του Θανάση Καρτερού
Λοιπόν, όχι ότι μου το ζήτησε κανείς, αλλά εγώ δεν υπογράφω. Γιατί, δυστυχώς, τα χέρια μου είναι πιασμένα, καθώς σφίγγω στις χούφτες μου μέλη ονείρων, θραύσματα υποσχέσεων, τρίμματα εμπιστοσύνης. Και τα μάτια μου δεν βλέπουν τα συν και τα πλην, κολλημένα στο σκοτεινιασμένο πρόσωπο του Τσίπρα και στο μοχθηρό του Σόιμπλε. Κι όποιος περιμένει την παραμυθία τού γραφιά θα απογοητευτεί σήμερα. Γιατί κι ο γραφιάς ψάχνει σε άλλους παραμυθία. Διαβάστε:
Όταν ο κ. Κόινερ, ο στοχαστής, έτυχε να μιλήσει κάποτε σε μιαν αίθουσα μπροστά σε πολύ κόσμο ενάντια στη βία, είδε τους ανθρώπους γύρω του να οπισθοχωρούν και να φεύγουν. Γύρισε τότε και αντίκρισε τη βία. Τί έλεγες; τον ρώτησε η βία. Εγώ; αποκρίθηκε ο κ. Κ., υποστήριζα τη βία.
Σαν έφυγε η βία, οι μαθητές του κ. Κ. τον ρώτησαν γιατί έσκυψε το κεφάλι. Γιατί δεν έχω κεφάλι για σπάσιμο, αποκρίθηκε ο κ. Κ. Εξάλλου εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη βία. Και ο κ. Κ. αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
Σαν έφυγε η βία, οι μαθητές του κ. Κ. τον ρώτησαν γιατί έσκυψε το κεφάλι. Γιατί δεν έχω κεφάλι για σπάσιμο, αποκρίθηκε ο κ. Κ. Εξάλλου εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη βία. Και ο κ. Κ. αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
Στο σπίτι του κ. Έγκε, που είχε μάθει να λέει "όχι", ήρθε μια μέρα, τον καιρό της παρανομίας, ένας πράκτορας και του παρουσίασε ένα χαρτί που το είχαν εκδώσει αυτοί που εξουσίαζαν την πόλη. Το χαρτί έλεγε ότι στον πράκτορα αυτόν θ' ανήκε κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του, όπως και κάθε φαγητό που θα ζητούσε. Θα 'πρεπε ακόμα να τον υπηρετεί και κάθε άνθρωπος που θα αντάμωνε.
Ο πράκτορας κάθισε σε μια καρέκλα, ζήτησε φαγητό, πλύθηκε, πλάγιασε και προτού κοιμηθεί, ρώτησε τον κ. Έγκε με το πρόσωπο στον τοίχο: Θα με υπηρετείς; Ο κ. Έγκε τον σκέπασε με την κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, κάθισε δίπλα στο προσκεφάλι του, κι όπως εκείνη την ημέρα, τον υπάκουε άλλα εφτά χρόνια. Ό,τι κι αν έκανε όμως για δαύτον, ένα πράγμα απόφυγε να κάνει: Δεν τού 'πε ποτέ μια λέξη.
Σαν πέρασαν τα εφτά χρόνια, ο πράκτορας, που χόντρυνε από το πολύ φαΐ, τον ύπνο και τις διαταγές, πέθανε.
Ο κ. Έγκε τον τύλιξε τότε στην ξεφτισμένη κουβέρτα, τον έσυρε έξω από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, άσπρισε τους τοίχους, ανάσανε βαθιά και αποκρίθηκε: Όχι.
Ες αύριον τα ψυχραιμότερα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου