Θέμης Τζήμας
Η ουκρανική αντεπίθεση, μέχρι σήμερα 12 Σεπτεμβρίου, εξελίσσεται με πλήρη ισχύ. Όπως φαίνεται, όλη η περιφέρεια του Χαρκόβου έχει επανέλθει στις ουκρανικές δυνάμεις, οι οποίες έφτασαν στα σύνορα με τη Ρωσία. Το αν θα αποπειραθούν να προελαύσουν περισσότερο, μέσα στα ρωσικά εδάφη, προς την κατεύθυνση του Μπέλγκοροντ, μένει να φανεί.
Την ίδια στιγμή, ουκρανικές δυνάμεις μαζεύονται προς την κατεύθυνση της Μαριούπολης, σηματοδοτώντας ένα νέο άξονα αντεπίθεσης ενδεχομένως.
Θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής, με δεδομένο ότι τα σύντομα αυτά άρθρα στο «Κοσμοδρόμιο», δεν αποτελούν καταγραφή των πολεμικών γεγονότων αλλά, κατά το δυνατόν, ταχεία ανάλυση των όσων συμβαίνουν σε διάστημα 24 ωρών ή λίγο μεγαλύτερο.
Οι ρωσικές δυνάμεις πραγματοποίησαν τη σοφή από τακτικής στρατιωτικής απόψεως επιλογή, να μην χάσουν δυνάμεις σε απελπισμένες μάχες. Στην πραγματικότητα έδωσαν τις ελάχιστες δυνατές, ίσα-ίσα για να προλάβουν να αναδιπλωθούν στα ρωσικά σύνορα και να διασώσουν μέρος του τοπικού πληθυσμού. Η ουκρανική προέλαση, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες ρωσικές προελάσεις έλαβε χώρα απέναντι σε σχεδόν άδειες εκτάσεις.
Κοινώς, μέσα στο πλαίσιο μιας σαφούς ήττας, οι ρωσικές δυνάμεις απέφυγαν την ολοκληρωτική καταστροφή, στο επίπεδο του έμψυχου δυναμικού. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρώτον, δεν έχουμε καμία καλή εξήγηση για το πώς κατόρθωσαν οι ρωσικές δυνάμεις να φανούν τόσο ανέτοιμες απέναντι σε μια προαναγγελθείσα ουκρανική αντεπίθεση, ότι δεύτερον εγκαταλείπουν αναγκαστικά μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού στην αντεκδίκηση των Ουκρανών με αποτέλεσμα ένα συντριπτικό πλήγμα στην αξιοπιστία τους και ότι τρίτον έχασαν και άνδρες και μεγάλο μέρος του υλικού τους, στο πλαίσιο αυτής της ήττας.
Μπορούμε να συνάγουμε τα εξής: τα ρωσικά πλήγματα απέτυχαν όλο το προηγούμενο διάστημα να εμποδίσουν σε καταλυτικό ή έστω και σε σημαντικό βαθμό, τον εξοπλισμό των Ουκρανών με πολύτιμο δυτικό υλικό, όπως και να αποδιοργανώσουν πλήρως τις ουκρανικές δυνάμεις. Οι Ρώσοι έχουν πλήξει σε πολύ σημαντικό βαθμό τους αντιπάλους τους, αλλά όχι ολοκληρωτικά.
Κατά τη γνώμη μας υπάρχουν στρατιωτικοί λόγοι, αλλά και ένας πολύ σημαντικός πολιτικός, στρατηγικός λόγος. Η ρωσική ηγεσία σε όλα τα επίπεδα, δεν κατανόησε αυτό το οποίο η ίδια διακηρύσσει: ότι βρίσκεται σε πόλεμο με τη «συλλογική Δύση» και όχι μόνο ή κυρίως με την Ουκρανία.
Η Ουκρανία αποτελεί ένα πλήρες νατοϊκό προτεκτοράτο. Τμήμα των ενόπλων δυνάμεών της εκπαιδεύεται και εξοπλίζεται έτσι, ώστε να αποτελέσει την ικανότερη νατοϊκή δύναμη κρούσης. Μια δύναμη κρούσης η οποία δεν θα διεκδικήσει μόνο ή κυρίως ουκρανικά εδάφη, τα οποία πέρασαν σε ρωσικό έλεγχο αλλά να αποτελέσει το κύριο μέσο απαξίωσης της ρωσικής ηγεσίας, ανατροπής της και τελικά διάλυσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Μιας αποσοβιετοποίησης 2.0.
Η Ρωσία, μετά τις πρώτες δυσκολίες του πολέμου, εξαιτίας των σημαντικών επιτυχιών που είχε, με ελάχιστο αριθμό στρατευμάτων και κυρίως εξαιτίας των οικονομικών της επιτυχιών, έδειξε να εφησυχάζει. Να περιμένει τον χειμώνα και τις οικονομικές συνθήκες να κάνουν τη δουλειά τους στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε., μέσα σε ένα πλαίσιο πολέμου φθοράς στην Ουκρανία, ο οποίος θα μπορούσε να συνεχίζεται επ’ άπειρον, χωρίς να ενοχλείται το μεγαλύτερο μέρος της ρωσικής κοινωνίας.
Αυτή η πιθανότητα δεν υπάρχει και δεν υπήρχε εξ αρχής. Οι ΗΠΑ έχουν αποφασίσει να διαλύσουν τη Ρωσία. Και θα το κάνουν ακόμα και αν χρειαστεί να πεθάνει στο πεδίο της μάχης και ο τελευταίος ακόμα Ουκρανός. Το ότι δεν το αντιλήφθηκε η ρωσική ηγεσία ή ότι δεν έπραξε τα δέοντα, αποτελεί ένδειξη σοβαρών ανεπαρκειών της, οι οποίες θυμίζουν τις αντίστοιχες της σταλινικής σοβιετικής ηγεσίας στις αρχές της ναζιστικής εισβολής και πριν από αυτήν.
Απέναντι σε όλα αυτά, η ρωσική ηγεσία έχει δύο επιλογές: ή θα κλιμακώσει την αντιπαράθεση, στο επίπεδο ενός πλήρους, ολοκληρωτικού πολέμου εξαφάνισης του ουκρανικού κράτους ή θα κινδυνεύσει όντως με ήττα, μέσα από μια σύνθεση άμεσα στρατιωτικών και πολιτικών λόγων.
Για όσους παρακολουθούν δε τα ρωσικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης η οργή για την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και για το Κρεμλίνο αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν είναι αντιπροσωπευτική, αλλά είναι οπωσδήποτε ενδεικτική. Δεν πρόκειται όπως έχουμε γράψει και σε προηγούμενα κείμενά μας για φιλελεύθερη και φιλοδυτική οργή αλλά ακριβώς για το αντίθετο: η απαίτηση προς τον πρόεδρο Πούτιν είναι να κάνει κάτι, να κινητοποιήσει τη ρωσική κοινωνία, να δείξει ότι παίρνει τον ολοκληρωτικό πόλεμο στα σοβαρά, να υλοποιήσει την απειλή του ότι δεν έχει δείξει παρά ελάχιστες από τις πραγματικές πολεμικές δυνατότητες της Ρωσίας.
Η Ρωσία δεν κήρυξε ολοκληρωτικό πόλεμο στο πεδίο και ως εκ τούτου τον υφίσταται. Η ουκρανική αντεπίθεση δε θα σταματήσει, αν δεν την ανακόψει και ανατρέψει η ρωσική πολεμική μηχανή. Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα κρίνουν ποια από τις δύο ηγεσίες και ποιο από τα δύο κράτη θα συνεχίσει να υπάρχει.
Η ουκρανική αντεπίθεση, μέχρι σήμερα 12 Σεπτεμβρίου, εξελίσσεται με πλήρη ισχύ. Όπως φαίνεται, όλη η περιφέρεια του Χαρκόβου έχει επανέλθει στις ουκρανικές δυνάμεις, οι οποίες έφτασαν στα σύνορα με τη Ρωσία. Το αν θα αποπειραθούν να προελαύσουν περισσότερο, μέσα στα ρωσικά εδάφη, προς την κατεύθυνση του Μπέλγκοροντ, μένει να φανεί.
Την ίδια στιγμή, ουκρανικές δυνάμεις μαζεύονται προς την κατεύθυνση της Μαριούπολης, σηματοδοτώντας ένα νέο άξονα αντεπίθεσης ενδεχομένως.
Θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής, με δεδομένο ότι τα σύντομα αυτά άρθρα στο «Κοσμοδρόμιο», δεν αποτελούν καταγραφή των πολεμικών γεγονότων αλλά, κατά το δυνατόν, ταχεία ανάλυση των όσων συμβαίνουν σε διάστημα 24 ωρών ή λίγο μεγαλύτερο.
Οι ρωσικές δυνάμεις πραγματοποίησαν τη σοφή από τακτικής στρατιωτικής απόψεως επιλογή, να μην χάσουν δυνάμεις σε απελπισμένες μάχες. Στην πραγματικότητα έδωσαν τις ελάχιστες δυνατές, ίσα-ίσα για να προλάβουν να αναδιπλωθούν στα ρωσικά σύνορα και να διασώσουν μέρος του τοπικού πληθυσμού. Η ουκρανική προέλαση, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες ρωσικές προελάσεις έλαβε χώρα απέναντι σε σχεδόν άδειες εκτάσεις.
Κοινώς, μέσα στο πλαίσιο μιας σαφούς ήττας, οι ρωσικές δυνάμεις απέφυγαν την ολοκληρωτική καταστροφή, στο επίπεδο του έμψυχου δυναμικού. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρώτον, δεν έχουμε καμία καλή εξήγηση για το πώς κατόρθωσαν οι ρωσικές δυνάμεις να φανούν τόσο ανέτοιμες απέναντι σε μια προαναγγελθείσα ουκρανική αντεπίθεση, ότι δεύτερον εγκαταλείπουν αναγκαστικά μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού στην αντεκδίκηση των Ουκρανών με αποτέλεσμα ένα συντριπτικό πλήγμα στην αξιοπιστία τους και ότι τρίτον έχασαν και άνδρες και μεγάλο μέρος του υλικού τους, στο πλαίσιο αυτής της ήττας.
Μπορούμε να συνάγουμε τα εξής: τα ρωσικά πλήγματα απέτυχαν όλο το προηγούμενο διάστημα να εμποδίσουν σε καταλυτικό ή έστω και σε σημαντικό βαθμό, τον εξοπλισμό των Ουκρανών με πολύτιμο δυτικό υλικό, όπως και να αποδιοργανώσουν πλήρως τις ουκρανικές δυνάμεις. Οι Ρώσοι έχουν πλήξει σε πολύ σημαντικό βαθμό τους αντιπάλους τους, αλλά όχι ολοκληρωτικά.
Κατά τη γνώμη μας υπάρχουν στρατιωτικοί λόγοι, αλλά και ένας πολύ σημαντικός πολιτικός, στρατηγικός λόγος. Η ρωσική ηγεσία σε όλα τα επίπεδα, δεν κατανόησε αυτό το οποίο η ίδια διακηρύσσει: ότι βρίσκεται σε πόλεμο με τη «συλλογική Δύση» και όχι μόνο ή κυρίως με την Ουκρανία.
Η Ουκρανία αποτελεί ένα πλήρες νατοϊκό προτεκτοράτο. Τμήμα των ενόπλων δυνάμεών της εκπαιδεύεται και εξοπλίζεται έτσι, ώστε να αποτελέσει την ικανότερη νατοϊκή δύναμη κρούσης. Μια δύναμη κρούσης η οποία δεν θα διεκδικήσει μόνο ή κυρίως ουκρανικά εδάφη, τα οποία πέρασαν σε ρωσικό έλεγχο αλλά να αποτελέσει το κύριο μέσο απαξίωσης της ρωσικής ηγεσίας, ανατροπής της και τελικά διάλυσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Μιας αποσοβιετοποίησης 2.0.
Η Ρωσία, μετά τις πρώτες δυσκολίες του πολέμου, εξαιτίας των σημαντικών επιτυχιών που είχε, με ελάχιστο αριθμό στρατευμάτων και κυρίως εξαιτίας των οικονομικών της επιτυχιών, έδειξε να εφησυχάζει. Να περιμένει τον χειμώνα και τις οικονομικές συνθήκες να κάνουν τη δουλειά τους στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε., μέσα σε ένα πλαίσιο πολέμου φθοράς στην Ουκρανία, ο οποίος θα μπορούσε να συνεχίζεται επ’ άπειρον, χωρίς να ενοχλείται το μεγαλύτερο μέρος της ρωσικής κοινωνίας.
Αυτή η πιθανότητα δεν υπάρχει και δεν υπήρχε εξ αρχής. Οι ΗΠΑ έχουν αποφασίσει να διαλύσουν τη Ρωσία. Και θα το κάνουν ακόμα και αν χρειαστεί να πεθάνει στο πεδίο της μάχης και ο τελευταίος ακόμα Ουκρανός. Το ότι δεν το αντιλήφθηκε η ρωσική ηγεσία ή ότι δεν έπραξε τα δέοντα, αποτελεί ένδειξη σοβαρών ανεπαρκειών της, οι οποίες θυμίζουν τις αντίστοιχες της σταλινικής σοβιετικής ηγεσίας στις αρχές της ναζιστικής εισβολής και πριν από αυτήν.
Απέναντι σε όλα αυτά, η ρωσική ηγεσία έχει δύο επιλογές: ή θα κλιμακώσει την αντιπαράθεση, στο επίπεδο ενός πλήρους, ολοκληρωτικού πολέμου εξαφάνισης του ουκρανικού κράτους ή θα κινδυνεύσει όντως με ήττα, μέσα από μια σύνθεση άμεσα στρατιωτικών και πολιτικών λόγων.
Για όσους παρακολουθούν δε τα ρωσικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης η οργή για την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και για το Κρεμλίνο αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν είναι αντιπροσωπευτική, αλλά είναι οπωσδήποτε ενδεικτική. Δεν πρόκειται όπως έχουμε γράψει και σε προηγούμενα κείμενά μας για φιλελεύθερη και φιλοδυτική οργή αλλά ακριβώς για το αντίθετο: η απαίτηση προς τον πρόεδρο Πούτιν είναι να κάνει κάτι, να κινητοποιήσει τη ρωσική κοινωνία, να δείξει ότι παίρνει τον ολοκληρωτικό πόλεμο στα σοβαρά, να υλοποιήσει την απειλή του ότι δεν έχει δείξει παρά ελάχιστες από τις πραγματικές πολεμικές δυνατότητες της Ρωσίας.
Η Ρωσία δεν κήρυξε ολοκληρωτικό πόλεμο στο πεδίο και ως εκ τούτου τον υφίσταται. Η ουκρανική αντεπίθεση δε θα σταματήσει, αν δεν την ανακόψει και ανατρέψει η ρωσική πολεμική μηχανή. Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα κρίνουν ποια από τις δύο ηγεσίες και ποιο από τα δύο κράτη θα συνεχίσει να υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου