Ο εικαστικός Ηλίας Παπαηλιάκης μιλάει στο NEWS 24/7 για την μεγάλων διαστάσεων τοιχογραφία του, που εφεξής θα στολίζει την πλατεία Αυδή.
Τατιάνα Καποδίστρια
Από χτες το πρωί, δυο άνθρωποι φιλιούνται δημοσίως στην πλατεία Αυδή στο Μεταξουργείο. Και μπράβο τους, θα πείτε, μέρες αλλόκοτες που ζούμε ένα φιλί, και δη στα χείλια, δεν είναι κι αυτονόητο. Μόνο που αυτοί οι δυο άνθρωποι θα μείνουν έτσι, με τα μάτια κλειστά μετέωροι και εκστατικοί στο κατώφλι του φιλιού, στον αιώνα τον άπαντα. Κάπως σαν εκείνο το παλιό τραγούδι του Λαυρέντη, «στόμα με στόμα κολλημένοι/ μέρες και νύχτες, μήνες, χρόνια»… Και θα τους βλέπει ο κόσμος όλος. Γιατί από χτες αυτό το φιλί στολίζει την πλατεία Αυδή μέσα από μια τοιχογραφία 22 μέτρων, που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Ηλίας Παπαηλιάκης.
Αδρές γραμμές πάνω σε φόντο ώχρας, δυο πρόσωπα ενωμένα στο στόμα, χωρίς (ευτυχώς) να προσδιορίζεται το φύλο των δυο «φιλητών», το εν λόγω έργο ήρθε για να μείνει. Να γίνει τοπόσημο πάνω σε έναν τοίχο της πόλης, να υπενθυμίζει νυχθημερόν στους διαβάτες τα οφέλη της αγκαλιάς, της εγγύτητας, του μοιράσματος που φέρνει ένα φιλί. Θα το ακολουθήσουν κι άλλες τέτοιες μεγάλων διαστάσεων τοιχογραφίες, στο πλαίσιο μιας νέας συνεργασίας του Ιδρύματος Ωνάση με τον Οργανισμό Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων, που σκοπό έχει ακριβώς αυτό: να μετατρέψει τοίχους της πόλης σε υπερμεγέθεις ζωγραφικούς πίνακες.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο Φιλί, δίνοντας τον λόγο στον εικαστικό Ηλία Παπαηλιάκη, που το δημιούργησε.
Τίνος ήταν η πρωτοβουλία για την φιλοτέχνηση του έργου;
Η ιστορία πάει ως εξής: Ο επιμελητής της έκθεσης που κάνω στην Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, ο Χριστόφορος Μαρίνος, όταν μου πρότεινε να κάνουμε την έκθεση και γνωρίζοντας την δουλειά μου, μου είπε «θα κάνεις, όμως, και μια τοιχογραφία». Φαντάστηκα, χωρίς να το ‘χουμε συζητήσει, ότι εννοούσε να κάνω μια τοιχογραφία μέσα στην πινακοθήκη. Εγώ, λοιπόν, του είπα, θα κάνω μια τοιχογραφία αλλά θα την κάνω έξω. «Πολύ ωραία,» μου είπε. Στην συνέχεια, μπήκε στο παιχνίδι η Στέγη [Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση], αφού προφανώς μίλησε ο Χριστόφορος με τους ανθρώπους της, εκείνοι ενθουσιάστηκαν, τους άρεσε πολύ η ιδέα, και είπαν «πες στον Ηλία ότι αναλαμβάνουμε τα έξοδα.» Και κάπως έτσι, έγινε. Και πρέπει να πω, πως πρόκειται για έργο που χωρίς την σπουδαία συνεργασία πολλών και διαφορετικών παραγόντων δεν θα μπορούσε να είχε γίνει. Εγώ, έκανα το καλύτερο που μπορούσα, αλλά μόνος μου δεν θα μπορούσα να το είχα φτιάξει.
Είχατε ξανακάνει έργο τέτοιων διαστάσεων;
Όχι, όχι. Είναι το πρώτο έργο που επιχειρώ σε αυτήν την κλίμακα.
Τι δυσκολίες ενέχει αυτό;
Εκ των υστέρων; (γέλια) Κοιτάξτε, όταν μεγαλώνει η κλίμακα, φαίνονται τα λάθη. Δουλεύω 30 χρόνια, αλλά νομίζω ότι νωρίτερα δεν θα μπορούσα να το είχα κάνει. Τώρα τις συνειδητοποιώ τις δυσκολίες. Όταν τελείωσε και το κοίταξα, και κατάλαβα ποιες είναι οι ισορροπίες που έχουν επιτευχθεί, νομίζω ότι θέλω και δυο βδομάδες διακοπές μετά απ’ αυτό…
Πόσον καιρό σας πήρε;
Έγινε πολύ γρήγορα, μέσα σε τρείς μέρες σκάρτες. Ήταν όλο μια καινούρια εμπειρία. Έπρεπε να γίνει γρήγορα, γιατί δεν μπορεί να κρατήσει πολύ η παραγωγή αυτού του πράγματος –καταλαμβάνουμε δημόσιο χώρο, έχουμε τον γερανό στο πεζοδρόμιο, τέτοια προβλήματα. Ουσιαστικά, δεν προλαβαίνεις ούτε να διορθώσεις, ούτε να ξαναξεκινήσεις, πρέπει να είναι όλο πολύ καλά ρυθμισμένο.
Και η επιλογή του θέματος; Υπέροχο το φιλί, μα διανύουμε μια περίοδο όπου είναι απόλυτα ενοχοποιημένο…
Επιλέξαμε αυτό το θέμα, αυτήν την εικόνα, ακριβώς και μέσα στο κλίμα αυτής της συνθήκης που ζούμε. Η ιδέα για το φιλί ήταν της Αφροδίτης της Παναγιωτάκου [Διευθύντρια Πολιτισμού Επικοινωνίας & Μάρκετινγκ στην Στέγη]. Αρχικά, είχα προτείνει εγώ τέσσερις-πέντε εικόνες που θα μπορούσαν να παίξουνε, όταν, όμως, η Αφροδίτη πρότεινε να κάνουμε το φιλί, συμφωνήσαμε όλοι. Νομίζω, ότι λειτούργησε πάρα πολύ αυτή η ιδέα: ότι είμαστε απομονωμένοι, και ότι θα πρέπει να φτιάξουμε ένα έργο που να ξορκίζει το κακό, που να δείχνει ότι υπάρχει το μετά –όπως υπήρχε και το πριν.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Αθήνα γέμισε γκραφίτι μετά το 2008
Ποια η γνώμη σας για τα γκραφίτι στην Αθήνα; Και δεν εννοώ μόνο του ΙΝΟ, ή του Wild Drawing, που είναι –φαντάζομαι θα συμφωνείτε– καλλιτεχνικά έργα ολκής, αλλά και κάτι μικρά που βλέπεις ξαφνικά σε έναν τοίχο. Πώς τα βλέπετε;
Εμένα με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Είμαι ειδικό κοινό, όμως. Δηλαδή, καταλαβαίνω πολύ καλά τους ανθρώπους οι οποίοι φωνάζουν γιατί τους έχουν λερώσει τον τοίχο, που το θεωρούν ρύπανση… Αλλά εγώ είμαι απ’ αυτούς που ενδιαφέρονται πάρα πολύ, γιατί νομίζω ότι [τα γκραφίτι] αποτυπώνουν κάτι πολύ σημαντικό για αυτήν την στιγμή. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η πόλη γέμισε γκραφίτι μετά το 2008… Ότι αυτό το είδος αναπτύχθηκε μέσα στην κρίση. Κι επειδή νομίζω ότι είμαι ένας καλλιτέχνης πολύ δραστήριος στο να προχωρήσουν τα πράματα, δεν είμαι ένας συντηρητικός που δεν ενδιαφέρεται για το νέο, θεωρώ ότι είναι πολύ πρόσφορο και χρήσιμο υλικό για όλη αυτή την συζήτηση. Δεν αναθεματίζω.
Εντάξει, μπορώ να καταλάβω ότι το τάγκινγκ μπορεί να ενοχλεί, αφού δεν διέπεται από καμιά ιδιαίτερη καλαισθησία. Αλλά το γκραφίτι, που αντιλαμβάνεσαι ότι ο άλλος, ακόμη και σε πολύ μικρή κλίμακα, έβαλε την τέχνη του, την έμπνευσή του, δεν είναι καλύτερο από έναν απρόσωπο αστικό τοίχο;
Απείρως καλύτερο είναι. Εγώ βάζω και μια διάσταση ακόμη: ας αναλογιστούμε ότι αυτά τα γκραφίτι τα κάνει, κατά τεκμήριο, η πιτσιρικαρία, τα παιδιά μας, δηλαδή. Είναι, δηλαδή, ζωντανότατη τέχνη. Σπαρταράει! Προσωπικά, τα κοιτάζω πάντα με πολύ μεγάλη προσοχή, προσπαθώ να καταλάβω πού το πάνε, τι μου λένε, τι συμβαίνει αυτή την στιγμή. Ακονίζω και το μυαλό μου μέσα απ’ αυτή την διαδικασία, ανεξάρτητα από το αν το συγκεκριμένο μου αρέσει ή όχι.
Τι γνώμη έχετε για την Αθήνα, από αισθητική άποψη;
Ακούστε, καλή μου κυρία, εγώ την Αθήνα την λατρεύω! Ζω εδώ και δεν αντέχω να φύγω ούτε μισή ώρα. Και έχω γεννηθεί στην Κρήτη, είναι περίεργο... Ήρθα για σπουδές, έμεινα, και είναι σαν να έχω έρθει τώρα, σαν να ‘ναι η πρώτη μέρα. Δεν έφυγα ποτέ να ζήσω αλλού, να πάω στο εξωτερικό να ακολουθήσω την καριέρα μου –την λατρεύω την Αθήνα. Είμαι απ’ αυτούς που ενδιαφέρονται πάρα πολύ για την πόλη, που θέλουν να την βλέπουν να πηγαίνει καλά.
Πηγαίνει καλά, θεωρείτε;
Αυτή την στιγμή αναλογικά με την κρίση, ναι. Αναλογικά με το τι περνάμε όλοι, νομίζω ότι η πόλη δεν είναι στα καλύτερά της, σε καμία περίπτωση, αλλά αντέχει. Εγώ, δεν μπορώ να ζήσω πουθενά αλλού, γιατί πουθενά αλλού δεν έχω βρει αυτό που έχω βρει στην Αθήνα. Και γι’ αυτό ελπίζω, το έργο που φτιάξαμε, που έφτιαξα, να το αγαπήσει η πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου