- Μαμά, κοίτα, ο κύριος εκεί φοράει κορόνα!
Η κραυγή εντυπωσιασμού του μικρού αγοριού τράβηξε και τη δική μου προσοχή, κάνοντάς με να γυρίσω προς το μέρος του κυρίου με την κορόνα.
Πράγματι, φορούσε κορόνα. Αλλά όχι σαν αυτέςπου ξέρουμε στην Ευρώπη, αλλά αυτές που φανταζόμαστε ότι φορούσαν οι αυτόχθονες της Αμερικής, όπως τις βλέπουμε σε εικονογραφήσεις ιστοριών από τα χρόνια της κατάκτηση της αμερικανικής ηπείρου.
Η εικόνα ήταν πραγματικά εντυπωσιακή και παράταιρη για βράδυ Δευτέρας, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στον ηλεκτρικό, Σεπτέμβριο μήνα, με ζέστη και υγρασία.
Ο κύριος όμως δεν φορούσε μόνο κορόνα, αλλά ολόκληρη ενδυμασία. Η κορόνα του ήταν χρυσή και έμοιαζε φτιαγμένη από ύφασμα ή παπιέ μασέ. Περισσότερο θύμιζε καπέλο που κάλυπτε τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του.
Στο πρόσωπό του είχε μακιγιάζ, αρκετά βαρύ, με μέικ απ και τονισμένα μάτια με μαύρο κολ, αλλά και κοκκινάδι στα χείλη. Αν και το μακιγιάζ του είχε αλλοιωθεί –πρέπει να το φορούσε ώρες–, καταλάβαινες ότι είχε χρώματα. Αντί για παντελόνι, φορούσε ένα στενό σκούρο καφέ κολάν και από πάνω, αντί για μπλούζα, ένα κοντό δαντελένιο φόρεμα με χρυσαφιά κεντίδια. Τα παπούτσια του θύμιζαν αυτά των ξωτικών: μυτερά, με ανασηκωμένο το μπροστινό και το πίσω μέρος, σαν γλώσσες. Κρατούσε ένα βαρύ σακίδιο στην αγκαλιά του. Είχε σκούρα επιδερμίδα και το σώμα του, αν και κάπως γεμάτο, ήταν δυνατό και ευθυτενές.
Αρχικά σκέφτηκα πως ήταν ηθοποιός, που είχε τελειώσει την παράστασή του και επέστρεφε σπίτι. Αλλά και πάλι, αναρωτήθηκα, δεν θα είχε αλλάξει, δεν θα είχε ξεβαφτεί πριν βγει στον δρόμο; Φαινόταν εξουθενωμένος. Μερικές φορές έκλεινε τα μάτια, σαν να αποκοιμιόταν. Ο κόσμος γύρω του τού έριχνε κλεφτές ματιές, «πού πάει αυτό το περίεργο πλάσμα, με τα παράξενα ρούχα, μέσα στον ηλεκτρικό», θα σκεφτόταν. Τον παρατηρούσα κι εγώ. Οι απορίες με έτρωγαν, αλλά δεν θα μπορούσα να ρωτήσω.
Ώσπου πρόσεξα ότι από το σακίδιό του κρεμόταν μια μεγάλη κάρτα. Πάνω της είχε ζωγραφισμένη με λεπτομέρειες μια ανθρώπινη παλάμη, με τις γραμμές της, τα όρη της, τα μαλακά σημεία στα δάχτυλα, και λέξεις ή μικρές φράσεις στα αγγλικά: υγεία, έρωτας, χρήματα, γάμος, παιδιά.
Έτσι άστραψε στο μυαλό μου η απάντηση σε όλες τις απορίες: ο κύριος ήταν χειρομάντης. Από αυτούς που έναντι ενός μικρού –ή μεγαλύτερου– αντιτίμου «διαβάζουν» το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον σου ανάμεσα από τις γραμμές των χεριών σου.
Ετσι όπως τον έβλεπα κουρασμένο και ταλαιπωρημένο, με το μισολιωμένο μακιγιάζ, κάπως τον συμπόνεσα. Κάποιος ορθολογικός θα μου έλεγε: «Τι τον λυπάσαι; Αυτός μπορεί να βγάζει μεγαλύτερο μεροκάματο από σένα. Και κοροϊδεύει και τον κόσμο…» Τα ήξερα όλα αυτά, αλλά δεν με ένοιαζαν. Πραγματικά αισθάνθηκα λύπηση για την κούρασή του, για τον κόπο του, αναρωτήθηκα αν κατόρθωσε να βγάλει όντως μεροκάματο. Αν του ζητούσα να διαβάσει και το δικό μου χέρι, τι θα μου έλεγε; Για μεγάλες πόρτες που με περιμένουν να τις διαβώ; Για την επιστροφή κάποιου από καιρό χαμένου; Ή για την τύχη που με περιμένει και πόσα παιδιά θα κάνω;
Αφού δεν με ήξερε, πώς θα μπορούσε να με ξεγελάσει; Και τι ψυχή θα είχαν μερικά ευρώ;
Δεν θα το ζητούσα, αλλά ούτε προλάβαινα. Ο ευθυτενής χειρομάντης μου κατέβηκε στην επόμενη στάση, κουβαλώντας όλο το φορτίο του ρόλου του. Εφευγε με περήφανο βήμα προς την έξοδο.
Ενα επάγγελμα έκανε κι αυτός, έπαιζε παιχνίδια με τη μαγεία, αυτήν που όλοι θέλουμε καμιά φορά, και την παίρνουμε από όπου μπορούμε. Μαγεία έκρυβε και η φράση που λέγανε κάποτε οι πλανόδιες μάντισσες, που επίσης «διάβαζαν» τις παλάμες: Έλα, να σου πω τη μοίρα σου, να σου πω το ριζικό σου.
Όσο δύσπιστος κι αν ήσουν, δεν μπορεί, έστω μία φορά θα υπέκυπτες. Και, ποιος ξέρει, μπορεί να μάθαινες και κάτι…
Η κραυγή εντυπωσιασμού του μικρού αγοριού τράβηξε και τη δική μου προσοχή, κάνοντάς με να γυρίσω προς το μέρος του κυρίου με την κορόνα.
Πράγματι, φορούσε κορόνα. Αλλά όχι σαν αυτέςπου ξέρουμε στην Ευρώπη, αλλά αυτές που φανταζόμαστε ότι φορούσαν οι αυτόχθονες της Αμερικής, όπως τις βλέπουμε σε εικονογραφήσεις ιστοριών από τα χρόνια της κατάκτηση της αμερικανικής ηπείρου.
Η εικόνα ήταν πραγματικά εντυπωσιακή και παράταιρη για βράδυ Δευτέρας, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στον ηλεκτρικό, Σεπτέμβριο μήνα, με ζέστη και υγρασία.
Ο κύριος όμως δεν φορούσε μόνο κορόνα, αλλά ολόκληρη ενδυμασία. Η κορόνα του ήταν χρυσή και έμοιαζε φτιαγμένη από ύφασμα ή παπιέ μασέ. Περισσότερο θύμιζε καπέλο που κάλυπτε τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του.
Στο πρόσωπό του είχε μακιγιάζ, αρκετά βαρύ, με μέικ απ και τονισμένα μάτια με μαύρο κολ, αλλά και κοκκινάδι στα χείλη. Αν και το μακιγιάζ του είχε αλλοιωθεί –πρέπει να το φορούσε ώρες–, καταλάβαινες ότι είχε χρώματα. Αντί για παντελόνι, φορούσε ένα στενό σκούρο καφέ κολάν και από πάνω, αντί για μπλούζα, ένα κοντό δαντελένιο φόρεμα με χρυσαφιά κεντίδια. Τα παπούτσια του θύμιζαν αυτά των ξωτικών: μυτερά, με ανασηκωμένο το μπροστινό και το πίσω μέρος, σαν γλώσσες. Κρατούσε ένα βαρύ σακίδιο στην αγκαλιά του. Είχε σκούρα επιδερμίδα και το σώμα του, αν και κάπως γεμάτο, ήταν δυνατό και ευθυτενές.
Αρχικά σκέφτηκα πως ήταν ηθοποιός, που είχε τελειώσει την παράστασή του και επέστρεφε σπίτι. Αλλά και πάλι, αναρωτήθηκα, δεν θα είχε αλλάξει, δεν θα είχε ξεβαφτεί πριν βγει στον δρόμο; Φαινόταν εξουθενωμένος. Μερικές φορές έκλεινε τα μάτια, σαν να αποκοιμιόταν. Ο κόσμος γύρω του τού έριχνε κλεφτές ματιές, «πού πάει αυτό το περίεργο πλάσμα, με τα παράξενα ρούχα, μέσα στον ηλεκτρικό», θα σκεφτόταν. Τον παρατηρούσα κι εγώ. Οι απορίες με έτρωγαν, αλλά δεν θα μπορούσα να ρωτήσω.
Ώσπου πρόσεξα ότι από το σακίδιό του κρεμόταν μια μεγάλη κάρτα. Πάνω της είχε ζωγραφισμένη με λεπτομέρειες μια ανθρώπινη παλάμη, με τις γραμμές της, τα όρη της, τα μαλακά σημεία στα δάχτυλα, και λέξεις ή μικρές φράσεις στα αγγλικά: υγεία, έρωτας, χρήματα, γάμος, παιδιά.
Έτσι άστραψε στο μυαλό μου η απάντηση σε όλες τις απορίες: ο κύριος ήταν χειρομάντης. Από αυτούς που έναντι ενός μικρού –ή μεγαλύτερου– αντιτίμου «διαβάζουν» το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον σου ανάμεσα από τις γραμμές των χεριών σου.
Ετσι όπως τον έβλεπα κουρασμένο και ταλαιπωρημένο, με το μισολιωμένο μακιγιάζ, κάπως τον συμπόνεσα. Κάποιος ορθολογικός θα μου έλεγε: «Τι τον λυπάσαι; Αυτός μπορεί να βγάζει μεγαλύτερο μεροκάματο από σένα. Και κοροϊδεύει και τον κόσμο…» Τα ήξερα όλα αυτά, αλλά δεν με ένοιαζαν. Πραγματικά αισθάνθηκα λύπηση για την κούρασή του, για τον κόπο του, αναρωτήθηκα αν κατόρθωσε να βγάλει όντως μεροκάματο. Αν του ζητούσα να διαβάσει και το δικό μου χέρι, τι θα μου έλεγε; Για μεγάλες πόρτες που με περιμένουν να τις διαβώ; Για την επιστροφή κάποιου από καιρό χαμένου; Ή για την τύχη που με περιμένει και πόσα παιδιά θα κάνω;
Αφού δεν με ήξερε, πώς θα μπορούσε να με ξεγελάσει; Και τι ψυχή θα είχαν μερικά ευρώ;
Δεν θα το ζητούσα, αλλά ούτε προλάβαινα. Ο ευθυτενής χειρομάντης μου κατέβηκε στην επόμενη στάση, κουβαλώντας όλο το φορτίο του ρόλου του. Εφευγε με περήφανο βήμα προς την έξοδο.
Ενα επάγγελμα έκανε κι αυτός, έπαιζε παιχνίδια με τη μαγεία, αυτήν που όλοι θέλουμε καμιά φορά, και την παίρνουμε από όπου μπορούμε. Μαγεία έκρυβε και η φράση που λέγανε κάποτε οι πλανόδιες μάντισσες, που επίσης «διάβαζαν» τις παλάμες: Έλα, να σου πω τη μοίρα σου, να σου πω το ριζικό σου.
Όσο δύσπιστος κι αν ήσουν, δεν μπορεί, έστω μία φορά θα υπέκυπτες. Και, ποιος ξέρει, μπορεί να μάθαινες και κάτι…
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου