-Αφού αδειάσαν ολόκληρο βιβλιοπωλείο με τα «τζαίημς» και κάψαν τόσα και τόσα βιβλία στο Γουδί; Ήμουν εκεί, το είδα: τα... στρατιωτικά καμιόνια είχαν κολλήσει την καροτσάκι τους στην κεντρική πόρτα του βιβλιοπωλείου. Οι στρατιώτες πετούσαν τα βιβλία, σαν άχερα. Μόνο ένας φανταράκος, με γυαλιά, τ’ ακουμπούσε με ευλάβεια. Συνεννοηθήκαμε με τα μάτια.
- Ξέρω ποιο βιβλιοπωλείο εννοείς. Ήμουν από τους τακτικούς πελάτες. Κάθε μεσημέρι.
-Ερχόταν κι ο Πέτρος. Θυμάμαι. Τον είδα δυο μήνες μετά το πραξικόπημα στο «Γκρέγκο Αντίκο», το καφενείο, στη Ρώμη.
Μου διηγήθηκε πώς το ‘σκασε: με μια πλούσια κυρία της δεξιάς..
-…σαν να υπάρχουν πλούσιες κυρίες της αριστεράς…
-…ή έστω «κυρίες»…
- Τέλος, πάντων, θα με αφήσετε να τελειώσω; Μια πλούσια κυρία της δεξιοαριστεράς τον είχε κρύψει τις πρώτες μέρες, κι έπειτα τον βοήθησε να φύγει περνώντας μέσα από τους τελωνοφύλακες του Πειραιά σαν τουρίστας. Ο αξιωματικός της υπηρεσίας, μιλημένος ή πληρωμένος, έκανε πως δεν τον αναγνώρισε. Και πρόσθεσε, με ένα δάκρυ στη φωνή, όταν τον είδα: «Άραγε πότε θα ξαναπιούμε μπύρα στου Απότσου;»
**Απόσπασμα από το βιβλίο τού Βασίλη Βασιλικού, «Καφενείο "Εμιγκρέκ''»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου