«Για μένα παράδοση είναι ένας διάλογος με το παρελθόν μου, με τα βιώματά μου, στα σπίτια, στα χωράφια, στις παρέες και στα πανηγύρια, που καμιά φορά ξεχνιέμαι και δεν τον κάνω, αλλά όταν τον κάνω νιώθω καλά, βρίσκω ένα σκοπό», λέει ο Γιάννης Χαρούλης.
Tην ώρα που οι τρεις συμπαθέστατες κυρίες έπιναν τον καφέ τους στο διπλανό τραπέζι σχολιάζοντας τα καμώματα της νύφης της μιας –αθάνατη ελληνική οικογένεια–, το μαγνητοφωνάκι άρχισε να γράφει.
«Τα γκρίζα μαλλιά από πού τα κληρονόμησες», ρωτάω τον Γιάννη Χαρούλη, με τον ενικό σχεδόν να επιβάλλεται, κόντρα στο savoir faire των συνεντεύξεων, από το νεαρόν της ηλικίας του, 34 ετών, αλλά και από την πηγαία και ανεπιτήδευτη απλότητά του. «Μάλλον από τη μητέρα μου, γιατί θυμάμαι τον πατέρα μου στα 40 του ήταν μια χαρά. Μελαχρινός, μελαχρινός», απαντάει.
«Αλλά θέλω να σου πω και σένα τη σημερινή ιστορία», συνεχίζει, χαμογελώντας και ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του. «Είναι αστεία και λίγο σουρεάλ. Κοιμήθηκα χθες στις 4 τα ξημερώματα. Διαβάζω, ακούω μουσικές, χαλαρώνω. Τώρα τελευταία μου αρέσει να ακούω κλασική μουσική. Ακουγα λοιπόν Μάλερ, παρακολουθώντας ζωντανές συναυλίες. Κάποια στιγμή έπεσα για ύπνο. Ξαφνικά, το πρωί γύρω στις 8 ξυπνάω ακούγοντάς με. Σκέφτομαι, εντάξει, μεράκλωσε κάποιος γείτονας. Ηταν γλυκό, σαν καντάδα. Λέω, θα σταματήσει. Αλλά συνεχιζόταν. Ακούσαμε όλο τον δίσκο, τις “Μαγγανείες”. Ενιωσα περίεργα, ήταν και πολύ πρωί, και άρχισα να φτιάχνω εικόνες, προσπαθώντας να καταλάβω ποιος γείτονας είναι, αλλά δεν καταλάβαινα και δεν μπορούσα να βγω και με τη ρόμπα στο μπαλκόνι. Η μουσική σαν να ερχόταν από παντού. Μέχρι που ακούω ομιλίες και καταλαβαίνω ότι γίνεται συγκέντρωση έξω από το σπίτι μου. Εχουν μαζευτεί κάποιοι κάτοικοι και διαμαρτύρονται, θέλουν να κατέβουν οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας που έχουν τοποθετηθεί στο απέναντι κτίριο».
Σταμάτησα να σκέφτομαι κατά πόσο οι «Μαγγανείες», δίσκος του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τον Γιάννη Χαρούλη στο τραγούδι, θα μπορούσαν να κάνουν τα μαγικά τους και να αποκαθηλώσουν τις κεραίες, και ανέσυρα από τη μνήμη μου τις υπέροχες μουσικές, τη λύρα, το λαούτο, το τσέλο, τα τύμπανα και το κλαρίνο, τις κιθάρες, στίχους σαν κι αυτόν: «Τα βήματα, τα τρίμματα, του δρόμου κατακάθι, της αγοράς τα κρίματα, του έρωτα τα πάθη». Εχω απέναντί μου έναν ψηλό, μακρυμάλλη Κρητικό, που ακούει Μάλερ, κάνει τζόγκινγκ με Sigur Ros στα ακουστικά, θυμίζει τον Ξυλούρη, αποτίνει φόρο τιμής στους άλλους μύθους της Κρήτης, τον Κώστα Μουντάκη, τον Νίκο Μανιαδάκη, έχει κάτι παλιό και βαθύ, μια φωνή που λες και βγαίνει από ρωγμή του χρόνου. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ότι όλα αυτά στην περίπτωσή του μοιάζουν τόσο, μα τόσο φυσικά. Σχεδόν αυτονόητα. Τι είναι, τελικά, ο Γιάννης Χαρούλης; Γιατί γεμίζει θέατρα με χιλιάδες κόσμο, γιατί συγκινεί τόσο, από πιτσιρίκια μέχρι 70άρηδες; «Οχι, δεν θα πω τη λέξη», του λέω. Χαμογελάει.
Φαινόμενο... καιρικό
«Ενας φίλος μου μέτρησε πόσες φορές έχει γραφτεί για μένα η λέξη φαινόμενο. Δεν κάθομαι να το σκεφθώ, να το αναλύσω. Προσπαθώ να δω τι θα κάνω στους επόμενους καιρούς σε σχέση με το τι κάνω τώρα, αλλά και ό,τι συμβαίνει γύρω μου. Ναι, ξέρω, σκέφτεσαι ότι είμαι ταπεινός. Θα σε προλάβω. Δεν είμαι όσο θα ήθελα. Με εμποδίζει η μνήμη μου γιατί συχνά ξεχνάω όλα τα καλά που έχω, όλα τα καλά που μου συμβαίνουν. Αρα δεν είμαι τόσο ταπεινός. Τώρα, αυτό που μου συμβαίνει δεν το είχα φανταστεί. Δεν ήξερα πόσο μεγάλα θέατρα μπορεί να υπάρξουν, και πόσος κόσμος μπορεί να μαζευτεί. Ηξερα σε κάποιους γάμους ή σε ένα μεγάλο πανηγύρι πώς είναι να παίζεις μπροστά σε δυο-τρεις χιλιάδες κόσμο. Αλλά μέχρι εκεί».
Τα φαινόμενα λοιπόν είναι μόνο καιρικά. Οι καιροί που ζούμε, όμως, μήπως έχουν ανάγκη από λαϊκούς ήρωες; «Το ότι με χειροκροτάει τόσος κόσμος και γλεντάμε δεν με κάνει ήρωα. Είναι σαν να μεγαλώνει η οικογένειά μου, το χαίρομαι, αλλά δεν νιώθω καθόλου λαϊκός ήρωας», λέει ο Γιάννης Χαρούλης.
«Υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν για την οικογένειά τους, για την παιδεία των παιδιών τους. Αυτοί είναι ήρωες. Εμείς να βρούμε μια άλλη λέξη. Δεν θεωρώ ότι η λέξη ήρωας είναι για μένα. Από την άλλη πλευρά, καταλαβαίνω ότι οι συνθήκες μάς κάνουν να ψάχνουμε την ταυτότητά μας. Αν ο Χαρούλης είχε βγει το ’90 στην εποχή του λάιφ στάιλ, ίσως να μη διέγραφε την ίδια πορεία. Σαφώς μετράει και το κλίμα για να δέσει ένα φυτό. Υπάρχει μια ανάγκη, γενικότερα, όχι μόνο στη μουσική. Ξαφνικά, πολλοί άνθρωποι αντιλήφθηκαν ότι είμαστε στο σκοτάδι, ενώ νόμιζαν ότι ήμασταν στο φως και στον αέρα. Τρόμαξαν, και τώρα ψάχνουν λίγο φως. Η παράδοση είναι φως, για άλλους λιγότερο και γι’ άλλους περισσότερο. Για πολλά χρόνια κάναμε το λάθος να πιστεύουμε ότι γίνεται ένα πάρτι εκεί έξω και θέλαμε κι εμείς να ντυθούμε αναλόγως και να μας αφήσει ο πορτιέρης να μπούμε στο πάρτι. Δεν υποστηρίζω να φοράμε τη στολή του τσολιά, αλλά μήπως είναι προτιμότερο από το να φοράμε ρούχα που τελικά για όλους είναι ξένα; Πέφτουμε σε μια αντίφαση. Λέμε, πρέπει να είμαστε όλοι ανοιχτοί στη διαφορετικότητα, αλλά δεν προστατεύουμε τη διαφορετικότητα του τόπου μας».
«Αυτό είναι το αίμα»
Παράδοση σημαίνει... «Για μένα είναι απλό. Είναι ένας διάλογος με το παρελθόν μου, με τα βιώματά μου, στα σπίτια, στα χωράφια, στις παρέες και στα πανηγύρια, που καμιά φορά ξεχνιέμαι και δεν τον κάνω, αλλά όταν τον κάνω νιώθω καλά, βρίσκω ένα σκοπό. Τον παππού μου δεν τον γνώρισα, πέθανε νέος, ούτε ο πατέρας μου δεν πρόλαβε καλά καλά να τον γνωρίσει. Πριν από 4-5 χρόνια, ένας φίλος του μου έκανε δώρο μια φωτογραφία όπου ο παππούς μου κάθεται σε ένα καφενείο με την παρέα του και παίζει μαντολίνο. Και αυτό που παρατήρησα ήταν ότι ο τρόπος που κρατούσε το μαντολίνο είναι ίδιος με τον δικό μου. Αυτό είναι το αίμα που λένε».
Ο ήχος του κινητού του τηλεφώνου διακόπτει τη συζήτηση. Ούτως ή άλλως, έχει περάσει η ώρα. «Γιώργη, ίντα κάνεις;» τον ακούω να λέει. Ξύπνησε η Κρήτη μέσα του σκέφτομαι. «Ευτυχώς σε μεγάλο βαθμό, ξεκινώντας από την οικογένειά μου, τους γονείς μου που ζουν ακόμη στο χωριό και ασχολούνται με τα χωράφια πια, και από τον τρόπο που μεγάλωσα στο χωριό, μπορώ να πω ότι είμαι ευτυχής. Εχω ανθρώπους δίπλα μου σταθερά, “παλιούς” αλλά και καινούργιους που με συγκινούν. Ξέρεις ποιο είναι το πιο ωραίο πράγμα που μου έχουν πει σε συναυλία; “Σ’ ευχαριστούμε, Γιάννη, φύγαμε πέντε πόντοι πιο ψηλοί”. Αυτή είναι μια ωραία κουβέντα».
«Τα γκρίζα μαλλιά από πού τα κληρονόμησες», ρωτάω τον Γιάννη Χαρούλη, με τον ενικό σχεδόν να επιβάλλεται, κόντρα στο savoir faire των συνεντεύξεων, από το νεαρόν της ηλικίας του, 34 ετών, αλλά και από την πηγαία και ανεπιτήδευτη απλότητά του. «Μάλλον από τη μητέρα μου, γιατί θυμάμαι τον πατέρα μου στα 40 του ήταν μια χαρά. Μελαχρινός, μελαχρινός», απαντάει.
«Αλλά θέλω να σου πω και σένα τη σημερινή ιστορία», συνεχίζει, χαμογελώντας και ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του. «Είναι αστεία και λίγο σουρεάλ. Κοιμήθηκα χθες στις 4 τα ξημερώματα. Διαβάζω, ακούω μουσικές, χαλαρώνω. Τώρα τελευταία μου αρέσει να ακούω κλασική μουσική. Ακουγα λοιπόν Μάλερ, παρακολουθώντας ζωντανές συναυλίες. Κάποια στιγμή έπεσα για ύπνο. Ξαφνικά, το πρωί γύρω στις 8 ξυπνάω ακούγοντάς με. Σκέφτομαι, εντάξει, μεράκλωσε κάποιος γείτονας. Ηταν γλυκό, σαν καντάδα. Λέω, θα σταματήσει. Αλλά συνεχιζόταν. Ακούσαμε όλο τον δίσκο, τις “Μαγγανείες”. Ενιωσα περίεργα, ήταν και πολύ πρωί, και άρχισα να φτιάχνω εικόνες, προσπαθώντας να καταλάβω ποιος γείτονας είναι, αλλά δεν καταλάβαινα και δεν μπορούσα να βγω και με τη ρόμπα στο μπαλκόνι. Η μουσική σαν να ερχόταν από παντού. Μέχρι που ακούω ομιλίες και καταλαβαίνω ότι γίνεται συγκέντρωση έξω από το σπίτι μου. Εχουν μαζευτεί κάποιοι κάτοικοι και διαμαρτύρονται, θέλουν να κατέβουν οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας που έχουν τοποθετηθεί στο απέναντι κτίριο».
Σταμάτησα να σκέφτομαι κατά πόσο οι «Μαγγανείες», δίσκος του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τον Γιάννη Χαρούλη στο τραγούδι, θα μπορούσαν να κάνουν τα μαγικά τους και να αποκαθηλώσουν τις κεραίες, και ανέσυρα από τη μνήμη μου τις υπέροχες μουσικές, τη λύρα, το λαούτο, το τσέλο, τα τύμπανα και το κλαρίνο, τις κιθάρες, στίχους σαν κι αυτόν: «Τα βήματα, τα τρίμματα, του δρόμου κατακάθι, της αγοράς τα κρίματα, του έρωτα τα πάθη». Εχω απέναντί μου έναν ψηλό, μακρυμάλλη Κρητικό, που ακούει Μάλερ, κάνει τζόγκινγκ με Sigur Ros στα ακουστικά, θυμίζει τον Ξυλούρη, αποτίνει φόρο τιμής στους άλλους μύθους της Κρήτης, τον Κώστα Μουντάκη, τον Νίκο Μανιαδάκη, έχει κάτι παλιό και βαθύ, μια φωνή που λες και βγαίνει από ρωγμή του χρόνου. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ότι όλα αυτά στην περίπτωσή του μοιάζουν τόσο, μα τόσο φυσικά. Σχεδόν αυτονόητα. Τι είναι, τελικά, ο Γιάννης Χαρούλης; Γιατί γεμίζει θέατρα με χιλιάδες κόσμο, γιατί συγκινεί τόσο, από πιτσιρίκια μέχρι 70άρηδες; «Οχι, δεν θα πω τη λέξη», του λέω. Χαμογελάει.
Φαινόμενο... καιρικό
«Ενας φίλος μου μέτρησε πόσες φορές έχει γραφτεί για μένα η λέξη φαινόμενο. Δεν κάθομαι να το σκεφθώ, να το αναλύσω. Προσπαθώ να δω τι θα κάνω στους επόμενους καιρούς σε σχέση με το τι κάνω τώρα, αλλά και ό,τι συμβαίνει γύρω μου. Ναι, ξέρω, σκέφτεσαι ότι είμαι ταπεινός. Θα σε προλάβω. Δεν είμαι όσο θα ήθελα. Με εμποδίζει η μνήμη μου γιατί συχνά ξεχνάω όλα τα καλά που έχω, όλα τα καλά που μου συμβαίνουν. Αρα δεν είμαι τόσο ταπεινός. Τώρα, αυτό που μου συμβαίνει δεν το είχα φανταστεί. Δεν ήξερα πόσο μεγάλα θέατρα μπορεί να υπάρξουν, και πόσος κόσμος μπορεί να μαζευτεί. Ηξερα σε κάποιους γάμους ή σε ένα μεγάλο πανηγύρι πώς είναι να παίζεις μπροστά σε δυο-τρεις χιλιάδες κόσμο. Αλλά μέχρι εκεί».
Τα φαινόμενα λοιπόν είναι μόνο καιρικά. Οι καιροί που ζούμε, όμως, μήπως έχουν ανάγκη από λαϊκούς ήρωες; «Το ότι με χειροκροτάει τόσος κόσμος και γλεντάμε δεν με κάνει ήρωα. Είναι σαν να μεγαλώνει η οικογένειά μου, το χαίρομαι, αλλά δεν νιώθω καθόλου λαϊκός ήρωας», λέει ο Γιάννης Χαρούλης.
«Υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν για την οικογένειά τους, για την παιδεία των παιδιών τους. Αυτοί είναι ήρωες. Εμείς να βρούμε μια άλλη λέξη. Δεν θεωρώ ότι η λέξη ήρωας είναι για μένα. Από την άλλη πλευρά, καταλαβαίνω ότι οι συνθήκες μάς κάνουν να ψάχνουμε την ταυτότητά μας. Αν ο Χαρούλης είχε βγει το ’90 στην εποχή του λάιφ στάιλ, ίσως να μη διέγραφε την ίδια πορεία. Σαφώς μετράει και το κλίμα για να δέσει ένα φυτό. Υπάρχει μια ανάγκη, γενικότερα, όχι μόνο στη μουσική. Ξαφνικά, πολλοί άνθρωποι αντιλήφθηκαν ότι είμαστε στο σκοτάδι, ενώ νόμιζαν ότι ήμασταν στο φως και στον αέρα. Τρόμαξαν, και τώρα ψάχνουν λίγο φως. Η παράδοση είναι φως, για άλλους λιγότερο και γι’ άλλους περισσότερο. Για πολλά χρόνια κάναμε το λάθος να πιστεύουμε ότι γίνεται ένα πάρτι εκεί έξω και θέλαμε κι εμείς να ντυθούμε αναλόγως και να μας αφήσει ο πορτιέρης να μπούμε στο πάρτι. Δεν υποστηρίζω να φοράμε τη στολή του τσολιά, αλλά μήπως είναι προτιμότερο από το να φοράμε ρούχα που τελικά για όλους είναι ξένα; Πέφτουμε σε μια αντίφαση. Λέμε, πρέπει να είμαστε όλοι ανοιχτοί στη διαφορετικότητα, αλλά δεν προστατεύουμε τη διαφορετικότητα του τόπου μας».
«Αυτό είναι το αίμα»
Παράδοση σημαίνει... «Για μένα είναι απλό. Είναι ένας διάλογος με το παρελθόν μου, με τα βιώματά μου, στα σπίτια, στα χωράφια, στις παρέες και στα πανηγύρια, που καμιά φορά ξεχνιέμαι και δεν τον κάνω, αλλά όταν τον κάνω νιώθω καλά, βρίσκω ένα σκοπό. Τον παππού μου δεν τον γνώρισα, πέθανε νέος, ούτε ο πατέρας μου δεν πρόλαβε καλά καλά να τον γνωρίσει. Πριν από 4-5 χρόνια, ένας φίλος του μου έκανε δώρο μια φωτογραφία όπου ο παππούς μου κάθεται σε ένα καφενείο με την παρέα του και παίζει μαντολίνο. Και αυτό που παρατήρησα ήταν ότι ο τρόπος που κρατούσε το μαντολίνο είναι ίδιος με τον δικό μου. Αυτό είναι το αίμα που λένε».
Ο ήχος του κινητού του τηλεφώνου διακόπτει τη συζήτηση. Ούτως ή άλλως, έχει περάσει η ώρα. «Γιώργη, ίντα κάνεις;» τον ακούω να λέει. Ξύπνησε η Κρήτη μέσα του σκέφτομαι. «Ευτυχώς σε μεγάλο βαθμό, ξεκινώντας από την οικογένειά μου, τους γονείς μου που ζουν ακόμη στο χωριό και ασχολούνται με τα χωράφια πια, και από τον τρόπο που μεγάλωσα στο χωριό, μπορώ να πω ότι είμαι ευτυχής. Εχω ανθρώπους δίπλα μου σταθερά, “παλιούς” αλλά και καινούργιους που με συγκινούν. Ξέρεις ποιο είναι το πιο ωραίο πράγμα που μου έχουν πει σε συναυλία; “Σ’ ευχαριστούμε, Γιάννη, φύγαμε πέντε πόντοι πιο ψηλοί”. Αυτή είναι μια ωραία κουβέντα».
«Με αγάπη, πίστη και τύχη, πορεύομαι»
Εξω Λακώνια Αγίου Νικολάου. Κρήτη. Ενα χωριό 250-300 κατοίκων σήμερα. Τα σχολικά χρόνια ξεκινάνε στο μονοθέσιο δημοτικό του χωριού. «Καμιά φορά σκέφτομαι ότι έχω ζήσει σαν παλιός», μου λέει ο Γιάννης Χαρούλης, πατέρας ενός κοριτσιού που ετοιμάζεται να πάει στο γυμνάσιο. «Οπως ζούσαν οι προηγούμενες γενιές. Μετά, στα 21 μου, το 2002, ήρθα στην Αθήνα κι έγινε η έκρηξη. Είχα όλες μου τις αισθήσεις να δουλεύουν στο φουλ και ρούφαγα τα πάντα, αλλά και στο ρούφηγμα κάποια στιγμή το φίλτρο μπουκώνει. Από τη μια συναντούσα όλη αυτή την κλεισούρα των ανθρώπων, αλλά από την άλλη είχα εγώ τόσο άνεμο που όλο αυτό ήταν εκρηκτικό. Προσπάθησα να μπω σε ένα ΙΕΚ λογιστικής, όχι γιατί ήθελα, αλλά για να παρατείνω την αναβολή της στρατιωτικής θητείας. Ευτυχώς, ήρθα γρήγορα στα καλά μου. Μετά όλα πήραν τον δρόμο τους. Αν μου λείπουν πράγματα; Πολλά. Ολη αυτή η προσοχή που μπορείς να δώσεις σε μικρά πράγματα στην επαρχία, σε δυναμώνει και σε κάνει να νομίζεις ότι η ζωή είναι πιο μεγάλη. Αλλά δεν παραπονιέμαι, συνεχίζω τον δρόμο μου και με αγάπη, πίστη και τύχη, πορεύομαι».
Περιοδεία με 30 σταθμούς
Για να φτιάξει κανείς το μουσικό περίγραμμα του Γιάννη Χαρούλη, από πού πρέπει να ξεκινήσει; «Θα του έλεγα να ξεκινήσει από την Κρήτη. Ο,τι κι αν πω έχει ρίζες εκεί. Μετά θα μπορούσα να αναφέρω μερικούς από τους αγαπημένους μου δημιουργούς, για να καταλάβει περισσότερα. Τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Νικόλα Ασιμο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τις Τρύπες, τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Χρήστο Θηβαίο, τον Νίκο Μαμαγκάκη», απαντάει. Μέχρι στιγμής ο Γιάννης Χαρούλης έχει στο ενεργητικό του τέσσερις δίσκους, πολλές συμμετοχές, ακόμη περισσότερες συναυλίες στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο. Και μια καλοκαιρινή περιοδεία στον ορίζοντα με περίπου τριάντα σταθμούς και την αρχή να γίνεται στο θέατρο Βράχων Βύρωνα. Ανακοινώθηκαν δύο συναυλίες αύριο το βράδυ και το βράδυ της Τρίτης 9 Ιουνίου, εξαντλήθηκαν τα εισιτήρια εν ριπή οφθαλμού κι έτσι προστέθηκε και μια τρίτη στις 10 του μήνα, όπου κι εκεί κανείς δεν μπορεί πια να βρει εισιτήρια, γεγονός πολύ θετικό καθώς όλα τα έσοδα της τρίτης συναυλίας θα πάνε σε φιλανθρωπικούς σκοπούς: Στη στέγη θηλέων Π. Φαλήρου «Αγιος Αλέξανδρος» για κακοποιημένα και παραμελημένα κορίτσια, στο αθλητικό σωματείο ατόμων με αναπηρίες «Τυρταίος» και στο εργαστήρι ειδικής αγωγής «Μαργαρίτα» με προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης για περίπου εκατό σπουδαστές με αναπηρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου