Με το που ξεφορτωθήκαμε τη δικτατορία, πήρανε σειρά οι δίκες των χουντικών. Εκεί, λοιπόν, έπρεπε να αποφασιστεί, για να συνταχθεί το κατηγορητήριο, αν το έγκλημα που διαπράχθηκε κατά της χώρας με το πραξικόπημα ήταν «στιγμιαίο» ή «εξακολουθητικό».
Και γράφει η Ομάδα Μελέτης Σύγχρονης Ιστορίας σε σχετικό της σημείωμα, απ’ όπου και τσουρνεύω δια της μεθόδου του κόπυ πάστε:
«Ο όρος “στιγμιαίο” σήμαινε ότι το αδίκημα αφορούσε μόνο στην ημέρα που τα τανκς, στις 21 Απριλίου 1967, κατέβηκαν στους δρόμους και κατέλυσαν τη δημοκρατία. Ο όρος “διαρκές” σήμαινε ότι το έγκλημα που συντελέστηκε εκείνη την ημέρα συνεχιζόταν και κάθε μέρα για όλο το επόμενο διάστημα της 7ετίας που επιβλήθηκε το καθεστώς της Χούντας.
Η συνέπεια, αν το έγκλημα θεωρούνταν “στιγμιαίο”, ήταν ότι οι χιλιάδες μικροί και μεγάλοι συνεργάτες της χούντας μπορούσαν να απαλλαγούν των ευθυνών τους γιατί δεν προκάλεσαν άμεσα το αδίκημα, αλλά ευθυγραμμίστηκαν μαζί του λόγω φόβου ή της ευθύνης τους ως κρατικών υπαλλήλων. Αντίθετα, αν το έγκλημα θεωρούνταν «εξακολουθητικό» και “διαρκές”, τότε έπρεπε να τιμωρηθούν όλοι αυτοί για τη καθημερινή διάπραξη του αδικήματος για όλα τα χρόνια της Δικτατορίας».
Η συνέχεια; Αποφάσισε η τότε κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος ότι το αδίκημα ήταν «στιγμιαίο» και θα δικάζονταν μόνο οι πρωταίτιοι, είπε «ναι» ο Άρειος Πάγος και στο εδώλιο κάτσανε απλώς τα μεγάλα κεφάλια. Κι όλοι οι υπόλοιποι που μας γλεντάγανε μια ολόκληρη επταετία, πήγανε να κοιμηθούνε στο σπιτάκι τους, σε καθαρά σεντόνια…
Ένα όχι και τόσο όμορφο στόρι δηλαδή, που σε πολλά θυμίζει, αυτή την τρέχουσα υπόθεση των υποκλοπών. Που ξεκίνησε από τον Θανάση Κουκάκη, συνεχίστηκε με τον Νίκο Ανδρουλάκη και έκανε μια στάση στο κινητό του Χρήστου Σπίρτζη, όπως μάθαμε την περασμένη Παρασκευή.
Και γύρευε πότε θα σταματήσει, μιας και η έγκυρη «Καθημερινή» έκανε λόγο για επτά- οκτώ πολιτικά πρόσωπα υπό παρακολούθηση. Επί πενήντα επαφές μέσο όρο ο καθένας (και λίγες λέω, αφού μιλάμε για πολιτικούς…), μιλάμε για εκατοντάδες πρόσωπα που είδαν τα δεδομένα τους, τις συνομιλίες τους, τις ζωές τους τις ίδιες να σουλατσάρουν από γραφείο σε γραφείο. Σε ένα αδίκημα που πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε αν ήταν «στιγμαίο» ή «διαρκές»!
Γιατί σύμφωνα με την κυβέρνηση μόνο «στιγμιαίο» ήταν και τίποτε παραπάνω και καλύφθηκε το κοινό περί δικαίου αίσθημα με τις παραιτήσεις Δημητριάδη και Κοντολέοντα. Το είπε και ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, παραθέτω εδώ τα λόγια του:
«Καταλαβαίνω την ανάγκη εργαλειοποίησης του θέματος από την αντιπολίτευση και να ασκήσει κριτική. Λογικό είναι, γιατί υπήρξε ένα σφάλμα. Αλλά από το σφάλμα μέχρι να καλλιεργείται η εικόνα στην χώρα ότι όλη η πολιτική , κοινωνική και οικονομική ζωή πρέπει να περιστρέφεται στις παρακολουθήσεις επιτρέψτε μου υπάρχει μια πολύ μεγάλη απόσταση».
Με δυο λόγια, ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε. Το έλεγε η παλιά διαφήμιση, το υιοθετεί και η κυβέρνηση για ένα ζήτημα που θίγει τον πυρήνα της δημοκρατίας. Κι όσοι παίξανε ρόλο, σίγουρα «ευθυγραμμίστηκαν λόγω φόβου ή της ευθύνης τους ως κρατικών υπαλλήλων». Αυτά και τέλος και δεν είναι για να την κουνάμε τη βάρκα. Μην ξεχνάμε ότι παραμονεύουν ο Ερντογάν, ο Πούτιν και γύρευε ποιος άλλος διάολος που θέλει να βλάψει τη μαμά πατρίδα. «Στιγμιαίο» και πολύ του πάει το σφάλμα και ας παραμείνει ξέφραγο το αμπέλι εις τους αιώνας των αιώνων. Στο κάτω κάτω της γραφής, όπως λένε και οι δημοσιογραφίζοντες ανά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα τηλέφωνα τα έφτιαξε ο Θεός για να παίρνουμε τη μανούλα, να ρωτάμε αν είναι καλά, όχι για να συζητάμε σοβαρές υποθέσεις με συνεργάτες και συντρόφους…
Και γράφει η Ομάδα Μελέτης Σύγχρονης Ιστορίας σε σχετικό της σημείωμα, απ’ όπου και τσουρνεύω δια της μεθόδου του κόπυ πάστε:
«Ο όρος “στιγμιαίο” σήμαινε ότι το αδίκημα αφορούσε μόνο στην ημέρα που τα τανκς, στις 21 Απριλίου 1967, κατέβηκαν στους δρόμους και κατέλυσαν τη δημοκρατία. Ο όρος “διαρκές” σήμαινε ότι το έγκλημα που συντελέστηκε εκείνη την ημέρα συνεχιζόταν και κάθε μέρα για όλο το επόμενο διάστημα της 7ετίας που επιβλήθηκε το καθεστώς της Χούντας.
Η συνέπεια, αν το έγκλημα θεωρούνταν “στιγμιαίο”, ήταν ότι οι χιλιάδες μικροί και μεγάλοι συνεργάτες της χούντας μπορούσαν να απαλλαγούν των ευθυνών τους γιατί δεν προκάλεσαν άμεσα το αδίκημα, αλλά ευθυγραμμίστηκαν μαζί του λόγω φόβου ή της ευθύνης τους ως κρατικών υπαλλήλων. Αντίθετα, αν το έγκλημα θεωρούνταν «εξακολουθητικό» και “διαρκές”, τότε έπρεπε να τιμωρηθούν όλοι αυτοί για τη καθημερινή διάπραξη του αδικήματος για όλα τα χρόνια της Δικτατορίας».
Η συνέχεια; Αποφάσισε η τότε κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος ότι το αδίκημα ήταν «στιγμιαίο» και θα δικάζονταν μόνο οι πρωταίτιοι, είπε «ναι» ο Άρειος Πάγος και στο εδώλιο κάτσανε απλώς τα μεγάλα κεφάλια. Κι όλοι οι υπόλοιποι που μας γλεντάγανε μια ολόκληρη επταετία, πήγανε να κοιμηθούνε στο σπιτάκι τους, σε καθαρά σεντόνια…
Ένα όχι και τόσο όμορφο στόρι δηλαδή, που σε πολλά θυμίζει, αυτή την τρέχουσα υπόθεση των υποκλοπών. Που ξεκίνησε από τον Θανάση Κουκάκη, συνεχίστηκε με τον Νίκο Ανδρουλάκη και έκανε μια στάση στο κινητό του Χρήστου Σπίρτζη, όπως μάθαμε την περασμένη Παρασκευή.
Και γύρευε πότε θα σταματήσει, μιας και η έγκυρη «Καθημερινή» έκανε λόγο για επτά- οκτώ πολιτικά πρόσωπα υπό παρακολούθηση. Επί πενήντα επαφές μέσο όρο ο καθένας (και λίγες λέω, αφού μιλάμε για πολιτικούς…), μιλάμε για εκατοντάδες πρόσωπα που είδαν τα δεδομένα τους, τις συνομιλίες τους, τις ζωές τους τις ίδιες να σουλατσάρουν από γραφείο σε γραφείο. Σε ένα αδίκημα που πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε αν ήταν «στιγμαίο» ή «διαρκές»!
Γιατί σύμφωνα με την κυβέρνηση μόνο «στιγμιαίο» ήταν και τίποτε παραπάνω και καλύφθηκε το κοινό περί δικαίου αίσθημα με τις παραιτήσεις Δημητριάδη και Κοντολέοντα. Το είπε και ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, παραθέτω εδώ τα λόγια του:
«Καταλαβαίνω την ανάγκη εργαλειοποίησης του θέματος από την αντιπολίτευση και να ασκήσει κριτική. Λογικό είναι, γιατί υπήρξε ένα σφάλμα. Αλλά από το σφάλμα μέχρι να καλλιεργείται η εικόνα στην χώρα ότι όλη η πολιτική , κοινωνική και οικονομική ζωή πρέπει να περιστρέφεται στις παρακολουθήσεις επιτρέψτε μου υπάρχει μια πολύ μεγάλη απόσταση».
Με δυο λόγια, ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε. Το έλεγε η παλιά διαφήμιση, το υιοθετεί και η κυβέρνηση για ένα ζήτημα που θίγει τον πυρήνα της δημοκρατίας. Κι όσοι παίξανε ρόλο, σίγουρα «ευθυγραμμίστηκαν λόγω φόβου ή της ευθύνης τους ως κρατικών υπαλλήλων». Αυτά και τέλος και δεν είναι για να την κουνάμε τη βάρκα. Μην ξεχνάμε ότι παραμονεύουν ο Ερντογάν, ο Πούτιν και γύρευε ποιος άλλος διάολος που θέλει να βλάψει τη μαμά πατρίδα. «Στιγμιαίο» και πολύ του πάει το σφάλμα και ας παραμείνει ξέφραγο το αμπέλι εις τους αιώνας των αιώνων. Στο κάτω κάτω της γραφής, όπως λένε και οι δημοσιογραφίζοντες ανά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα τηλέφωνα τα έφτιαξε ο Θεός για να παίρνουμε τη μανούλα, να ρωτάμε αν είναι καλά, όχι για να συζητάμε σοβαρές υποθέσεις με συνεργάτες και συντρόφους…
Υ.Γ.: Επί τη ευκαιρία να θυμίσω και μια εξέλιξη που πέρασε κάπως απαρατήρητη, μέσα στις ετοιμασίες για τα περασμένα Χριστούγεννα. Αντιγράφω απ’ το τότε ρεπορτάζ:
«Νέες αλλαγές στη δομή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών προωθεί η κυβέρνηση, με την κατάθεση τροπολογίας που προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη μετάθεση μιας υποδιεύθυνσης που ασχολείται με θέματα οργανωμένου εγκλήματος – περίπου 100 πολιτικοί υπάλληλοι της ΕΥΠ- στην Αστυνομία και συγκεκριμένα στη Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής.
Σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους αυτό γίνεται προκειμένου η υπηρεσία να ασχολείται με θέματα αμιγώς αρμοδιότητας της που είναι η εθνική ασφάλεια και όχι με θέματα οργανωμένου εγκλήματος. Η αντιπολίτευση αντίθετα λέει ότι δημιουργείται τάγμα ανεπιθύμητων και ότι μέσω αυτής της διαδικασίας απομακρύνονται από την ΕΥΠ οι μη αρεστοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου