Γιάννης Γούναρης
(Δικηγόρος, διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος LL.M από το London School of Economics)
Η πρόσφατη επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα πυροδότησε έντονες αποδοκιμασίες από προσωπικότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής και από μερίδα του ευρωπαϊκού Τύπου, με το αιτιολογικό ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να...
αναζητά άλλες διεξόδους για την αντιμετώπιση της κρίσης πέρα από την «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» και ότι οι διμερείς επαφές με τη Ρωσία έσπαγαν την «κοινή ευρωπαϊκή γραμμή» έναντι αυτής της ευρασιατικής χώρας. Αφήνοντας, για την ώρα, κατά μέρος την όποια κρίση επί της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», εντυπωσιάζει η κλίμακα των αντιδράσεων που προκαλεί η -επιτυχής κατά τα φαινόμενα- προσπάθεια της Ελλάδας όχι βέβαια να αναζητήσει ρωσική οικονομική βοήθεια, αλλά να επανεκκινήσει τις διπλωματικές και οικονομικές της σχέσεις με μια από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής μας, οι οποίες είχαν φτάσει στο ναδίρ περίπου ένα χρόνο πριν, όταν η τότε ελληνική κυβέρνηση είχε σπεύσει, μαζί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να χαιρετίσει το νέο ουκρανικό καθεστώς ως υπέρμαχο του ευρωπαϊκού ιδεώδους, παρά την εμφανή ροπή του τελευταίου προς φασιστικές πρακτικές και τις ανοιχτές διασυνδέσεις του με ναζιστικά πολιτικά και παραστρατιωτικά μορφώματα.
Επιπλέον, αν θέλει να είναι κανείς ειλικρινής, οφείλει να παραδεχτεί ότι η κοινή ευρωπαϊκή γραμμή έναντι της Ρωσίας είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτη. Οι κυρώσεις δεν είχαν το σκοπούμενο αποτέλεσμα, η ρωσική οικονομία δεν στραγγαλίστηκε, η Ρωσία δεν απομονώθηκε διεθνώς και στην Ουκρανία ο πόλεμος συνεχίζεται. Δείχνει η Ευρώπη να συνεχίζει μια πολιτική στην οποία ούτε αυτή πιστεύει και όπου έχει εγκλωβιστεί από τα γεγονότα και από τις ιδεοληψίες της ηγεσίας της. Και τα ρήγματα στο ευρωπαϊκό μέτωπο είναι πια περισσότερο από εμφανή, καθώς όλο και περισσότερες χώρες συνειδητοποιούν ότι η συνέχιση αυτής της πολιτικής βλάπτει τις ίδιες περισσότερο από τη Ρωσία.
αναζητά άλλες διεξόδους για την αντιμετώπιση της κρίσης πέρα από την «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» και ότι οι διμερείς επαφές με τη Ρωσία έσπαγαν την «κοινή ευρωπαϊκή γραμμή» έναντι αυτής της ευρασιατικής χώρας. Αφήνοντας, για την ώρα, κατά μέρος την όποια κρίση επί της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», εντυπωσιάζει η κλίμακα των αντιδράσεων που προκαλεί η -επιτυχής κατά τα φαινόμενα- προσπάθεια της Ελλάδας όχι βέβαια να αναζητήσει ρωσική οικονομική βοήθεια, αλλά να επανεκκινήσει τις διπλωματικές και οικονομικές της σχέσεις με μια από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής μας, οι οποίες είχαν φτάσει στο ναδίρ περίπου ένα χρόνο πριν, όταν η τότε ελληνική κυβέρνηση είχε σπεύσει, μαζί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να χαιρετίσει το νέο ουκρανικό καθεστώς ως υπέρμαχο του ευρωπαϊκού ιδεώδους, παρά την εμφανή ροπή του τελευταίου προς φασιστικές πρακτικές και τις ανοιχτές διασυνδέσεις του με ναζιστικά πολιτικά και παραστρατιωτικά μορφώματα.
Επιπλέον, αν θέλει να είναι κανείς ειλικρινής, οφείλει να παραδεχτεί ότι η κοινή ευρωπαϊκή γραμμή έναντι της Ρωσίας είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτη. Οι κυρώσεις δεν είχαν το σκοπούμενο αποτέλεσμα, η ρωσική οικονομία δεν στραγγαλίστηκε, η Ρωσία δεν απομονώθηκε διεθνώς και στην Ουκρανία ο πόλεμος συνεχίζεται. Δείχνει η Ευρώπη να συνεχίζει μια πολιτική στην οποία ούτε αυτή πιστεύει και όπου έχει εγκλωβιστεί από τα γεγονότα και από τις ιδεοληψίες της ηγεσίας της. Και τα ρήγματα στο ευρωπαϊκό μέτωπο είναι πια περισσότερο από εμφανή, καθώς όλο και περισσότερες χώρες συνειδητοποιούν ότι η συνέχιση αυτής της πολιτικής βλάπτει τις ίδιες περισσότερο από τη Ρωσία.
Το ιστορικό της ευρωπαϊκής διπλωματίας από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ μπορεί, εκ του αποτελέσματος, να χαρακτηριστεί μόνο θλιβερό, κάτι που δεν άλλαξε ούτε μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Σε κάθε μεγάλη κρίση στην ευρωπαϊκή ήπειρο ή στην ευρύτερη γεωπολιτική γειτονιά της, η Ενωση έχει λάμψει διά της απουσίας της ή, ακόμα χειρότερα, η εμπλοκή της είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Η Ουκρανία και η αποτυχημένη απόπειρα περικύκλωσης και απομόνωσης της Ρωσίας είναι το πιο πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα. Φυσικά, κανείς δεν θα υποστήριζε ότι η Ρωσία του Πούτιν είναι υπόδειγμα φιλελεύθερης δημοκρατίας δυτικού τύπου ή ότι δεν έχει βλέψεις για την ανάκτηση της επιρροής της σε μια αχανή περιοχή, όπου ασκούσε αυτοκρατορική επικυριαρχία επί Σοβιετικής Ενωσης αλλά και επί των τσάρων και την οποία, επιπλέον, βλέπει ως ουδέτερη ζώνη ασφαλείας ανάμεσα στην ίδια και στη συνεχώς προωθούμενη προς τα σύνορά της Βορειοατλαντική Συμμαχία. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή παρέμβαση στην Ουκρανία επέσπευσε αντί να αποτρέψει την κλιμάκωση της κρίσης σε ένοπλη σύρραξη και ακύρωσε την εικόνα της Ενωσης ως σταθεροποιητικού παράγοντα.
Αντί, λοιπόν, να εκφράζουν τον αποτροπιασμό, τη δυσαρέσκεια ή τον έντονο προβληματισμό τους για τα ελληνικά ανοίγματα στη Ρωσία, οι ανησυχούντες Ευρωπαίοι ιθύνοντες θα έκαναν καλά να τα εκμεταλλευτούν για να διορθώσουν -εφόσον και στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι πλέον εφικτό- τη μεγαλύτερη διπλωματική αποτυχία στη νεότερη ευρωπαϊκή Ιστορία, τουλάχιστον μετά την αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, και να επιδιώξουν τη δημιουργία ενός νέου πανευρωπαϊκού συστήματος ειρήνης και ασφάλειας που οπωσδήποτε θα περιλαμβάνει και τη Ρωσία, δεδομένου ότι είναι αδύνατον να αγνοηθεί η σημασία αυτής της χώρας για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ευρωπαϊκή ήπειρο και η συμβολή της στην ευρωπαϊκή Ιστορία και στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αυτό είναι το μακροπρόθεσμο στρατηγικό συμφέρον της Ευρώπης και σίγουρα όχι η αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται να συμβεί. Φαίνεται πως η Ενωση έχει χαράξει την πορεία της προς την παρακμή και, τελικά, προς τη διπλωματική απαξίωση. Είναι κάτι που προκαλεί απόγνωση, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τον πρωταγωνιστικό ρόλο που θα μπορούσε δυνητικά να παίξει μια Ευρώπη όντως ενωμένη πάνω στη βάση της ειρήνης, της αλληλεγγύης και της διεθνούς συνεργασίας στο περίπλοκο και ραγδαίως μεταλλασσόμενο διεθνές παίγνιο του 21ου αιώνα. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, χώρες με ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία, όπως η Ελλάδα, ίσως χρειάζεται να χαράξουν τη δική τους πορεία. Και με αυτό τον τρόπο να δώσουν και στην Ευρώπη συνολικά μία ακόμα -πιθανότατα τελευταία- ευκαιρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου