Το «παιχνίδι» ΗΠΑ - Ρωσίας – Ολέθριος για όλους τους πρωταγωνιστές του δράματος θα ήταν ένας πόλεμος στην Ουκρανία
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Στην πιο δραµατική φάση του συριακού πολέμου, το 2013, ο Αντονι Μπλίνκεν ήταν αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Μπαράκ Ομπάμα. Σε μια κρίσιμη σύσκεψη στην Αίθουσα Διαχείρισης Κρίσεων, όταν οι στρατηγοί πίεζαν τον Αμερικανό πρόεδρο να απειλήσει τον Ασαντ με στρατιωτική επέμβαση, ο Μπλίνκεν είπε τέσσερις λέξεις που πολιτογραφήθηκαν ως απόφθεγμα: «Οι υπερδυνάμεις δεν μπλοφάρουν». Εννέα χρόνια αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος, υπουργός Εξωτερικών πλέον των ΗΠΑ, πρωταγωνιστεί σε μια νέα διεθνή κρίση, με επίκεντρο την Ουκρανία, όπου οι δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις δίνουν την εντύπωση ότι όχι μόνο μπλοφάρουν, αλλά και δεν νοιάζονται και πολύ να το κρύψουν.
Εδώ και ένα μήνα, τα αμερικανικά και βρετανικά συγκροτήματα του Τύπου βομβαρδίζουν το κοινό με χάρτες, γεμάτους τανκς και αεροπλάνα, περί επικείμενης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Τις τελευταίες ώρες, ΗΠΑ και Βρετανία έδιωξαν διπλωμάτες τους από το Κίεβο, έστειλαν οπλικά συστήματα στην Ουκρανία και στρατιώτες σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ενισχύοντας την πολεμική υστερία. Ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν έριξε λάδι στη φωτιά προβλέποντας δημοσίως ότι «ο Πούτιν θα κινηθεί» στρατιωτικά τις αμέσως επόμενες ημέρες ή εβδομάδες – κάτι για το οποίο αμφιβάλλουν και οι δικές του μυστικές υπηρεσίες και η ίδια η ουκρανική κυβέρνηση. Στις ίδιες δηλώσεις του, όμως, ο Αμερικανός πρόεδρος κατέστησε για πολλοστή φορά σαφές ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν εννοούν να στείλουν στρατιώτες να πολεμήσουν στην Ουκρανία, ενώ άφησε να εννοηθεί ότι η Ρωσία ίσως δεν θα αντιμετώπιζε σοβαρή αντίδραση της Δύσης αν περιοριζόταν σε μια «ελάσσονα επέμβαση» στη γειτονική της χώρα. Η «γρήγορη και αποφασιστική απάντηση» σε ενδεχόμενη ρωσική εισβολή ουσιαστικά περιοριζόταν σε οικονομικές κυρώσεις, κάτι που αφενός δεν είναι βέβαιο ότι θα εξασφάλιζε τη σύμπραξη των ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών (πλην της πάντα δεδομένης Βρετανίας), αφετέρου θα ήταν σαν να αντιπαρατάσσει κανείς μαχαίρι στο πολυβόλο.
Για να πούμε την αλήθεια, εκείνος που ξεκίνησε το παιχνίδι της μπλόφας πάνω στην μπλόφα ήταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν, με τις προτάσεις-τελεσίγραφο στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, που δημοσιοποιήθηκαν στις 17 Δεκεμβρίου, ενώ 100.000 Ρώσοι στρατιώτες παρατάσσονταν κοντά στα ουκρανικά σύνορα. Με αυτή την κίνηση, η Μόσχα άνοιξε κατά πολύ τα γκολπόστ της αναμέτρησης: τώρα πια διακύβευμα δεν ήταν στενά η τύχη της Ουκρανίας, αλλά η ίδια η γεωπολιτική αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Εν ολίγοις, η Ρωσία ζητούσε από τη Δύση να δεχτεί με νομικά δεσμευτικές συμφωνίες όχι μόνο ότι δεν θα υπάρξει περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, αλλά και ότι η Συμμαχία θα αποσύρει τις δυνάμεις της στα προ του 1997 σύνορα, δηλαδή πριν από την ενσωμάτωση πρώην μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Ουάσιγκτον και Μόσχα διαπραγματεύονται και για τον μελλοντικό γεωπολιτικό χάρτη μιας Ευρώπης αδύναμης να βρει κοινό βηματισμό.Ασφαλώς, ο Πούτιν δεν είναι ούτε αφελής ούτε υπερφίαλος ώστε να εκτιμά ότι υπάρχει μία στο εκατομμύριο πιθανότητα να δεχτούν οι Αμερικανοί μια «πρόταση» που θα ισοδυναμούσε με ακαριαία εξαέρωση του ΝΑΤΟ. Αλλά ούτε η εκδοχή των θερμοκέφαλων ατλαντιστών, ότι δηλαδή έκανε μια τόσο ακραία πρόταση ώστε να νομιμοποιήσει έναν προαποφασισμένο πόλεμο, ακούγεται πειστική. Αν ήθελε να προσαρτήσει το ντε φάκτο αυτόνομο, ρωσόφωνο Ντονμπάς, όπως έκανε με την Κριμαία, θα το είχε κάνει ήδη. Από εκεί και πέρα, μια σαρωτική εισβολή στη δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση (μετά τη Ρωσία) χώρα της Ευρώπης θα ήταν από κάθε άποψη πραγματική τρέλα.
Μπορούμε επομένως να εικάσουμε ότι οι βλέψεις του Ρώσου προέδρου ήταν πολύ μετριοπαθέστερες από εκείνες που δημόσια διατυμπάνιζε. Ενδεχομένως φοβόταν ότι το Κίεβο, με ενθάρρυνση των ΗΠΑ και ενισχυμένο από τα τουρκικά drones που έδειξαν την αξία τους στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, θα επιχειρούσε να ανακτήσει στρατιωτικά το Ντονμπάς από τους αυτονομιστές. Αυτό προμήνυε και νομοσχέδιο που προωθούσε ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι για ανάκτηση του Ντονμπάς χωρίς να γίνουν πράξη οι δεσμεύσεις που ανέλαβε το Κίεβο με τις συμφωνίες του Μινσκ για προωθημένη αυτονομία των ρωσόφωνων μέσω συνταγματικής αναθεώρησης – μάλιστα το ίδιο νομοσχέδιο χαρακτήριζε τη Ρωσία «δύναμη κατοχής».
Κάνοντας επίδειξη στρατιωτικής υπεροπλίας στα ουκρανικά σύνορα, η Ρωσία έδειξε ότι είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει κάτι τέτοιο. Επιπλέον έδειξε στους Ουκρανούς ηγέτες ότι την κρίσιμη στιγμή θα είναι μόνοι τους και ότι το ΝΑΤΟ δεν έχει να τους προσφέρει καμία ασφάλεια. Το γεγονός ότι ο πρόεδρος Ζελένσκι απέσυρε το επίμαχο νομοσχέδιο και η Ουκρανία επανήλθε στις τετραμερείς (με Ρωσία, Γαλλία, Γερμανία) «διαβουλεύσεις της Νορμανδίας» για την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ, με τη συνάντηση της Τετάρτης στο Παρίσι, έδειξε ότι το μήνυμα ελήφθη.
Κάνοντας επίδειξη στρατιωτικής υπεροπλίας στα ουκρανικά σύνορα, η Ρωσία έδειξε ότι είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει κάτι τέτοιο. Επιπλέον έδειξε στους Ουκρανούς ηγέτες ότι την κρίσιμη στιγμή θα είναι μόνοι τους και ότι το ΝΑΤΟ δεν έχει να τους προσφέρει καμία ασφάλεια. Το γεγονός ότι ο πρόεδρος Ζελένσκι απέσυρε το επίμαχο νομοσχέδιο και η Ουκρανία επανήλθε στις τετραμερείς (με Ρωσία, Γαλλία, Γερμανία) «διαβουλεύσεις της Νορμανδίας» για την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ, με τη συνάντηση της Τετάρτης στο Παρίσι, έδειξε ότι το μήνυμα ελήφθη.
Κέρδη – ζημίες
Στο εσωτερικό της Ρωσίας, η σύγκρουση με τις ΗΠΑ εκτόξευσε τη δημοτικότητα του Πούτιν, όπως είχε συμβεί στον πόλεμο του 2008 με τη Γεωργία – τότε που ο σημερινός ήρωας της αντιπολίτευσης, Αλεξέι Ναβάλνι, καλούσε το Κρεμλίνο να βομβαρδίσει με Κρουζ το γεωργιανό Κοινοβούλιο. Σε διεθνή κλίμακα, η Ρωσία εμφανίζεται ξανά ως ισότιμος συνομιλητής της Αμερικής στα θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας. Την Τετάρτη, η Ουάσιγκτον παρέδωσε γραπτές απαντήσεις στις προτάσεις της Μόσχας, γεγονός που οδήγησε σε προσωρινή αποκλιμάκωση. Αν και απέρριψε, όπως ήταν αναμενόμενο, την κεντρική ρωσική απαίτηση για το μέλλον του ΝΑΤΟ, η κίνηση αυτή ικανοποιούσε την περηφάνια της Ρωσίας και της προσέφερε κάποιες εγγυήσεις σε θέματα ασκήσεων, πυραύλων και πυρηνικών όπλων. Στο μεταξύ, η Ε.Ε. εμφανιζόταν για ακόμη μία φορά ως ο μεγάλος απών μιας μείζονος διεθνούς κρίσης, λόγω των αγεφύρωτων διαφωνιών ανάμεσα στις κατεξοχήν ρωσοφοβικές χώρες (Ολλανδία, Πολωνία, Βαλτικές) και στο ηγεμονικό μπλοκ Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Αυστρίας – χωρών που έχουν ισχυρούς οικονομικούς ή ενεργειακούς δεσμούς με τη Ρωσία και επιθυμούν διάλογο και όχι σύγκρουση. Τελικά, Μπάιντεν και Πούτιν φαίνεται να παίζουν μια ριψοκίνδυνη παρτίδα πόκερ, όπου ύστερα από αλλεπάλληλα πονταρίσματα και μπλόφες καταφέρνουν να διώξουν από το παιχνίδι τους πιο ασθενείς παίκτες και προσανατολίζονται να μοιραστούν μεταξύ τους τη λεία, αντί να ανοίξουν τα φύλλα τους για την τελική αναμέτρηση. Οταν όμως αυτό που διακυβεύεται πλέον είναι το ίδιο το γόητρο δύο μεγάλων δυνάμεων, ο κίνδυνος ενός ιστορικού ατυχήματος είναι διαρκώς παρών.
Φωτ. REUTERS/ Kevin Lamarque
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου