Συντάκτης: Γιώργος Σταματόπουλος
Σουρουπώνει. Ανθρώπινες φιγούρες περπατούν νευρικά· μια απαλή κινητικότητα παρατηρείται στην πιλοτή της πολυκατοικίας. Πλησιάζουμε αμήχανα και τι να δούμε! Ζωντανά πρόσωπα, όλο ενέργεια και χαμόγελα, μας καλωσορίζουν. Η κοινότητα λάμπει. Φως χύνεται άπλετο στους οίνους και στα φαγητά· δειλά τραπεζομάντιλα κι ένας ωραίος κήπος με δέντρα μάς υποδέχονται. Χαρούμενες φωνές. Εδώ είμαστε. Η γειτονιά στα κέφια της. Μάζωξη ενοίκων. Συνύπαρξη. Δεν έχουν χαθεί όλα.
Συμβαίνει συχνά, μας πληροφορεί ο Στράτος, υπερήφανος (με το δίκιο του) για τους συνενοίκους του της πολυκατοικίας. Εναποθέτουν στο μοναστηριακό τραπέζι ό,τι μπορεί ο καθένας από το φτωχικό του σχηματίζοντας αμέσως τον πλούτο της συμμετοχής, τη γνήσια συνομιλία των σπλάγχνων όλων.
Δυναμώνουν τ’ αστεία και τα γέλια και τα πειράγματα. Κάποιος απεκάλεσε τον πατέρα του Στράτου νέο (και είναι ο άνθρωπος). Καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι όλη τη νύχτα. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του ώστε δεν επέτρεψε σε κανέναν από τους υπόλοιπους να τον βοηθήσει στο ψήσιμο. Κάθε τόσο έβγαινε στον δρόμο και σταματούσε τους περαστικούς. «Ξέρετε, είχα πάει με τον Κώστα (περίπου συνομήλικο, σ.σ.) στην κάβα και μια κυρία είπε ότι είμαι ο γιος του»! Δεν σταμάτησε όλη νύχτα να ψήνει και να τραγουδάει! Κιθάρες και τουμπερλέκια στέλνουν ηδείς ήχους στην ατμόσφαιρα.
Αίφνης, σιωπή. Βαθείς φωνητικοί τόνοι, υψίγονοι, μελωδία. Ο τενόρος της παρέας άδει την Τόσκα του Πουτσίνι (φίλος, μετέωρος, αναγραμμάτισε αργότερα, άθελά του, την ταυτότητα· του Κουτρούλη ο γάμος). Ολοι και όλα φιλιωνόμαστε με τη σπουδαιότητα (μαγεία) της μουσικής. Οίνος και χιούμορ ρέουν άφθονα.
Ο κύριος Αντώνης απαιτεί σιωπή· ανταποκρινόμαστε σαν υπάκουα παιδιά, παρότι ταραξίες οι πλείστοι. Είναι η ώρα της ποίησης. Δύσκολη η απαγγελία· χρειάζεται προσοχή, αυτοσυγκέντρωση, σεβασμός στη βαθύτητά της και στον οίστρο του αοιδού. Ζεστά, γελαστά χειροκροτήματα. Το άγχος όλων για το αν η αριστερή κυβέρνηση επιτύχει συμφωνία δεν χωρεί στην παρέα, παρότι έχει καταβάλει τους κατοίκους τούτης της χώρας.
Καθένας αντιστέκεται με τον τρόπο του (ή νομίζει ότι αντιστέκεται, δεν έχει, όμως, σημασία). Συμφωνούμε με τον δραματικό λόγο του Ελληνα πρωθυπουργού: «Δεν θα θάψουμε τη δημοκρατία»! Θάβουμε, ως γνωστόν, τους νεκρούς μόνο. Μπας και την έχουμε θάψει και απλώς νιώθουμε κομμάτι ένοχοι; Μήπως είμαστε εγκλωβισμένοι στο κελί μιας γλυκιάς ψευδαίσθησης; Ομονοούμε και σε μια ρήση του Μπουκόφσκι: «Η ζωή είναι μια ψευδαίσθηση που οφείλεται στην έλλειψη αλκοόλ».
Αγρυπνούμε στο κρίμα των προσδοκιών. Δάκρυα παλιών ανταρτών μάς συντροφεύουν. Ο,τι λέμε έχει αίμα, αγωνία, πόνο και χαρά ταυτόχρονα. Σκύβουμε με διακριτικότητα και προσκυνάμε τα ερείπια· η μνήμη ξαναζωντανεύει. Αρκούν τούτα τα θεμέλια για να υπάρξουμε με αγάπη και έρωτα; Απαντούμε καταφατικά παρά τον ψυχικό βρασμό των ημερών και των ανθρώπων.
Να που οι κοινότητες υπάρχουν και μες στις πόλεις-τέρατα. Δέκα οικογένειες μιας πολυκατοικίας δίνουν το παράδειγμα. Είχε δίκιο ο Σοφοκλής. Γεννηθήκαμε ν’ αγαπήσουμε, όχι να μισήσουμε. Βαθιά νύχτα - γλυκιά κούραση. Καληνυχτίζουμε τη σπουδαία παρέα και φεύγουμε με περισσότερη αισιοδοξία στον άνθρωπο και την (επι)κοινωνία. Στην κόλαση της πόλης υπάρχουν ακόμη μικροί παράδεισοι.
Αποφορτιζόμαστε ευεργετικά. Ανάλαφροι και πιο ζωντανοί ευχαριστούμε τον Στράτο και τους υπέροχους ανθρώπους που ζουν στην ίδια πολυκατοικία. Η Αθήνα που αντιστέκεται... κι όποιος δεν καταλαβαίνει, κακό του κεφαλιού του... και λοιπά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου