Το ζήτημα που βρίσκεται τις τελευταίες μέρες στο επίκεντρο της συζήτησης έχει δύο όψεις, τη φορμαλιστική και την πολιτική.
Ηλίας Νικολακόπουλος*
Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα πέντε χρόνια από το Σύνταγμα του 1975, στο οποίο συμπεριελήφθη για πρώτη φορά διάταξη που αφορούσε την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος «υπό των εκτός Επικρατείας ευρισκομένων εκλογέων», περισσότερο ως ευχή για μελλοντική ρύθμιση.
Εκτοτε το ζήτημα παρέμεινε σε εκκρεμότητα, αφού ούτε οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. ούτε του ΠΑΣΟΚ ανέλαβαν την ενεργοποίηση της σχετικής συνταγματικής πρόβλεψης, για διαφορετικούς κατά περίπτωση λόγους. Απλώς, στη συνταγματική αναθεώρηση του 2011 διευκρινίστηκε ότι ο σχετικός νόμος για την ψήφο των εκτός επικρατείας θα πρέπει να υπερψηφιστεί από τουλάχιστον 200 βουλευτές.
Στα χρόνια που ακολούθησαν άρχισαν να πυκνώνουν οι (κατά κανόνα αποσπασματικές) αναφορές για την ανάγκη διαμόρφωσης του απαραίτητου θεσμικού πλαισίου, περισσότερο για λόγους πολιτικής ρητορείας και χωρίς συγκεκριμένες εξειδικεύσεις.
Μόνον το φθινόπωρο του 2018 η κυβέρνηση ανέλαβε την πρωτοβουλία να συγκροτήσει ειδική επιστημονική επιτροπή, υπό την προεδρία του τότε γενικού γραμματέα του υπ. Εσωτερικών Κ. Πουλάκη, για την επεξεργασία μιας ολοκληρωμένης νομοθετικής πρότασης για την ψήφο των εκτός επικρατείας.
Στην πρόταση αυτή αντιμετωπίστηκαν με λεπτομέρεια και διατυπώθηκαν με μορφή νομοσχεδίου όλες οι διαδικαστικές και τεχνικές όψεις του ζητήματος (εγγραφή σε ειδικούς εκλογικούς καταλόγους, αυτοπρόσωπη συμμετοχή στην ψηφοφορία, συγκρότηση εκλογικών τμημάτων κ.λπ.).
Προβλέφθηκε επίσης ότι οι εκτός επικρατείας εκλογείς θα ψηφίζουν για κόμματα που διαθέτουν συνδυασμό για βουλευτές Επικρατείας και ότι θα εκλέγουν συνολικά 3 έως 12 βουλευτές, ανάλογα με τον αριθμό των εγγεγραμμένων στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους ψηφοφόρων εξωτερικού. Για όλα αυτά τα ζητήματα η γνώμη της επιτροπής υπήρξε ομόφωνη.
Το μόνο σημείο στο οποίο υπήρξε διχογνωμία ήταν αν το συνολικό αποτέλεσμα της ψήφου των εκτός επικρατείας θα έπρεπε να συναθροιστεί με το συνολικό αποτέλεσμα της ψήφου των εντός επικρατείας για την εξαγωγή του τελικού αποτελέσματος. Το ζήτημα αυτό, που βρίσκεται τις τελευταίες μέρες στο επίκεντρο της συζήτησης, έχει όμως δύο όψεις, τη φορμαλιστική και την πολιτική.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της φορμαλιστικής προσέγγισης του ζητήματος, αν η ψήφος των εκτός επικρατείας δεν συνυπολογιστεί για την εξαγωγή του τελικού αποτελέσματος, η διαφοροποίηση αυτή θα οδηγούσε σε αντισυνταγματική διάκριση των εκλογέων σε δύο κατηγορίες. Σε πρόσφατη μάλιστα αρθρογραφία γίνεται αναφορά σε «μισή ψήφο» καθώς και μια τελείως παραπλανητική ιστορική σύγκριση με τη διάκριση «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων» στην Εθνοσυνέλευση του 1843.
Η πολιτική προσέγγιση του ζητήματος βασίζεται στη διεθνή εμπειρία, ιδιαίτερα για χώρες με απροσδιόριστο αριθμητικά μέγεθος διασποράς (όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία,) όπου η εκπροσώπηση των εκτός επικρατείας υλοποιείται με την εκλογή των δικών τους αντιπροσώπων, οι οποίοι συμμετέχουν ισότιμα στις εργασίες της Βουλής.
Στην ελληνική περίπτωση, το ζήτημα αποκτά μάλιστα μια ιδιαίτερα κρίσιμη διάσταση γιατί είναι άμεσα συνυφασμένο με τη λειτουργία του εκλογικού νόμου. Ο εκλογικός νόμος που εφαρμόστηκε από το 2007 έως και το 2019 έχει τη διεθνώς πρωτοφανή ιδιαιτερότητα ότι το πρώτο σε ψήφους κόμμα καταλαμβάνει ένα μπόνους εδρών (αρχικά 40, στη συνέχεια 50), ρύθμιση που δεν υπήρχε προηγουμένως σε κανένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, από το 1958 έως και το 2004. Και φυσικά δεν υπάρχει παγκοσμίως σε κανένα άλλο εκλογικό σύστημα.
Η ύπαρξη του μπόνους των 50 εδρών και η πλειοψηφική λειτουργία την οποία εισάγει έχουν οδηγήσει σε εντυπωσιακές στρεβλώσεις της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Τον Μάιο του 2012, π.χ., η Ν.Δ. με εθνικό ποσοστό μόλις 18,9% συγκέντρωσε το 36% των εδρών, ενώ ιδιαίτερα στα Χανιά, όπου ήταν πέμπτο κόμμα με 8,4%, εξασφάλισε τις 3 από τις 4 έδρες του νομού. Αλλά στην Ξάνθη τον Σεπτέμβριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ με 49,2% απέσπασε και τις 3 έδρες του νομού, αφήνοντας τη Ν.Δ. χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, παρ’ όλο που είχε συγκεντρώσει τοπικά το 24,3%.
Οι στρεβλώσεις αυτές εξαλείφονται βέβαια με την εφαρμογή ενός αμιγώς αναλογικού συστήματος, αλλά ακόμη και ενός συστήματος ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο όμως δεν προβλέπει εκ των προτέρων την ύπαρξη μπόνους. Αντίθετα, αν ο νέος εκλογικός νόμος τον οποίο θα προτείνει η κυβέρνηση προβλέπει την ύπαρξη μπόνους (προκαθορισμένου ή κλιμακωτού) για το πρώτο κόμμα, τότε ο συνυπολογισμός της ψήφου των εκτός επικρατείας για τον προσδιορισμό του συνολικού αποτελέσματος και επομένως του πρώτου κόμματος μπορεί να αποτελέσει νάρκη στη λειτουργία του πολιτεύματος.
Βέβαια μια νάρκη δεν εκρήγνυται πάντα. Προϋποθέτει την ύπαρξη ενός οριακού αποτελέσματος, το οποίο θα αντιστραφεί με την ψήφο των εκτός επικρατείας. Σε μια τέτοια όμως περίπτωση θα παραμορφωθεί η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε δεκάδες εκλογικές περιφέρειες από μια ψήφο που δεν θα έχει καμία συνάφεια με την τοπική κοινωνία. Πυροδοτώντας έτσι μια σύγκρουση «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων» και κυρίως μια αμφισβήτηση της ίδιας της εκλογικής διαδικασίας.
Η παρέμβαση του ΚΚΕ στη συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συγκλίνει με την πρόταση της Ν.Δ., ώστε να συναριθμείται η ψήφος των εκτός επικρατείας για τη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος, αφού, έτσι κι αλλιώς, για το ΚΚΕ είναι παντελώς αδιάφορο ποιο κόμμα (η Ν.Δ. ή ο ΣΥΡΙΖΑ) θα καρπωθεί ένα ενδεχόμενο μπόνους για το πρώτο κόμμα. Υπό την έννοια αυτή δεν απαντά στο κρίσιμο ερώτημα που αφορά τη σχέση της ψήφου των εκτός επικρατείας με το εκλογικό σύστημα.
Ομως οι περιορισμοί που θέτει για το εκλογικό σώμα των εκτός επικρατείας που δικαιούνται τη σχετική διευκόλυνση για τη συμμετοχή τους στην ψηφοφορία (να λείπουν λιγότερα από 30 χρόνια από την Ελλάδα και την κατοχή ΑΦΜ, με πιθανή εναλλακτική προσθήκη να έχουν διαβιώσει κάποια χρόνια στην Ελλάδα) αποτρέπουν μια ριζική αλλοίωση του συνολικού εκλογικού σώματος, εκπεφρασμένο στόχο όσων αναζητούν θεσμικές παρεμβάσεις ώστε να αποτρέψουν στο μέλλον μια επάνοδο της Αριστεράς στην εξουσία. Μπορεί επομένως να προσφέρει μια βάση συναίνεσης για την υλοποίηση της εδώ και 45 χρόνια διατυπωμένης συνταγματικής ευχής.
*ο Ηλίας Νικολακόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου