Δεν μας βιογραφεί μόνον η άσκησή μας στην ποίηση ή στην πεζογραφία. Κι όταν βιογραφούμε κάποιον τρίτο, αυτοβιογραφούμαστε επίσης. Με άλλη γλώσσα βέβαια από τη λογοτεχνική. Ευθύτερα, όχι κρυπτικά ή διφορούμενα. Οχι όμως και λιγότερο θερμά, παρότι ο βιογραφικός λόγος προϋποτίθεται ψύχραιμος και αποστασιοποιημένος. Οταν μάλιστα ο βιογραφούμενός μας είναι πρόσωπο αγαπημένο, που μας σημάδεψε με το έργο και τον βίο του, και ο οποίος διασταυρώθηκε με τη ζωή μας επί δεκαετίες, ο αυτοβιογραφικός τόνος διαπλέκεται στενά με τον βιογραφικό, και στην καλύτερη των περιπτώσεων συντονίζονται. Ο στόχος βέβαια παραμένει το πορτρέτο του άλλου, όσο το δυνατόν βαθύτερο, όχι η αυτοπροσωπογραφία μας. Κι ο στόχος αυτός διακονείται αποτελεσματικότερα, θα έλεγα και τιμιότερα, από την προκαταρκτική ομολογία της κάποιας συγγραφικής μεροληψίας παρά από την υπόκριση της ανέφικτης ουδετερότητας.
Την ουδέτερη βιογραφία του Δημήτρη Μαρωνίτη θα τη συντάξει κάποτε στο μέλλον κάποιος που δεν τον γνώρισε προσωπικά, δεν υπήρξε μαθητής ή γνώριμός του. Κάποιος που θα έχει παρακολουθήσει τον στοχασμό του, φιλολογικό, εκπαιδευτικό, λογοτεχνικό, πολιτικό, μόνο μέσα από τον γραπτό του λόγο. Οχι και μέσα από την ομιλία του σε αμφιθέατρα ή στην παρέα. Αλλωστε, στο πάντα σκηνοθετικό μυαλό του Μαρωνίτη η παρέα ήταν μια μορφή πανεπιστημιακού αμφιθεάτρου, αφού η διανομή των ρόλων προέβλεπε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για τη δική του ρητορική, οπωσδήποτε γοητευτική – ένας πλούτος που επειγόταν να μοιραστεί, γι’ αυτό και αξίωνε αμέριστη την προσοχή.
Ωστε, λοιπόν, ο φιλόλογος και εκπαιδευτικός Νίκος Βαρμάζης, με το βιογραφικό βιβλίο του «Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης (1929-2016)» (εκδόσεις Γράφημα) εκπληρώνει μιαν «ευγνώμονη επιθυμία», όπως ωραία τη χαρακτηρίζει, και αυτοβιογραφείται, τουλάχιστον μερικώς. Δηλώνει άλλωστε εξαρχής την καταγωγή των σχέσεών του με τον Μαρωνίτη. Τον γνώρισε, βοηθό τότε του Ι. Θ. Κακριδή, έναν «εύγλωττο και συναρπαστικό εικοσιεπτάχρονο, θεατρικά κομψό και όμορφο», όταν ο ίδιος ήταν δευτεροετής φοιτητής στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ, το φθινόπωρο του ακαδημαϊκού έτους 1956-1957.
Και επειδή κι εγώ εδώ, μιλώντας για τον βιογράφο, δεν μπορώ παρά να αυτοβιογραφηθώ μερικώς, ακολουθώντας κάποια από τα νήματα που με συνέδεαν με τον βιογραφούμενο, ας πω ότι το 1957 ήταν το έτος της γεννήσεώς μου. Και τον Μαρωνίτη τον γνώρισα στα δεκαεπτά μου, στον «Ολκό» του Αντώνη Καρκαγιάννη και του Δήμου Μαυρομμάτη, όταν ετοιμαζόταν ο «Πολίτης», ένα περιοδικό που ίσως δεν θα εκδιδόταν ποτέ, αν δεν έφτανε στην Υπατίας 5 ο Αγγελος Ελεφάντης. Φυσικά, όταν λέω ότι γνώρισα τότε τον Μαρωνίτη και τους άλλους σπουδαίους που συσκέπτονταν ώρες ατέλειωτες μες σε καπνούς και σε πειράγματα αγάπης, ένα νιάνιαρο εγώ εξ Αιτωλοβλαχίας, μια κουβέντα είναι. Η πραγματική μου γνωριμία ήταν ο πόλεμός μου με το θεμελιώδες βιβλίο του «Αναζήτηση και νόστος του Οδυσσέα», στην πρώτη έκδοσή του, του 1973, στον Παπαζήση. Στην ηλικία του εφήβου δεν είχα πολλά όπλα. Τα περισσότερα μου τα πρόσφερε το ίδιο το συναρπαστικό βιβλίο, από τη σαγήνη του οποίου δεν ξέμπλεξα ποτέ. Παρέμεινα άλλωστε διά βίου μαθητής του Μαρωνίτη, εξ αποστάσεως, διαβάζοντας ανελλιπώς, για να μην πω μανιωδώς, τα μελετήματα, τις μεταφράσεις και τις επιφυλλίδες του. Και, τύχη αγαθή, διόρθωσα τα δοκίμια αρκετών βιβλίων του, ανάμεσά τους και τη μετάφραση της «Ιλιάδας». Πλήρης μαθητεία.
Στη μεθοδικά αγαπητική βιογραφία του ο Βαρμάζης κομίζει με φιλόπονο ερευνητικό ζήλο όλο το αναγκαίο υλικό που επαληθεύει τον υπότιτλό της, όπου συγκεντρώνονται τέσσερις χαρακτηρισμοί: «ο εμπαθής δάσκαλος, ο πολύτροπος φιλόλογος, ο ανένδοτος διανοούμενος, ο ισοβίτης της γλώσσας». Δεν μένει μολαταύτα αφώτιστη και ακόμη μία πτυχή της γραφής του Μαρωνίτη: η ποιητική, της πρώιμης ηλικίας του. Ανατυπώνονται λοιπόν στο βιβλίο τα πέντε νεανικά του ποιήματα, των ετών 1946-1955. Η γνωριμία μου ωστόσο με τον Μαρωνίτη με έπεισε ότι ποιητής κυρίως ένιωθε πάντα, και μ’ αυτήν την εσωτερική ιδιότητα οργάνωσε τις μεταφράσεις του, των ομηρικών και ησιόδειων επών, καθώς και των σοφόκλειων δραμάτων.
Από τους τέσσερις αποδιδόμενους χαρακτηρισμούς, ο πιο δύσκολος είναι βέβαια ο πρώτος: «εμπαθής». Να μια λέξη, οικεία και ξένη, που μας προειδοποιεί ότι δεν είναι τόσο ομαλή και ακίνδυνη όσο θέλουμε να πιστεύουμε η γέφυρα από τα αρχαία στα νέα, τα γλωσσικά αλλά και τα πνευματικά εν γένει. Από τον αρχαίο «εμπαθή», τον ευρισκόμενο εν καταστάσει συγκινήσεως ή πάθους, έως τον νεοελληνικό, όπως τον εννοούμε στην καθημερινότητα της γλώσσας μας, τον κακόβουλο δηλαδή και προκατειλημμένο, εκτείνεται ένας ολόκληρος κόσμος, από το τότε στο τώρα· ένας τόπος με ομαλά σημεία αλλά και με κακοτοπιές. Ο Μαρωνίτης, με τη συστηματική δουλειά ενός ανθρώπου που γνώριζε όσο ελάχιστοι και την αρχαία και τη νεοελληνική λογοτεχνική-γραμματειακή παραγωγή, ανέδειξε τα ομαλά σημεία, υπέδειξε τις κακοτοπιές και επισήμανε ότι οι γέφυρες που μας συνδέουν με τους αρχαίους δεν είναι όλες τους ούτε «αυτονόητες» ούτε γερές. Αυτό βέβαια τον εξέθεσε στη μήνιν όσων λατρεύουν τις «αυταπόδεικτες βεβαιότητες» που κατασκευάζει η κεφαλή τους, όταν μεθάει από λειψή γνώση, καπηλικό πάθος και ιερή οργή κατά του κριτικού λόγου.
Ο προοιμιακός χαρακτηρισμός του Μαρωνίτη ως εμπαθούς δασκάλου απαγορεύει στη βιογραφία να γίνει αγιογραφία. Ο Βαρμάζης μιλάει και με τα λόγια άλλων, συνεργατών και φίλων του Μαρωνίτη, ακριβώς για να υποδείξει τις περιπλοκές και τις συνέπειες της εμπάθειας. «Ο Μαρωνίτης», λέει π.χ. ο Τάσος Χριστίδης, «είναι ένας αφόρητος άνθρωπος. Αιωρείται –σε μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση “ιλίγγου”– μεταξύ ανοδικής υπεροψίας και καθοδικής αστοχίας». Δεν είναι λογοπαίγνιο. Πορτρέτο είναι, ιδιαίτερα παραστατικό. Παραστατική είναι και η προσωπογραφία του Μαρωνίτη που παραδίδει το βιβλίο του Νίκου Βαρμάζη, χάρη στα ευρήματα της έρευνάς του για τις τέσσερις ιδιότητες του βιογραφούμενου. Ευρήματα επεξεργασμένα στην πρέπουσα συναισθηματική θερμοκρασία και ενταγμένα σε διαυγή αφηγηματική ακολουθία.
Από τους τραγικούς ο Μαρωνίτης μετέφρασε μόνο Σοφοκλή: «Οιδίπους επί Κολωνώ», «Αίας», «Αντιγόνη». Τον Ιούλιο του 2015 είδαμε δίπλα δίπλα την παράσταση του «Αίαντα» στον Βύρωνα, σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Η κουβέντα πήγε στη μεταθανάτια ποιητική αποκατάσταση του ήρωα, όπως τη διακόνησαν τέσσερα αδέσποτα επιδεικτικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Στη μνήμη του Δ.Ν. Μαρωνίτη, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, μεταφράζω εδώ το Θ΄ 215, που έχει τον υπότιτλο «Στην ασπίδα του Αχιλλέα, που την πήρε ο Οδυσσέας παραγκωνίζοντας τον Αίαντα»: «Την ασπίδα του Αχιλλέα, που το αίμα του Εκτορα ήπιε, / οι Ελληνες στον γιο του Λαέρτη την έδωσαν, το άδικο αποφασίζοντας. / Ναυαγεί ο Οδυσσέας. Κι η θάλασσα του αποσπά την ασπίδα, / την ταξιδεύει, στου Αίαντα την αποθέτει το μνήμα. Οχι στην Ιθάκη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου