Όταν ένας εργάτης απολύεται, είμαστε όλοι απολυμένοι… σήμερα, αύριο, κάποια μέρα. Όταν το παιδί ενός απολυμένου εργάτη δεν έχει ψωμί και καινούργια παπούτσια, είναι το δικό μας παιδί. Όταν η οικογένεια του απολυμένου εργάτη ξεσπιτώνεται, όλοι εμείς είμαστε χωρίς σπίτι.
Ο αγώνας των εργατών της ΛΑΡΚΟ δεν είναι μόνο δικός τους αγώνας. Είναι και δικός μας. Κι αν δεν είναι… ΠΡΕΠΕΙ να γίνει. Οφείλουμε να τον κάνουμε δικό μας. Το οφείλει καθένας από εμάς και όλοι μαζί γιατί αυτό που κάνει τον άνθρωπο Ανθρωπο είναι μόνο η Αλληλεγγύη. Και εκείνο που τον εξυψώνει σε νου σκεπτόμενο η είναι συνείδηση του χρέους και της ιστορικής αναγκαιότητας.
Ετούτο το ξέφρενο και αγριεμένο τέρας που ονομάζεται «κεφάλαιο» και που πετάει οικογένειες στο δρόμο, δεν ξεχωρίζει εσένα, εμένα, εκείνον. Η ΛΑΡΚΟ, η COSCO, η e-food είναι μόνο κάποια από τα πολλά κεφάλια του ίδιου τέρατος και όλοι εμείς η τροφή για τα χρηματιστήριά τους.
Αυτές τις ώρες που οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ, οι οικογένειές τους, τα παιδιά τους δίνουν μια μάχη της οποίας η έκβαση μας αφορά όλους θυμηθήκαμε και παραθέτουμε εκείνο το κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ «Τα Σταφύλια της Οργής»
,που συμπυκνώνει τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού και την ομορφιά του ανθρώπου όταν υψώνεται πάνω από το φόβο και την υποταγή:
«Η δυτική χώρα σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Οι Δυτικές Πολιτείες σε νευρική ανησυχία σαν άλογα προτού ξεσπάσει η καταιγίδα. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες σε νευρική ανησυχία με το προαίσθημα μιας μεταβολής, μην καταλαβαίνοντας τίποτα σχετικά με τη φύση της μεταβολής. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες χτυπώντας τις άμεσες εκδηλώσεις, τις ολοένα και μεγαλύτερες δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, την ολοένα μεγαλύτερη ενοποίηση της εργατιάς, χτυπώντας τους και καινούργιους φόρους, τα οικονομικά μέτρα. Μην καταλαβαίνοντας ότι όλα αυτά είναι αποτελέσματα, όχι αιτίες. Αποτελέσματα, όχι αιτίες. Οι αιτίες είναι βαθιές και απλές – αιτίες είναι η πείνα ενός στομαχιού πολλαπλασιασμένη στο εκατομμύριο, η πείνα μιας ψυχής, πείνα για χαρά και για λίγη ασφάλεια, πολλαπλασιασμένη στο εκατομμύριο. Μυώνες και νους που λαχταρούν να αναπτυχθούν, να εργαστούν, να δημιουργήσουν, πολλαπλασιασμένοι στο εκατομμύριο. Η τελική καθαρά διαγραμμένη ανθρώπινη λειτουργία – μυώνες που λαχταρούν για δουλειά, νους που λαχταρά να δημιουργήσει πέρα από τις απλές ανάγκες – αυτό είναι ο άνθρωπος. Να χτίσει έναν τοίχο, να χτίσει ένα σπίτι, ένα φράγμα, και στον τοίχο, στο σπίτι και στο φράγμα να βάλει κάτι από το ίδιο το Ανθρώπινο Συνειδητό του, και το Ανθρώπινο Συνειδητό του να πάρει κάτι από τον τοίχο, από το σπίτι κι απ’ το φράγμα. Ν’ αποχτήσει δυνατούς μυώνες από τη δουλειά, να πάρει την καθαρή μορφή από τη σύλληψη του σχεδίου. Γιατί ο ανθρωπος, αντίθετα με ό,τι άλλο οργανικό ή ανόργανο στον κόσμο, αίρεται ψηλότερα από το έργο του, ξεπερνά την κλίμακα των ιδεών του, προβάλλει πάνω από τα επιτεύγματά του. Να τι μπορεί να πει κανείς για τον άνθρωπο – ενώ οι θεωρίες αλλάζουν και καταρρέουν, ενώ οι διάφορες φιλοσοφίες, οι σχολές και οι στενοί και σκοτεινοί λαβύρινθοι της σκέψης, εθνικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί, ακμάζουν κι έπειτα παρακμάζουν ο άνθρωπος τραβάει μπρος, προχωράει σκοντάφτοντας, με κόπο, κάποιες φορές και λαθεμένα. Αφού κάνει ένα βήμα, τυχαίνει να γλιστρήσει προς τα πίσω, μα μόνο μισό βήμα, ποτέ ολάκερο το βήμα. Αυτό μπορούμε να πούμε και πρέπει να το νιώσουμε, και να το νιώσουμε βαθιά. Μπορείτε να το νιώσετε όταν τα μαύρα αεροπλάνα ζυγιάζουν τις μπόμπες τους πάνω από άμαχους πληθυσμούς, όταν οι αιχμάλωτοι στοιβάζονται ίδια γουρούνια, όταν τα σακατεμένα κορμιά στραγγίζουν το αίμα τους ποτίζοντας τη γης. Ετσι μπορείτε να το νιώσετε. Αν δεν γινόταν το βήμα, αν δεν ήταν ολοζώντανη η λαχτάρα για ένα, έστω κλονιζόμενο, βήμα προς τα εμπρός, δε θα ‘πέφταν οι μπόμπες, δε θα πετσοκόβοντας οι άνθρωποι. Να φοβάσαι τη μέρα που θα πάψουν οι βομβαρδισμοί, μόλο που θα υπάρχουν ακόμα οι βομβαρδιστές, γιατί η κάθε μπόμπα είναι μια απόδειξη ότι δεν πέθανε το πνεύμα. Να φοβάσαι τη μέρα που θα σταματήσουν οι απεργίες, μόλο που θα υπάρχουν ακόμα οι μεγάλοι ιδιοκτήτες – γιατί η κάθε μικροαπεργία που χτυπιέται, είναι μια απόδειξη πως έγινε το βήμα. Πρέπει κι αυτό να ξέρεις – να φοβάσαι τη μέρα που ο Συνειδητός Ανθρωπος θα πάψει να αγωνίζεται και πεθαίνει για μια ιδέες, γιατί αυτή και μόνο η ιδιότητα είναι το θεμέλιο του Ανθρώπινου Συνειδητού, κι αυτή και μόνο η ιδιότητα κάνει να είναι ο άνθρωπος ένα ον ξεχωριστό μέσα στο σύμπαν».
που η ο βίαιος ξεριζωμός από τη γη, από την εργασία, από την εστία φέρνει τη συνειδητοποίηση του «σε ποιον πραγματικά ανήκει ο πλούτος:
«…Μια οικογένεια υποχρεώθηκε να φύγει από τη γης. Ο πατέρας δανείστηκε από την Τράπεζα, και τώρα η Τράπεζα θέλει τη γης. Η Κτηματική Εταιρεία – η Τράπεζα δηλαδή, αν τύχει κι έχει κτήματα δικά της – θέλει τρακτόρια στη γης, όχι οικογένειες. Είναι κακό ένα τρακτόρι; Βρίσκεται σε άδικο η μηχανική δύναμη που ανασκαλεύει τα μακριά αυλάκια; Αν το τρακτόρι αυτό ήταν δικό μας, θα ‘ταν καλό – όχι δικό μου, δικό μας. Αν το τρακτόρι ανασκάλευε τα μακριά αυλάκια της δικής μας γης, θα ‘ταν καλό. Όχι της δικής μου γης, της δική μας. Τότε θ’ αγαπούσαμε το τρακτόρι, όπως αγαπήσαμε και τη γης αυτή τον καιρό που ήταν δική μας. Μα το τρακτόρι αυτό κάνει δύο δουλειές – ανασκαλεύει τη γης και μας διώχνει από τη γης. Δεν έχει μεγάλη διαφορά ένα τρακτόρι από ένα τανκ πολεμικό. Και τα δύο τρομοκρατούν τον άνθρωπο, τον διώχνουν, τον χτυπούν. Πρέπει να σκεφτούμε πάνω σε αυτό το ζήτημα»
που ο διωγμός, η πείνα, η εξαθλίωση γίνονται η σπίθα που φουντώνει η αλληλεγγύη, την ανάγκη του «εμείς»
«Ενας άνθρωπος, μια οικογένεια διώχθηκε από της γης. Αυτό το σκουριασμένο αυτοκίνητο που τρίζει πάνω στη δημοσιά τραβώντας δυτικά. Εχασα τη γης μου, ένα τρακτόρι μου πήρε τη γης μου. Είμαι ολομόναχος και σαστισμένος. Και μες τη νύχτα, μια οικογένεια κατασκηνώνει σε μια λακκούβα, κι έρχεται ακόμα μια οικογένεια και στήνουν τα τσαντίρια τους. Οι δύο άντρες ανακαθίζουν πάνω στα μεριά τους και οι γυναίκες αφουγκράζονται μαζί με τα παιδιά. Εδώ βρίσκεται ο κόμπος – όλοι εσείς που εχθρεύεστε τις μεταβολές και φοβόσαστε την επανάσταση. Θέλετε να χωρίσετε αυτούς τους δύο ανακαθισμένους άντρες. Να του κάνετε να μισούν, να φοβούνται, να υποψιάζονται ο ένας τον άλλον. Εδώ βρίσκετε ο πυρήνας εκείνου που φοβόσαστε. Αυτός είναι ο άξονας. Γιατί εδώ, το «έχασα τη γης μου» παθαίνει μία μεταβολή. Ένα κύτταρο χωρίζεται, κι από το κύτταρο αυτό ξεφυτρώνει εκείνο που φοβόσαστε: «Χάσαμε τη γης μας». Εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος, γιατί δύο άνθρωποι μαζί δεν είναι πια τόσο μονάχοι και τόσο σκοτισμένοι όσο ο ένας άνθρωπος. Και από το πρώτο αυτός «εμείς» γεννιέται κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο: «το φαί μου είναι λίγο» συν «δεν έχω να φάω». Αν το πηλίκον σ’ αυτό το πρόβλημα είναι: «Τα φαί μας είναι λίγο» το ζήτημα προχώρησε, η κίνηση έχει μία κατεύθυνση. Τώρα, ένας μικρός πολλαπλασιασμός, και η γης αυτή, το τρακτόρι αυτό, είναι δικό μας. Δύο ανακαθισμένοι άντρες μέσα σε μία λακκούβα, η μικρή φωτιά, το λαρδί που βράζει μέσα σε μία μοναδική χύτρα, σιωπηλές γυναίκες με πετρωμένη ματιά. Πίσω τους παιδιά που αφουγκράζονται με όλη τους την ψυχή λόγια που δεν καταλαβαίνει το μυαλό τους. Νυχτώνει. Το μωρό κρυολόγησε. Να, πάρε τούτη την κουβέρτα. Είναι μάλλινη. Ηταν της μητέρας μου – παρ’ την για το μωρό. Αυτό να χτυπηθεί. Αυτό είναι η αρχή – από το «εγώ στο «εμείς».»
που η ανάγκη, η αλληλεγγύη και η συνειδητοποίηση του «εμείς» μεταβολίζονται σε συνειδητοποίηση της ανάγκης για δράση και πράξη:
«Αν μπορούσατε να το καταλάβετε όλοι εσείς που κατέχετε τα αγαθά που ανήκουν στο λαό, θα μπορούσατε ίσως να διατηρηθείτε. Αν μπορούσατε να ξεχωρίσετε τις αιτίες από τα αποτελέσματα, αν μπορούσατε να καταλάβετε πως ο Πέιν, ο Μαρξ, ο Τζέφερσον, ο Λένιν ήταν αποτελέσματα όχι αιτίες, θα μπορούσατε ίσως να επιζήσετε. Μα δεν μπορείτε να καταλάβετε. Γιατί η πλεονεξία σας απολιθώνει μια για πάντα στο «εγώ» και για πάντα σας χωρίζει από το «εμείς».
ΟΙ Δυτικές Πολιτείες βρίσκονται σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Η ανάγκη σπρώχνει τον άνθρωπο να βρίσκει ιδέες και οι ιδέες σπρώχνουν σε δράση. Μισό εκατομμύριο αναδεύονται σε όλη τη χώρα. Άλλο ένα εκατομμύριο περιμένουν, έτοιμοι να ξεκινήσουν και άλλα δέκα εκατομμύριο νιώθουν την πρώτη ανησυχία.
Και τα τρακτόρια, δωσ’ του και ανασκαλεύουν τα αυλάκια στην ερημωμένη γης».Τζων Στάϊνμπεκ «Τα Σταφύλια της Οργής», κεφ. 14 (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας).
Την ώρα που γράφονταν τούτες οι γραμμές οι εργάτες της ΛΑΡΚΟ έξω από το υπουργείο Οικονομικών φώναζαν «Η ΛΑΡΚΟ ανήκει στους εργάτες και όχι στα παράσιτα τους κεφαλαιοκράτες»
Πηγή: imerodromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου