Όταν πρωτοξέσπασε η κρίση, ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αποδέχθηκε την κυρίαρχη αφήγηση της ευρωπαϊκής και εγχώριας ελίτ, ότι για να επανέλθουν τα πράγματα στο φυσιολογικό, πρέπει αποδεχτούμε σιωπηλά την συρρίκνωση των ασφαλιστικών ταμείων, τις απολύσεις, τις μειώσεις των μισθών, την ανεργία κλπ. Όλοι αναγνωρίζουν τη βιαιότητα των επιβαλλόμενων πολιτικών, αλλά σήμερα μετά από τον εκβιασμό της κυβέρνησης του Σύριζα από τους δανειστές, οι βιοπολιτικές συνέπειες των εφαρμοζόμενων πολιτικών, είναι πλέον αναπότρεπτες και οδυνηρές. Φάνηκε πλέον ότι η Ελλάδα αποτελεί το «πειραματόζωο» για να δοκιμαστούν τα όρια ενός βίαιου εξαναγκασμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε αντικοινωνικά μέτρα.
Με τον όρο «βιοπολιτική» παραπέμπουμε στην έννοια που πρώτος ανέπτυξε ο γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ σύμφωνα με την οποία, η πολιτική διαμορφώνει και μορφοποιεί τη ζωή του ανθρώπινου είδους στο σύνολο του. Διακρίνει μεταξύ κλασικού φιλελευθερισμού και νεοφιλελευθερισμού και καταλήγει ότι η «πραγματική» διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται στο ότι ενώ στο φιλελευθερισμό του Άνταμ Σμιθ ο στόχος είναι προαγωγή της αυτορρύθμισης του χώρου της αγοράς ως «ελεύθερου χώρου», στην περίπτωση του νεοφιλελευθερισμού το πρόβλημα είναι «να μάθουμε πως μπορεί να ρυθμιστεί η σφαιρική άσκηση της πολιτικής εξουσίας βάσει των αρχών μίας οικονομίας της αγοράς». Από την περίοδο Πινοσέτ στην Χιλή και τη θατσερική Αγγλία μέχρι και τα PIGS της μετα-καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης ξεπηδούν ζωντανές εικόνες του νεοφιλελευθερισμού που ανακινείται ως μια κριτική στην «υπερβολική» διακυβέρνηση - η οποία με πραγματικούς όρους συνήθως εκφράζεται μέσω της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας και των δομών κοινωνικής φροντίδας αλλά και μέσω των ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων αγαθών - αλλά και που ενεργοποιεί ταυτόχρονα μηχανισμούς υπερβολικής «ρύθμισης» όλων των πτυχών της ζωής του πληθυσμού.Ο Φουκώ καταλήγει ότι το βασικό πρόβλημα του φιλελευθερισμού ως μεθοδολογίας διαχείρισης εδράζεται στο ζήτημα της βιοπολιτικής. Είτε ως μορφή συστηματικής και εξονυχιστικής κοινωνικής ρύθμισης από τη γραφειοκρατία, είτε ως ένα μοντέλο μεταφοράς της αγοραίας ορθολογικότητας σε χώρους μη οικονομικούς όπως η οικογένεια, η γεννητικότητα ή αναπαραγωγή και η παραβατικότητα, η βιοπολιτική τέμνει εγκάρσια σχεδόν κάθε μοντέλο φιλελεύθερης διακυβέρνησης, όπου αυτό έχει εφαρμοστεί. Υπό την έννοια αυτή η βιοπολιτική στοχεύει στην απλή επιβίωση του ανθρώπινου είδους, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα μιας ολιγαρχίας. Οι πολιτικές της λιτότητας που εφαρμόζονται στην Ελλάδα και στις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου αποτελούν δείγμα της βιοπολιτικής της νέας Ευρώπης. Η νέα ζωή που διαμορφώνεται είναι ταυτισμένη με φόβο και θάνατο. Όπως φάνηκε η ανατροπή της ασκούμενης βιοπολιτικής, δεν θα επιτευχθεί απλά και μόνο με την εκλογή μιας «φιλολαϊκής» αριστερής κυβέρνησης καθώς, όπως έχει επισημάνει και ο Φουκώ, στο νεοφιλελευθερισμό υπάρχει διακυβέρνηση και όχι κυβέρνηση. Η πολιτική σκύβει το κεφάλι στην αγορά – στην παγκόσμια αγορά, που καλείται να τη διαχειριστεί. Το πικρό επιμύθιο είναι ότι δεν υπάρχει καμία κυβέρνηση πουθενά, που να μπορεί να υπάρξει έξω από τους νόμους της αγοράς και της οικονομίας. Για τον Φουκώ το σώμα είναι ο στόχος της άσκησης της εξουσίας ώστε να γίνει πειθήνιο, παραγωγικό, πολιτικά και οικονομικά χρήσιμο.Οι σχέσεις εξουσίας δεν βρίσκονται σε εξωτερική θέση αναφορικά με άλλους τύπους σχέσεων (οικονομικές διαδικασίες, σχέσεις γνώσης, σεξουαλικές σχέσεις) αλλά είναι ενύπαρκτες σ’ αυτές. Είναι το άμεσο αποτέλεσμα των κατανομών, των ανισοτήτων και των ανισορροπιών που εμφανίζονται μέσα σ’ αυτές και αποτελούν αντίστοιχα, τις εσωτερικές προϋποθέσεις αυτών των διαφοροποιήσεων. Οι σχέσεις εξουσίας δεν βρίσκονται σε θέσεις υπερδομής, μ’ ένα ρόλο απαγόρευσης ή επικύρωσης. Εκεί που λειτουργούν παίζουν ένα άμεσα παραγωγικό ρόλο. Ωστόσο τα σημεία αντίστασης είναι παρόντα παντού μέσα στο δίκτυο της εξουσίας. Δεν υπάρχει, επομένως, σε σχέση με την εξουσία ένας τόπος της μεγάλης ‘Αρνησης, καθαρός νόμος της επανάστασης, απλά οι αντιστάσεις αποτελούν τον άλλο όρο στις σχέσεις εξουσίας
Πλέον μετά το τρίτο μνημόνιο αυτές οι αντιστάσεις απομένουν. Στο RedNotebook (rnbet.gr) σε Συνέντευξη του Τζόρτζιο Αγκάμπεν «Για τη δημοκρατία, τη «Λατινική Αυτοκρατορία» της Ευρώπης, τον Φουκώ, τον Μπένγιαμιν και τον Καρλ Σμιτ, την «κατάσταση εξαίρεσης» ο Αγκάμπεν ακολουθώντας τον Φουκώ,υποστηρίζει ότι η «λογική» της νεωτερικής εξουσίας δεν είναι η αντιμετώπιση των κρίσεων, αλλά η διαχείριση των συνεπειών τους. Αναφέρεται στον Κοζέβ που προτείνει τη συγκρότηση μιας «αυτοκρατορίας» της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, οι οποίες σε συνεργασία με τα κράτη της Μεσογείου θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την ανερχόμενη Γερμανία ως δυνητικό αντίβαρο στον ηγεμονισμό της Μέρκελ:
« Ήταν κυρίως μια πρόκληση για να ξεκινήσει μια κριτική στην Ευρώπη. Ήθελα να θυμίσω ότι η σημερινή Ευρώπη, ακόμα και από θεσμικής άποψης, είναι μη νομιμοποιημένη. Όπως ξέρετε, το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα δεν είναι Σύνταγμα, αλλά μια συνθήκη μεταξύ κρατών — δηλαδή το αντίθετο ενός Συντάγματος, αφού τα Συντάγματα φτιάχνονται από τον λαό. Το μοντέλο του Κοζέβ είναι ενδιαφέρον γιατί δεν βασίζεται σε μια αφηρημένη ενότητα, αλλά σε μια πολύ συγκεκριμένη ενότητα, που στηρίζεται στην παράδοση, τον τρόπο ζωής, τη θρησκεία. Οι αντιδράσεις με εξέπληξαν. Στη Γερμανία άνοιξε μια τεράστια συζήτηση, ακόμα μου γράφουν, πολύ ενοχλημένοι, κάτι που δείχνει ότι και οι Γερμανοί βλέπουν ότι υπάρχει κάτι λάθος στη σημερινή Ευρώπη, ακόμα και με βάση τη δική τους οπτική».
Για τον Μπένγιαμιν κάθε στιγμή στο παρόν είναι η αποφασιστική στιγμή, η Ώρα της Κρίσης και πρέπει να αντιμετωπίζουμε την Ιστορία σαν κάθε στιγμή να είναι η αποφασιστική στιγμή.Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς πρέπει να διαχειριστεί η Αριστερά την κληρονομιά του προηγούμενου καθεστώτος. Ο Αγκάμπεν προτείνει ότι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε στρατηγική και τακτική. Η στρατηγική δεν μπορεί παρά να είναι πάντα ριζικά «αντί-». Από την άλλη, τακτικά, σε μια μεμονωμένη μάχη, μπορείς να αφίστασαι από μια συγκεκριμένη πολιτική παράδοση — μην ξεχνώντας όμως τη στρατηγική.
Η συμμετοχικότητα προϋποθέτει μια διαφορετική αντίληψη για τη δημοκρατία. Ουσιαστικό λοιπόν ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πώς μπορεί να εφαρμόσει ένα μοντέλο συμμετοχικής δημοκρατίας. Ερώτημα που δεν σχετίζεται ούτε με το οικονομικό πρόγραμμα ούτε με κάποια επικοινωνιακή πολιτική, αλλά με μια διαφορετική λογική διακυβέρνησης.
Το πρόβλημα της Αριστεράς, κατά τον Φουκώ, είναι ότι, εκτός από μια οικονομική και μια διαχειριστική-διοικητική πρόταση, δεν έχει αναπτύξει μια διαφορετική κυβερνητική λογική. Οι αριστερές κυβερνήσεις είτε οδήγησαν σε αυταρχικά καθεστώτα είτε αποδέχτηκαν την υπάρχουσα λογική διακυβέρνησης, εδραιωμένη στις φιλελεύθερες, αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες. Η επιτυχία του Σύριζα απομένει να βασιστεί σε μια συμμετοχική αντίληψη της δημοκρατίας, μια διαφορετική λογική διακυβέρνησης.
Σήμερα ο λαός της Αριστεράς μόνον κατά ένα μέρος αποτελείται από «εργατική τάξη»· πρόκειται, αντίθετα, για απογοητευμένη αστική τάξη ( άνεργοι, εκπαιδευτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι), για διανοούμενους και για ανθρώπους που επιδιώκουν τη δικαιοσύνη ακόμη και με τίμημα τη θυσία του προσωπικού τους συμφέροντος. Η αριστερά δεν κατανόησε ότι, με την παγκοσμιοποίηση, μια νέα κλίμακα, η πλανητική, ερχόταν να προστεθεί στις κλίμακες στις οποίες έπρεπε να ασκείται η πολιτική δράση. Τώρα που οι ζημιές της παγκοσμιοποίησης στο πεδίο της οικονομίας και της εργασίας είναι μπροστά στα μάτια όλων, τις ιδέες της Αριστεράς τις έχει ανάγκη όχι μόνον η μια ή η άλλη χώρα, αλλά ο πλανήτης ολόκληρος.
Το πρώτο σημείο ενός αριστερού προγράμματος έγκειται στο να αντιταχθούμε στο πνεύμα των καιρών, στο να ξανασκεφτούμε την παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα και να καταπολεμήσουμε τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου