Στεκόταν απέναντί του ακόμα αμίλητη. Της είχε πει πως την άκουγε. Την είχε μάλιστα παρακαλέσει γι’ αυτό. Αναρωτιόταν πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που κάποιος έκατσε αντίκρυ της και περίμενε να την ακούσει. Να μιλήσει, ναι, ήθελε να μιλήσει. Ξαφνικά αισθανόταν ότι ήταν τόσα πολλά εκείνα που κρυβόντουσαν μέσα της. Λες και η ψυχή της αποφάσισε να επαναστατήσει για τα χρόνια που την καθησύχαζε πως όλα ήταν καλά ενώ, δεν ήταν; Ένα ήξερε, πως ήθελε να μιλήσει. Αλλά από που να ξεκινήσει δεν μπορούσε να το βρει κι έτσι πάλι σιωπούσε. Εκείνος την κοιτούσε επίμονα και περίμενε. Σκέφτηκε για λίγο να του πει για την μονάκριβη κόρη της, που τώρα ζούσε μακριά της κυνηγώντας τα όνειρά της. Καμάρωνε τόσο για εκείνη κι ας της έλειπε αφόρητα. Δεν έκανες άλλο παιδί, της έλεγαν πάντα φίλοι και γνωστοί. Μα καλά δεν έβλεπαν πως είχε ήδη δεύτερο παιδί, τον άντρα της. Άραγε η ίδια πότε έπαψε να είναι παιδί; Όχι δεν έπρεπε να μιλήσει για άλλους
Η ψυχής της την ταρακούναγε τώρα συθέμελα. Ήταν η σειρά της να ακουστεί. Τόσα χρόνια μόνο άκουγε, συμβούλευε, συμπονούσε. Είναι κι αυτή η ζέστη που δεν αντέχεται. Δεν μπορεί να παραπονεθεί. Γνωρίζει καλά πως τα κλιματιστικά δουλεύουν ασταμάτητα. Η κλιμακτήριος είναι αμείλικτη μαζί της. Μα πότε έπαψε να είναι η δυνατή;
Για τον εαυτό της θα έλεγε. Ήταν αποφασισμένη. Και γι’ αυτόν που έχει συστήσει σε όλους, αλλά και για τον άλλον. Εκείνον που την επισκέπτεται τα βράδια και της κάνει συντροφιά ως το πρωί. Αμέσως μόλις έβρισκε τις σωστές λέξεις για να ξεκινήσει. Αυτή την άκρη του νήματος που κάπου είχε κρύψει ήταν ανάγκη να βρει. Ύστερα σαν ποτάμι θα κυλούσαν αβίαστα λόγια, σκέψεις, συναισθήματα και θα παρέσυραν τους εαυτούς της ως έναν.
«Σας ακούω κυρία μου. Θα μου πείτε τον αριθμό της παροχής σας να συνεχίσουμε με το διακανονισμό;»
Κοίταξε γύρω της όλο αυτόν τον κόσμο που περίμενε στα γύρω γραφεία. Σκυθρωπά κεφάλια με χαρτιά στα χέρια. Μιλούσαν όλοι, αλλά η σιωπή τους ήταν εκκωφαντική.
Σηκώθηκε από την καρέκλα με μια κίνηση αργή και κινήθηκε προς την έξοδο. Τα μαύρα μάτια της είχαν στενέψει. Ένας χείμαρρος από δάκρυα τα απειλούσε. Δεν την ένοιαζε πια ο διακανονισμός της ΔΕΗ. Από άλλα σκοτάδια κινδύνευε. Το ξέρει πια.
Ο υπάλληλος σήκωσε με απορία τους ώμους και φώναξε «ο επόμενος;»
Για τον εαυτό της θα έλεγε. Ήταν αποφασισμένη. Και γι’ αυτόν που έχει συστήσει σε όλους, αλλά και για τον άλλον. Εκείνον που την επισκέπτεται τα βράδια και της κάνει συντροφιά ως το πρωί. Αμέσως μόλις έβρισκε τις σωστές λέξεις για να ξεκινήσει. Αυτή την άκρη του νήματος που κάπου είχε κρύψει ήταν ανάγκη να βρει. Ύστερα σαν ποτάμι θα κυλούσαν αβίαστα λόγια, σκέψεις, συναισθήματα και θα παρέσυραν τους εαυτούς της ως έναν.
«Σας ακούω κυρία μου. Θα μου πείτε τον αριθμό της παροχής σας να συνεχίσουμε με το διακανονισμό;»
Κοίταξε γύρω της όλο αυτόν τον κόσμο που περίμενε στα γύρω γραφεία. Σκυθρωπά κεφάλια με χαρτιά στα χέρια. Μιλούσαν όλοι, αλλά η σιωπή τους ήταν εκκωφαντική.
Σηκώθηκε από την καρέκλα με μια κίνηση αργή και κινήθηκε προς την έξοδο. Τα μαύρα μάτια της είχαν στενέψει. Ένας χείμαρρος από δάκρυα τα απειλούσε. Δεν την ένοιαζε πια ο διακανονισμός της ΔΕΗ. Από άλλα σκοτάδια κινδύνευε. Το ξέρει πια.
Ο υπάλληλος σήκωσε με απορία τους ώμους και φώναξε «ο επόμενος;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου