταστέλλει κινητοποιήσεις και να διαλύει καταλήψεις και αφετέρου για να διαθέτει προσωπικό για ορντινάντζες σε φιουρθιωτοειδείς ασημαντότητες του ημικόσμου.
Με ενοχλεί πολύ επίσης ότι χρησιμοποίησε τον όρο «εγκληματοφοβία».
Διότι, βλέπετε, οι λέξεις με β’ συνθετικό τη φοβία δηλώνουν πάντοτε μια πάθηση, έναν αγχώδη, παράλογο και αδικαιολόγητο φόβο: αγοραφοβία, κλειστοφοβία, μικροβιοφοβία, υψοφοβία, και άλλες εκατοντάδες (κυριολεκτικά!) φοβίες που τις ξέρουν κυρίως οι ψυχολόγοι και όσοι ασχολούνται με παιχνίδια γνώσεων.
Με άλλα λόγια, ο κ. υπουργός, επιλέγοντας να χαρακτηρίσει «φοβία» το αίσθημα ανησυχίας των πολιτών, μας είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι εμείς φταίμε, που είμαστε φοβιτσιάρηδες.
Πώς άραγε να θεραπεύεται η εγκληματοφοβία;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου