Ήταν ακόμα, αν θυμάμαι καλά, δικτατορία και το κοινωνικό- πολιτικό τραγούδι, σε συνδυασμό με το ρεμπέτικο και το λαϊκό εξέφραζαν μια διαχρονική ελληνικότητα, αλλά και μια πολιτική επικαιρότητα. Τότε ο ευφυέστατος κατά τα λοιπά κ. Κίσινγκερ βγήκε κι έκαμε μια περισπούδαστη δήλωση. Περιφραστικά έλεγε: Αν θες να χειραγωγήσεις έναν λαό όπως τον ελληνικό, δεν έχεις παρά να χειραγωγήσεις την έκφρασή του μέσα από το τραγούδι του.
Δεν είχε άδικο. Γιατί μέσα από αυτό το τραγούδι μπορούσαν να συσπειρωθούν όλοι οι Έλληνες, από τη μια άκρη της χώρας ως την άλλη, σ΄ όποιο πνευματικό επίπεδο κι αν ανήκαν. Είχαν προηγηθεί σπουδαίοι κύκλοι τραγουδιών του Μίκη, του Μαρκόπουλου, του Ξαρχάκου, του Καλδάρα, του Μούτση και άλλων.
Με τη Μεταπολίτευση παρατηρήθηκε μια στροφή των δισκογραφικών εταιριών στο πολιτικό τραγούδι. Παραμέρισαν τους κύκλους τραγουδιών από τους συνθέτες και επέβαλλαν το σταρ σύστεμ των τραγουδιστών. Κι ήταν τότε που ο Μάτσας ζήτησε από τον Καλδάρα να γράψει τρία τραγούδια για το Νταλάρα κι ο Καλαδάρας του απάντησε: «Εγώ έχω δώδεκα τραγούδια να κάνω δίσκο. Αν τα θες, πάει καλά, αλλιώς προτιμώ να μείνω σπίτι, να πλένω τα πιάτα της γυναίκας μου»…..
Τότε, που ο συχωρεμένος ο Πατσιφάς, απευθυνόμενος στον Πάριο του είπε: «Ξέρεις γιατί έχεις επιτυχία; Γιατί σ΄ ακούνε οι κακογαμημένες, κι αυτές είναι πολλές»…
Έτσι σταδιακά μπαίνουν στο περιθώριο οι σπουδαίοι συνθέτες και εξαφανίζονται οι κύκλοι τραγουδιών με αποτέλεσμα ο Χατζιδάκις να αναγκαστεί να κάνει το Σείριο στον οποίο προσφεύγει και ο Μίκης. Στο μεταξύ ενισχύεται η πειρατεία και με την εμφάνιση του CD το κέρδος των εταιριών όλο και συρρικνώνεται.
Και τότε έρχεται η πολιτική του εφήμερου σουξέ. Μια κι έξω κι όσα προλάβουμε να αρπάξουμε. Έτσι ανοίγει ο μεγάλος κάδος των σκουπιδιών και ενθαρρύνεται μια ποπ άποψη στο ελληνικό τραγούδι, ανούσια αλλά ρυθμική, που απευθύνεται πλέον σε μια γενιά, η οποία σταδιακά κόβει τις ρίζες της από την τραγουδιστική της ιθαγένεια. Παράλληλα εμφανίζονται νέα είδωλα επιρροής της νεολαίας πού ξεσκίζουν πουκάμισα στις πίστες, δημιουργούνται φαν κλαμπ κι όλα βαδίζουν στα πρότυπα του…Λος Άντζελες!
Για να διατηρήσουν ωστόσο κι ένα άλλοθι, κάποιες εταιρίες κάθε τόσο χρησιμοποιούν καλλιτέχνες που έρχονται από το κοντινό παρελθόν και έχουν κάποιο πέρασμα στό κοινό, όπως για παράδειγμα ο Νταλάρας, η Αλεξίου, ο αδιάφορος Πάριος. Κι επειδή αυτοί έχουν κάποιες απαιτήσεις, μελοποιούνται και ορισμένοι στίχοι αξιόλογων στιχουργών, όπως η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Οδυσσέας Ιωάννου και κάποιοι ακόμα. Επίσης φτάνουν στο κέντρο κάποιες μεμονωμένες φωνές από τη Θεσσαλονίκη όπως τύπου Νίκου Ζερβουδάκη.
Και στην Αθήνα ο Κραουνάκης δίνει τη δική του μάχη με τη «Σπείρα- Σπείρα», ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας,ο Αλκίνοος Ιωαννίδης με τις μπαλάντες του και μερικοί ακόμα. Ωστόσο, από δισκογραφικής άποψης, το ελληνικό τραγούδι που εξέφραζε την κραυγή και την αγωνία αυτού του λαού μπήκε πια στο περιθώριο του εμπορικού ενδιαφέροντος.
Η ποπ ελαφρότητα επικράτησε στη νεολαία και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε αν της μιλήσεις σήμερα για κύκλους τραγουδιών όπως η Ιθαγένεια, ο Ήλιος ο Πρώτος, τα Λιανοτράγουδα, να θεωρείσαι γραφικός και εκτός μιας παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας.
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται ο μαέστρος, σύζυγος της κυρίας Σόνιας Θεοδωρίδου, να προτείνει το Άξιον Εστί με το Σάκη Ρουβά. Και μάλιστα, η κυρία Θεοδωρίδου να δηλώνει ότι, ου προς θάνατον, δεδομένου ότι η ίδια έχει ερμηνεύσει Σούμπερτ με… ποπ ορχήστρα! Εδώ πια θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όπως φρικάρεις σαν ακούς την Αγνή Μπάλτσα να ερμηνεύει τη «Φραγκοσυριανή», άλλο τόσο παθαίνεις την πλάκα σου με κάποιες ποπ διασκευές π. χ. της «Αρχόντισσας». Θα τρίζουν δηλαδή τα κόκαλα του Μάρκου και του Τσιτσάνη. Κι εντάξει, πρόβλημα του Σούμπερτ να τον ερμηνεύει με ποπ τζιριτζάντζουλες η κυρία Θεοδωρίδου.
Με μας όμως το θέμα είναι αλλού: Κάθε τραγούδι, είτε αυτό είναι το Άξιον Εστί, είτε είναι η «Συννεφιασμένη Κυριακή» ενέχουν ισχυρούς συμβολισμούς. Πατάνε πάνω στην. αισθητική και την κοινωνική δομή αυτού του τόπου. Κι εδώ όπως έχουν σημασία τα άγια οργανάκια π. χ το μπουζούκι, ο ταμπουράς, το μπαγλαμαδάκι, άλλη τόση σημασία έχει ο ερμηνευτής και αυτό πού συμβολίζει.
Διότι διαφορετικά, ποιος μπορεί να εμποδίσει τη λέιντι Γκάγκα να ερμηνεύσει αύριο τον «Επιτάφιο» και γύρω της να χορεύουν τα ξέκωλα;
Το θέμα λοιπόν δεν είναι ότι τραγουδάει ο Σάκης, το θέμα είναι ΤΙ συμβολίζει ο Σάκης. Κι αυτό που συμβολίζει είναι ένας σταδιακός αποχαρακτηρισμός της πιο ουσιαστικής έκφρασης αυτού τού λαού: Του τραγουδιού του.
Έτσι βλέπουμε σε βάθος χρόνου να δικαιώνεται απόλυτα ο κ. Κίσινγκερ. Ώσπου να φτάσουμε στην απόλυτη μελωδικά εκφραστική του πρόταση, που την προέβλεψε έγκαιρα ο Χάρρυ Κλινν. Στο Αγκαγκαμπού γκιγκί γκαγκαμπού ο γκιγκί γκαγκά..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου