Μετάφραση από τα Ρωσικά: Βασίλης Μακρίδης
Ο οικονομικός και πολιτικός επεκτατισμός υπήρχαν ουσιαστικά καθόλη την ιστορία της Ανθρωπότητας. Ως ένα σύγχρονο ενδιαφέρον παράδειγμα μπορούμε να διερευνήσουμε τον επεκτατισμό στις χώρες της Αφρικής από την πλευρά της Ευρώπης και τον ΗΠΑ μέσω συγκεκριμένων (μεγάλων) εταιρειών και να επισημάνουμε τις συνέπειες για τις χώρες και τους λαούς της Αφρικής.
Η Αφρική είναι η δεύτερη σε έκταση ήπειρος μετά την Ευρασία. Το εμβαδό της είναι 29,2 εκατ. τετρ. χλμ. (χωρίς τα νησιά). Ο πληθυσμός της φτάνει το 1 δισεκ. κατοίκους, μοιρασμένους σε 55 κράτη. Τα αποθέματα φυσικών πόρων είναι τεράστια – κοιτάσματα μαγγανίου, χρωμίου, βωξίτη, κοβαλτίου και χαλκού, χρυσός, διαμάντια, πετρέλαιο, φυσικό αέριο… Όλα αυτά «προκαλούν» τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες και τις πιο προηγμένες χώρες του κόσμου να εισβάλουν στην ήπειρο. Σήμερα οι πολυεθνικές εταιρείες διαθέτουν τέτοιες δυνατότητες, ώστε η παραγωγή τους να αποτελεί απειλή για την οικολογία όλου του πλανήτη. Κατά κανόνα, οι δαπάνες τους για τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας είναι υπερβολικά μεγάλες, γι’ αυτό και πολλά είδη παραγωγής τα μεταφέρουν σε χώρες του τρίτου κόσμου.
Έχοντας εγκατασταθεί για τα καλά στην Αφρική, οι πολυεθνικές εταιρείες συμπιέζουν με την ισχύ τους τις τοπικές εταιρείες, καθορίζουν μονοπωλιακές τιμές, παραβιάζουν τους νόμους των κρατών, αποσταθεροποιούν την αγορά εργασίας, προκαλούν εκροή κεφαλαίων και παρεμβαίνουν στην τρέχουσα οικονομική και πολιτική πορεία των χωρών. Το τελευταίο συχνά οδηγεί σε απόπειρες πραξικοπημάτων.
Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα αποτελεί η ολλανδική εταιρεία Royal Dutch Shell, (με πλήθος θυγατρικών εταιρειών, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε 23 χώρες της Αφρικής. Έτσι λοιπόν, στη Νιγηρία η εταιρεία αυτή εμφανίστηκε το 1937, λαμβάνοντας το δικαίωμα για εξορύξεις πετρελαίου. Ήδη από το 1977 δημιουργήθηκε η Νιγηριανή Πετρελαϊκή Εταιρεία (NPC), με μισθούς πείνας για τους εργαζομένους της και εμπλεκόμενη διαρκώς σε υποθέσεις δωροδοκίας.
Το Μάιο του 2008 η αμερικανική εταιρεία Willbros Group Incστο πρόσωπο του top manager Τζιμ Μπομπ Μπράουν και του συμβούλου Τζέισον Έντουαρντ Στεφ, παραδέχθηκε ότι κατέβαλε για δωροδοκίες ποσό $6,3 εκατ. σε στελέχη της NPC και της θυγατρικής της εταιρείας NAPIMS ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια στη λήψη και διατήρηση συμβολαίων για έργα στο Ανατολικό Σύστημα Αποθήκευσης Αερίου (EGGS). Για να πειστούν ότι η Willbros πήρε το συγκεκριμένο συμβόλαιο, ο Τζιμ Μπομπ Μπράουν και ο Τζέισον Έντουαρντ Στεφ μοίρασαν χρήματα σε Νιγηριανούς αξιωματούχους. Τα χρήματα βρίσκονταν μέσα σε μια βαλίτσα: 1 εκατ. δολάρια σε μετρητά.
Άλλο παράδειγμα αποτελεί η Nigeria LNG Limited, που ιδρύθηκε το 1989 για την παραγωγή και μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου προς εξαγωγή. Μόνο μέσα σε λίγα χρόνια έδωσαν για δωροδοκίες σε τοπικούς κρατικούς παράγοντες ποσό ύψους 6 δισεκ. δολαρίων ΗΠΑ.
Συνήθως, κατά την υλοποίηση μεγάλων έργων, βασικός όρος για τη χορήγηση δανείων προς ένα κράτος για την κατασκευή τους μέσω κοινοπραξίας, είναι ότι όλες τις εργασίες θα πρέπει να τις πραγματοποιεί εταιρεία ή ομάδα εταιρειών από τη χώρα του δανειστή. Με αυτόν τον τρόπο το μεγαλύτερο μέρος των χρηματικών πόρων παραμένει εντός της δανείστριας χώρας. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών, οι οποίες θα έπρεπε, δήθεν, να οδηγήσουν σε μια θετική δυναμική ανάπτυξης της οικονομίας της (δανειζόμενης) χώρας, είναι ότι τα επιτόκια με τα οποία οι δανειστές χορηγούν τα συγκεκριμένα δάνεια γίνονται με τον χρόνο τόσο μεγάλα, ώστε μετά από μερικά χρόνια ο οφειλέτης μπορεί να οδηγηθεί σε χρεοκοπία. Όλα τα κέρδη από την εξόρυξη φυσικών πόρων (ή το μεγαλύτερο μέρος τους) πηγαίνει για την απόσβεση του εξωτερικού χρέους.
Η Αφρική είναι η δεύτερη σε έκταση ήπειρος μετά την Ευρασία. Το εμβαδό της είναι 29,2 εκατ. τετρ. χλμ. (χωρίς τα νησιά). Ο πληθυσμός της φτάνει το 1 δισεκ. κατοίκους, μοιρασμένους σε 55 κράτη. Τα αποθέματα φυσικών πόρων είναι τεράστια – κοιτάσματα μαγγανίου, χρωμίου, βωξίτη, κοβαλτίου και χαλκού, χρυσός, διαμάντια, πετρέλαιο, φυσικό αέριο… Όλα αυτά «προκαλούν» τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες και τις πιο προηγμένες χώρες του κόσμου να εισβάλουν στην ήπειρο. Σήμερα οι πολυεθνικές εταιρείες διαθέτουν τέτοιες δυνατότητες, ώστε η παραγωγή τους να αποτελεί απειλή για την οικολογία όλου του πλανήτη. Κατά κανόνα, οι δαπάνες τους για τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας είναι υπερβολικά μεγάλες, γι’ αυτό και πολλά είδη παραγωγής τα μεταφέρουν σε χώρες του τρίτου κόσμου.
Έχοντας εγκατασταθεί για τα καλά στην Αφρική, οι πολυεθνικές εταιρείες συμπιέζουν με την ισχύ τους τις τοπικές εταιρείες, καθορίζουν μονοπωλιακές τιμές, παραβιάζουν τους νόμους των κρατών, αποσταθεροποιούν την αγορά εργασίας, προκαλούν εκροή κεφαλαίων και παρεμβαίνουν στην τρέχουσα οικονομική και πολιτική πορεία των χωρών. Το τελευταίο συχνά οδηγεί σε απόπειρες πραξικοπημάτων.
Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα αποτελεί η ολλανδική εταιρεία Royal Dutch Shell, (με πλήθος θυγατρικών εταιρειών, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε 23 χώρες της Αφρικής. Έτσι λοιπόν, στη Νιγηρία η εταιρεία αυτή εμφανίστηκε το 1937, λαμβάνοντας το δικαίωμα για εξορύξεις πετρελαίου. Ήδη από το 1977 δημιουργήθηκε η Νιγηριανή Πετρελαϊκή Εταιρεία (NPC), με μισθούς πείνας για τους εργαζομένους της και εμπλεκόμενη διαρκώς σε υποθέσεις δωροδοκίας.
Το Μάιο του 2008 η αμερικανική εταιρεία Willbros Group Incστο πρόσωπο του top manager Τζιμ Μπομπ Μπράουν και του συμβούλου Τζέισον Έντουαρντ Στεφ, παραδέχθηκε ότι κατέβαλε για δωροδοκίες ποσό $6,3 εκατ. σε στελέχη της NPC και της θυγατρικής της εταιρείας NAPIMS ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια στη λήψη και διατήρηση συμβολαίων για έργα στο Ανατολικό Σύστημα Αποθήκευσης Αερίου (EGGS). Για να πειστούν ότι η Willbros πήρε το συγκεκριμένο συμβόλαιο, ο Τζιμ Μπομπ Μπράουν και ο Τζέισον Έντουαρντ Στεφ μοίρασαν χρήματα σε Νιγηριανούς αξιωματούχους. Τα χρήματα βρίσκονταν μέσα σε μια βαλίτσα: 1 εκατ. δολάρια σε μετρητά.
Άλλο παράδειγμα αποτελεί η Nigeria LNG Limited, που ιδρύθηκε το 1989 για την παραγωγή και μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου προς εξαγωγή. Μόνο μέσα σε λίγα χρόνια έδωσαν για δωροδοκίες σε τοπικούς κρατικούς παράγοντες ποσό ύψους 6 δισεκ. δολαρίων ΗΠΑ.
Συνήθως, κατά την υλοποίηση μεγάλων έργων, βασικός όρος για τη χορήγηση δανείων προς ένα κράτος για την κατασκευή τους μέσω κοινοπραξίας, είναι ότι όλες τις εργασίες θα πρέπει να τις πραγματοποιεί εταιρεία ή ομάδα εταιρειών από τη χώρα του δανειστή. Με αυτόν τον τρόπο το μεγαλύτερο μέρος των χρηματικών πόρων παραμένει εντός της δανείστριας χώρας. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών, οι οποίες θα έπρεπε, δήθεν, να οδηγήσουν σε μια θετική δυναμική ανάπτυξης της οικονομίας της (δανειζόμενης) χώρας, είναι ότι τα επιτόκια με τα οποία οι δανειστές χορηγούν τα συγκεκριμένα δάνεια γίνονται με τον χρόνο τόσο μεγάλα, ώστε μετά από μερικά χρόνια ο οφειλέτης μπορεί να οδηγηθεί σε χρεοκοπία. Όλα τα κέρδη από την εξόρυξη φυσικών πόρων (ή το μεγαλύτερο μέρος τους) πηγαίνει για την απόσβεση του εξωτερικού χρέους.
Το 1990 συνέβη η πρώτη σύγκρουση του τοπικού πληθυσμού με τις ξένες εταιρείες στο Δέλτα του ποταμού Νίγηρα, όταν δημιουργήθηκε το κοινωνικό κίνημα για τη διάσωση του λαού Ογκόνι, γνωστό με τα αρχικά MOSOP (ιδρυτής: Κεν Σάρο-Βιβα). Στη σύγκρουση μεταφέρθηκε ο αγώνας για την κοινωνική, οικονομική και οικολογική δικαιοσύνη στο Δέλτα του Νίγηρα, στη Νιγηρία. Οι κοινότητες που κατοικούσαν στο Δέλτα του Νίγηρα, οι οποίες στήριζαν την οικονομία τους στην αγροτική οικονομία και στην αλιεία, είδαν ότι η κατάληψη της γης τους από τις πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες οδηγεί την κατάσταση του περιβάλλοντος σε καταστροφική επιδείνωση. Η γη του λαού Ογκόνι καταστράφηκε εντελώς, ως αποτέλεσμα των εργασιών ανίχνευσης κοιτασμάτων πετρελαίου. Τα πετρελαϊκά απόβλητα, οι διαρροές, οι πετρελαιοκηλίδες και η συνολική ρύπανση του περιβάλλοντος συνοδεύουν την ανίχνευση πετρελαίου. Οι πετρελαϊκές εταιρείες έκαιγαν φυσικό αέριο στη Νιγηρία κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών, προκαλώντας όξινες βροχές. Η περιοχή που κάποτε ήταν ο σιτοβολώνας του Δέλτα, τώρα έγινε εντελώς άγονη. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος αποτέλεσε φονικό όπλο στον πόλεμο εναντίον του τοπικού λαού Ογκόνι. Το 1993 η Shell έφυγε από την Ogoniland, αφήνοντας πίσω της ένα δίκτυο αμέτρητων πετρελαιαγωγών στο Δέλτα του Νίγηρα.
Το 2008 και το 2009 συνέβησαν δύο μεγάλης έκτασης διαρροές πετρελαίου από τους αγωγούς της εταιρείας στην κοινότητα Μπόντο στην Ogoni land. Τα δύο αυτά ατυχήματα επέφεραν τεράστιο πλήγμα στο τοπικό οικοσύστημα και στέρησαν από τον τοπικό πληθυσμό, ο οποίος εξαρτιόταν από την αλιεία και τη γεωργία, τα βασικά μέσα επιβίωσης. Ήδη από το 2000, με την ανάπτυξη της παραγωγής και εξόρυξης πετρελαιοειδών, στη χώρα μειώθηκε η ετήσια παραγωγή προϊόντων, τροφίμων και μη. Η παραγωγή κακάο, για παράδειγμα, μειώθηκε κατά 43%. Η παραγωγή καουτσούκ μειώθηκε κατά 29%, βαμβακιού κατά 65%, αραχίδων κατά 64%. Η μείωση αυτή οφείλεται (και) στο γεγονός, ότι πολλοί εξειδικευμένοι και καλά αμειβόμενοι Νιγηριανοί προσλήφθηκαν από τις πετρελαϊκές εταιρείες, ενώ η πλειονότητα των Νιγηριανών και ειδικότερα ο πληθυσμός των Πολιτειών του Δέλτα του Νίγηρα και του Ακραίου Βορρά είχε οδηγηθεί σε φτωχοποίηση ήδη από τη δεκαετία του ’60.
Όλα τα παραπάνω γεγονότα μαρτυρούν ότι η πολιτική εξουσία είναι συγκεντρωμένη αποκλειστικά στα χέρια της κονωνικο-οικονομικής ελίτ. Η έντονη παρουσία της Shell έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απουσία δημοκρατίας στη Νιγηρία, στην καταστροφή του περιβάλλοντος, στη δημιουργία συμμοριών. Η χώρα έφτασε να εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από το πετρέλαιο, ως αποτέλεσμα της ισχυρής μονοπωλιακής στασιμότητας στην οικονομία της.
Το 2014 η εταιρεία Royal Dutch Shell υπέγραψε με τη νιγηριανή Talevaras Group συμφωνία πώλησης του παραγωγικού πετρελαϊκού μπλοκ της Νιγηρίας. Κατά την εκδοχή των ΜΜΕ ο λόγος της πώλησης ήταν η συνεχής διαρροή πετρελαίου, ως αποτέλεσμα της παράνομης εξόρυξής του. Μεγάλο ρόλο στην πώληση των εγκαταστάσεων αυτών παίζει η πολιτική της κυβέρνησης της Νιγηρίας. Η συμφωνία θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα για την αποχώρηση της Shell από μια περιοχή, όπου ως αποτέλεσμα της παρουσίας της παρατηρήθηκε ένα πλήθος προβλημάτων. Από πολιτικής άποψης η συγκεκριμένη συμφωνία μαρτυρά ότι η κυβέρνηση της Νιγηρίας επιδιώκει να μεταβιβάσει την επίγεια εξόρυξη σε τοπικές πετρελαϊκές εταιρείες, ενώ οι πολυεθνικές θα διατηρήσουν τα πιο δύσκολα και κοστοβόρα υποθαλάσσια έργα. Έτσι λοιπόν η τοπική ενεργειακή εταιρεία Oando εξαγόρασε τις εγκαταστάσεις που είχε στην περιοχή η Conoco Philips (ΗΠΑ), ενώ πραγματοποιούνται συνομιλίες για την εξαγορά των εγκαταστάσεων της εταιρείας Chevron (ΗΠΑ).
Στο παράδειγμα της Νιγηρίας γίνεται φανερό, ότι η παρουσία των πολυεθνικών εταιρειών άσκησε αρνητική επίδραση στην οικονομία και στη ζωή της χώρας. Με σκοπό την προστασία της οικονομίας, της οικολογίας, των ελευθεριών και των συμφερόντων των πολιτών, το κράτος πρέπει να επεξεργαστεί μεθόδους και νόμους (ή/και να επιφέρει τροποποιήσεις στο ισχύον νομικό πλαίσιο) που θα θέτουν αυστηρούς όρους στη δραστηριότητα των πολυεθνικών στην επικράτεια της χώρας. Μεταξύ αυτών θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει την επεξεργασία νόμων και κανονιστικών διατάξεων που θα εμποδίζουν το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος και θα διασφαλίζουν τη διαφάνεια σε κάθε είδους εμπορικές συμφωνίες, τη δημιουργία κοινοπραξιών με κρατικές εταιρείες, όπως και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των πολυεθνικών εταιρειών στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας, τη δημιουργία εθνικών κωδίκων και τον αυστηρό περιβαλλοντικό έλεγχο. Εκτός αυτού, έχοντας υπόψη την αρνητική εμπειρία από την από την από κοινού δράση με τις ΗΠΑ στο πρόσωπο των πολυεθνικών εταιρειών, έχει νόημα για τις κυβερνήσεις των αφρικανικών χωρών να επανεξετάσουν τις προτεραιότητες της εξωτερικής τους πολιτικής και να αναπτύξουν σχέσεις με εκείνες τις χώρες, οι οποίες έχουν στόχο τις σχέσεις πραγματικής συνεργασίας, που σέβονται τα συμφέροντα των εταίρων τους και οικοδομούν τις οικονομικές τους συνεργασίες πάνω στις αρχές της ισότητας και της διαφάνειας.
*Ο Ντμίτρι (Δημήτρης) Κερασίδης είναι Ρώσος, ελληνικής καταγωγής, δημοσιογράφος, μπλόγκερ και θρησκειολόγος.
Το 2008 και το 2009 συνέβησαν δύο μεγάλης έκτασης διαρροές πετρελαίου από τους αγωγούς της εταιρείας στην κοινότητα Μπόντο στην Ogoni land. Τα δύο αυτά ατυχήματα επέφεραν τεράστιο πλήγμα στο τοπικό οικοσύστημα και στέρησαν από τον τοπικό πληθυσμό, ο οποίος εξαρτιόταν από την αλιεία και τη γεωργία, τα βασικά μέσα επιβίωσης. Ήδη από το 2000, με την ανάπτυξη της παραγωγής και εξόρυξης πετρελαιοειδών, στη χώρα μειώθηκε η ετήσια παραγωγή προϊόντων, τροφίμων και μη. Η παραγωγή κακάο, για παράδειγμα, μειώθηκε κατά 43%. Η παραγωγή καουτσούκ μειώθηκε κατά 29%, βαμβακιού κατά 65%, αραχίδων κατά 64%. Η μείωση αυτή οφείλεται (και) στο γεγονός, ότι πολλοί εξειδικευμένοι και καλά αμειβόμενοι Νιγηριανοί προσλήφθηκαν από τις πετρελαϊκές εταιρείες, ενώ η πλειονότητα των Νιγηριανών και ειδικότερα ο πληθυσμός των Πολιτειών του Δέλτα του Νίγηρα και του Ακραίου Βορρά είχε οδηγηθεί σε φτωχοποίηση ήδη από τη δεκαετία του ’60.
Όλα τα παραπάνω γεγονότα μαρτυρούν ότι η πολιτική εξουσία είναι συγκεντρωμένη αποκλειστικά στα χέρια της κονωνικο-οικονομικής ελίτ. Η έντονη παρουσία της Shell έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απουσία δημοκρατίας στη Νιγηρία, στην καταστροφή του περιβάλλοντος, στη δημιουργία συμμοριών. Η χώρα έφτασε να εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από το πετρέλαιο, ως αποτέλεσμα της ισχυρής μονοπωλιακής στασιμότητας στην οικονομία της.
Το 2014 η εταιρεία Royal Dutch Shell υπέγραψε με τη νιγηριανή Talevaras Group συμφωνία πώλησης του παραγωγικού πετρελαϊκού μπλοκ της Νιγηρίας. Κατά την εκδοχή των ΜΜΕ ο λόγος της πώλησης ήταν η συνεχής διαρροή πετρελαίου, ως αποτέλεσμα της παράνομης εξόρυξής του. Μεγάλο ρόλο στην πώληση των εγκαταστάσεων αυτών παίζει η πολιτική της κυβέρνησης της Νιγηρίας. Η συμφωνία θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα για την αποχώρηση της Shell από μια περιοχή, όπου ως αποτέλεσμα της παρουσίας της παρατηρήθηκε ένα πλήθος προβλημάτων. Από πολιτικής άποψης η συγκεκριμένη συμφωνία μαρτυρά ότι η κυβέρνηση της Νιγηρίας επιδιώκει να μεταβιβάσει την επίγεια εξόρυξη σε τοπικές πετρελαϊκές εταιρείες, ενώ οι πολυεθνικές θα διατηρήσουν τα πιο δύσκολα και κοστοβόρα υποθαλάσσια έργα. Έτσι λοιπόν η τοπική ενεργειακή εταιρεία Oando εξαγόρασε τις εγκαταστάσεις που είχε στην περιοχή η Conoco Philips (ΗΠΑ), ενώ πραγματοποιούνται συνομιλίες για την εξαγορά των εγκαταστάσεων της εταιρείας Chevron (ΗΠΑ).
Στο παράδειγμα της Νιγηρίας γίνεται φανερό, ότι η παρουσία των πολυεθνικών εταιρειών άσκησε αρνητική επίδραση στην οικονομία και στη ζωή της χώρας. Με σκοπό την προστασία της οικονομίας, της οικολογίας, των ελευθεριών και των συμφερόντων των πολιτών, το κράτος πρέπει να επεξεργαστεί μεθόδους και νόμους (ή/και να επιφέρει τροποποιήσεις στο ισχύον νομικό πλαίσιο) που θα θέτουν αυστηρούς όρους στη δραστηριότητα των πολυεθνικών στην επικράτεια της χώρας. Μεταξύ αυτών θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει την επεξεργασία νόμων και κανονιστικών διατάξεων που θα εμποδίζουν το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος και θα διασφαλίζουν τη διαφάνεια σε κάθε είδους εμπορικές συμφωνίες, τη δημιουργία κοινοπραξιών με κρατικές εταιρείες, όπως και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των πολυεθνικών εταιρειών στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας, τη δημιουργία εθνικών κωδίκων και τον αυστηρό περιβαλλοντικό έλεγχο. Εκτός αυτού, έχοντας υπόψη την αρνητική εμπειρία από την από την από κοινού δράση με τις ΗΠΑ στο πρόσωπο των πολυεθνικών εταιρειών, έχει νόημα για τις κυβερνήσεις των αφρικανικών χωρών να επανεξετάσουν τις προτεραιότητες της εξωτερικής τους πολιτικής και να αναπτύξουν σχέσεις με εκείνες τις χώρες, οι οποίες έχουν στόχο τις σχέσεις πραγματικής συνεργασίας, που σέβονται τα συμφέροντα των εταίρων τους και οικοδομούν τις οικονομικές τους συνεργασίες πάνω στις αρχές της ισότητας και της διαφάνειας.
*Ο Ντμίτρι (Δημήτρης) Κερασίδης είναι Ρώσος, ελληνικής καταγωγής, δημοσιογράφος, μπλόγκερ και θρησκειολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου