Ο Κώστας Σημίτης δεν μιλάει συχνά. Αλλά γράφει συχνά άρθρα κι βιβλία και υπερασπίζεται την πολιτική που εφάρμοσε ως πρωθυπουργός. Αντίθετα, ο Κώστας Καραμανλής ούτε μιλάει ούτε γράφει. Και σπανίως υπερασπίζεται την πολιτική του, μόνο όταν αυτή... αμφισβητηθεί από την αντίπαλη παράταξη.
Ετσι συνέβη και αυτή τη φορά. Ο κ. Σημίτης έγραψε ένα άρθρο (στα «Νέα»), στο οποίο υπερασπίστηκε την πολιτική του έναντι της Τουρκίας. Και επέκρινε τις κυβερνήσεις Καραμανλή για αδράνεια, γεγονός που επέτρεψε στην Τουρκία να βγει από τη δύσκολη θέση, στην οποία είχε οδηγηθεί στο τέλος της δεκαετίας του ’90 με τις ενεργές παρεμβάσεις της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο κ. Καραμανλής αυτή τη φορά δεν ανέθεσε σε τρίτους την απάντηση, το έκανε με προσωπική του δήλωση, υποστηρίζοντας ότι οι επιλογές του προκατόχου του ήταν εθνικά επιζήμιες, γι’ αυτό και δεν τις συνέχισε.
Το θέμα είναι σύνθετο και πολύπλοκο και μάλλον δύσκολο για τον μέσο αναγνώστη. Πάντως, όποιος θέλει να μάθει τι είπαν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί ας διαβάσει εδώ και εδώ.
Πίσω από αυτές τις δηλώσεις υπάρχει η διαφορά αντιλήψεων για την στάση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Υπάρχουν δυο σχολές σκέψεις και στην πολιτική και στη διπλωματία. Η πρώτη λέει ότι η Ελλάδα πρέπει να επιδιώκει να λύσει τις διαφορές της με τη γειτονική χώρα, διότι η τελμάτωση δεν τη συμφέρει. Η δεύτερη θεωρεί ότι δεν υπάρχουν περιθώρια επίλυσης, διότι κάθε τέτοια απόπειρα θα αποβεί σε βάρος της Ελλάδας.
Ο κ. Σημίτης θεωρεί ότι τότε(στη δεκαετία του 2000) η Τουρκία ήταν στριμωγμένη και επικαλείται ως απόδειξη το γεγονός ότι επετεύχθη η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, παρά τη σφοδρή αντίδραση της Τουρκίας. Και τονίζει ότι η σχέση της Τουρκίας με την Ε.Ε δεν θα προχωρούσε, αν η γειτονική χώρα δεν δεχόταν να λύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Γι’ αυτό κατηγορεί τον διάδοχό του ότι αδράνησε μη συνεχίζοντας αυτήν την πολιτική.
Στον αντίποδα, ο κ. Καραμανλής επιβεβαιώνει ότι επέλεξε να μην ακολουθήσει αυτήν την πολιτική, επειδή θα επέβαινε σε βάρος της Ελλάδας, αν δεχόταν να οδηγηθούν στη Χάγη θέματα που άπτονται της κυριαρχίας της χώρας.
Εχουν καμιά σχέση όλα αυτά με τη σημερινή κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Αν δούμε το θέμα ως διαμάχη δύο πρώην, προφανώς θα παρακαμφθεί η ουσία και θα πέσουμε στην εύκολη ερμηνεία για σύγκρουση σημιτικών-καραμανλικών. Ποια είναι η ουσία και πότε μπορεί να κληθούν οι σημερινοί να την αντιμετωπίσουν;
Μόνο αν η Τουρκία δεχτεί να διευθετήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα μέσω της Χάγης. Aν συμβεί αυτό, τότε το πρόβλημα αυτομάτως θα μεταφερθεί στην Αθήνα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ταχθεί υπέρ της Χάγης, δείχνοντας ότι μάλλον κλίνει υπέρ των θέσεων Σημίτη παρά Καραμανλή. Όμως, θα έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα από το εσωτερικό της ΝΔ. Ήδη ο Αντώνης Σαμαράς έχει ταχθεί εναντίον της Χάγης για οποιοδήποτε θέμα.
Όλα αυτά είναι υποθετικά. Δεν θα είναι, αν-επαναλαμβάνουμε- ο Ερντογάν κάνει την έκπληξη και αποδεχθεί την προσφυγή στη Χάγη. Τότε ο(όποιος) Ελληνας πρωθυπουργός θα βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Και θα είχε ενδιαφέρον θα μάθουμε και τη θέση της αντιπολίτευσης. Ειδικά τη θέση του Αλέξη Τσίπρα μεταξύ των θέσεων Σημίτη και Καραμανλή. Γιατί θα είχε ενδιαφέρον; Διότι θα ήταν παράδοξο ο ΣΥΡΙΖΑ να πει «όχι» σε μια απόπειρα να λυθούν τα προβλήματα με την Τουρκία, ενώ η δική του κυβέρνηση τόλμησε να δώσει λύση στο Μακεδονικό με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Συνοψίζουμε: η ανταλλαγή αιχμών μεταξύ Σημίτη-Καραμανλή(σε υψηλό, πάντως, επίπεδο -επιτέλους ας το εξάρουμε)θα ήταν εντελώς αδιάφορη, αν ήταν αντιδικία δύο πρώην. Θα αποκτήσει, όμως, μεγάλο ενδιαφέρον, αν χρειαστεί η χώρα να οδηγήσει τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σε συμφωνία με την Τουρκία. Φαίνεται απίθανο, αλλά ποτέ μη λες ποτέ.
Αν συμβεί, τότε θα έρθει στο προσκήνιο αυτό που είχε πει ο(παλιός) Καραμανλής: «Στην πολιτική υπάρχουν πράγματα που γίνονται, αλλά δεν λέγονται»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου