Νομίζω ότι συμβαίνει μόνο στα μικρά χωριά των διακοσίων, τριακοσίων, τετρακοσίων, το πολύ πεντακοσίων κατοίκων. Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Πτολεμαΐδα, Γιαννιτσά που ’κανα για κάποιον καιρό για σπουδές ή δουλειά ή γιατί ήθελα να σηκωθώ να φύγω αποδώ πέρα, ήξερα δημόσιες υπηρεσίες, οδούς, πλατείες, ιστορικά μνημεία, θυμόμουν τη διεύθυνση ενός συγγενή, κάποιου στενού φίλου ή μιας γυναίκας που με ενδιέφερε. Αλλά στα μικρά χωριά είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Θέλω να πω, οι μνήμες τους, οι δρόμοι τους, τα σπίτια τους έχουν πάντα ένα όνομα, συστήνουν κάποιο πρόσωπο, απεικονίζουν μια ορισμένη μορφή – ακόμη και αν έχει φύγει εδώ και πολλά χρόνια.
Έτσι ακριβώς γίνεται εδώ. Τους στοχαζόμαστε τους νεκρούς μας, τους κανακεύουμε, τους συζητάμε, συνηθέστερα καθόμαστε και τους κλαίμε αλλά μερικές φορές τους μαλώνουμε κιόλας, που γραπώνονται σαν βδέλλες από τις μνήμες μας και ανακατεύονται στις υποθέσεις μας και μπλέκονται στα ποδάρια μας και εμφανίζονται απρόσκλητοι μπροστά μας, κρυμμένοι πίσω απ’ ένα δέντρο ή μια λέξη ή έναν μαντρότοιχο, σαν τα μικρά παιδιά που κάνουν μπουουου για να τρομάξουν τις μαμάδες, τις αδελφές και τους μικρότερους αδελφούς τους. Τους πιάνει τότε το παράπονο, λουφάζουνε σε μια γωνία, δεν σηκώνουν το κεφάλι για να σε κοιτάξουν και μπορεί να σου κρατάνε με τις ώρες μούτρα, είναι μάλιστα φορές που σηκώνονται και φεύγουν χωρίς να πουν ούτε μια λέξη και μετά κάνουν ολόκληρους μήνες μέχρι να ξαναφανούν, αλλά στο τέλος δεν αντέχουν να μένουν μακριά και με την πρώτη ευκαιρία ξανασκάνε μύτη.
Δεν ξέρω λοιπόν πώς συνέβη τις προάλλες αλλά άρχισαν να εμφανίζονται όλοι μαζί μπροστά μου. Ήταν θυμάμαι τρεις τα ξημερώματα, εγώ ήμουν κολλημένος στον υπολογιστή. Κάτι ήθελα να πω για τον χρόνο που περνάει, τη ζωή που φεύγει και τη στιγμή που γλιστράει χωρίς όμως να το ’χω ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου. Καθόμουν λοιπόν και δοκίμαζα τη μια ή την άλλη ιδέα, τη μια ή την άλλη διατύπωση, αλλά ούτε μια σωστή πρόταση δεν μπορούσα να ταιριάξω. Τελευταία μου συμβαίνει αρκετά συχνά. Να σβήνω και να γράφω, να γράφω και να σβήνω, θύοντας τις λέξεις μου, τον χρόνο μου, τη ζωή μου, τον ύπνο μου στη δικαιοσύνη μιας λευκής σαν μάρμαρο οθόνης. Κι ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω εντελώς άπραγος, μπας και προλάβω κάτι υπόλοιπα πρωινού ύπνου. Αλλά τη στιγμή που ’κανα να σηκωθώ, ανοίγει η πόρτα και τους βλέπω να μπουκάρουν ένας ένας μέσα.
Ήταν εκείνος ο γέρος με το στριφτό μουστάκι που τον θυμάμαι πάντα πρόσχαρο, η Ματίνα με την καλαθούνα του ποδηλάτου της στο χέρι, ένα εικοσιεφτάχρονο παλικάρι που σκοτώθηκε δυο μέρες πριν από τον γάμο του μεταφέροντας τα έπιπλα για το καινούριο του το σπίτι, ο πατέρας μιας συμμαθήτριάς μου που κεραυνοβολήθηκε από το ρεύμα μπροστά στην οικογένειά του, εκείνη η καλόβολη αγελαδίτσα μας που μετά τη βοσκή επέστρεφε μονάχη της στον στάβλο, κάποιος φωνακλάς γείτονας που μάλωνε όλη την ώρα την ταλαίπωρη γυναίκα του, ο παππούς μου με το πιο φωτεινό χαμόγελο στο πρόσωπό του, κι άλλοι κι άλλοι κι άλλοι απ’ τους νεότερους πεθαμένους μας και απ’ τους πολύ παλιούς που ούτε καν μπορούσα να τους αναγνωρίσω, κι ήταν τόσοι πολλοί μαζεμένοι που μου θύμισαν τις πρωτομαγιές του ’70, όταν έρχονταν στο δάσος του χωριού για να γιορτάσουνε την άνοιξη απ’ τις τριγύρω περιοχές και γινόταν ο κακός χαμός εδώ πέρα ή τότε που συγκεντρώθηκαν στις αρχές του ’80 όλοι οι χωριανοί στο γήπεδο για να ιδρύσουν τον γεωργικό συνεταιρισμό τους σε ένα κλίμα ενθουσιασμού και αλληλεγγύης, που δεν έτυχε να ξαναδώ από τότε.
Δεν μπορώ με βεβαιότητα να πω, αν τα έζησα, αν τα φαντάστηκα ή αν τα ονειρεύτηκα όλα αυτά. Θέλω πάντως να πιστεύω ότι συνέβησαν όπως ακριβώς τα αφηγούμαι τώρα, αλλά να σημειώσω ότι το τελευταίο διάστημα φλερτάρω μονίμως με την υπερκόπωση. Εκεί που γράφω, σκύβω το κεφάλι και με παίρνει ένας άσχημος ύπνος, γεμάτος περίεργα όνειρα και εφιάλτες. Ό,τι με σιγουριά μπορώ να βεβαιώσω, είναι πως σηκώνοντας το κεφάλι διάβασα στην αναμμένη οθόνη του υπολογιστή ένα μήνυμα για το οποίο μπορώ με πάσα ειλικρίνεια να πω ότι δεν θυμάμαι να το ’χα γράψει εγώ ο ίδιος, και είχε ως εξής:
Καιρό τώρα ψάχνω την ευκαιρία να σου πω τα νέα. Μάθε λοιπόν ότι ο αγροτικός συνεταιρισμός πτώχευσε πριν από δεκαετίες, οι τωρινές πρωτομαγιές κουβαλάνε τον θρήνο μιας αργοπορημένης Μεγάλης Παρασκευής και η καλή σου η ασπρόμαυρη αγελαδίτσα κρέμεται γδαρμένη από τα τσιγκέλια του γειτονικού κρεοπωλείου. Εσύ πάλι κλείνεις τα μάτια, σηκώνεις αδιάφορος τους ώμους και προσποιείσαι τον ανήξερο. Αλλά πες μου, σε παρακαλώ, ως πότε θα τριγυρνάς στους χωματόδρομους των παιδικών σου χρόνων και για ποιας πασχαλιάς τις πασχαλιάτικες τις μυρωδιές θα συνεχίζεις να επιμένεις;
Έτσι ακριβώς γίνεται εδώ. Τους στοχαζόμαστε τους νεκρούς μας, τους κανακεύουμε, τους συζητάμε, συνηθέστερα καθόμαστε και τους κλαίμε αλλά μερικές φορές τους μαλώνουμε κιόλας, που γραπώνονται σαν βδέλλες από τις μνήμες μας και ανακατεύονται στις υποθέσεις μας και μπλέκονται στα ποδάρια μας και εμφανίζονται απρόσκλητοι μπροστά μας, κρυμμένοι πίσω απ’ ένα δέντρο ή μια λέξη ή έναν μαντρότοιχο, σαν τα μικρά παιδιά που κάνουν μπουουου για να τρομάξουν τις μαμάδες, τις αδελφές και τους μικρότερους αδελφούς τους. Τους πιάνει τότε το παράπονο, λουφάζουνε σε μια γωνία, δεν σηκώνουν το κεφάλι για να σε κοιτάξουν και μπορεί να σου κρατάνε με τις ώρες μούτρα, είναι μάλιστα φορές που σηκώνονται και φεύγουν χωρίς να πουν ούτε μια λέξη και μετά κάνουν ολόκληρους μήνες μέχρι να ξαναφανούν, αλλά στο τέλος δεν αντέχουν να μένουν μακριά και με την πρώτη ευκαιρία ξανασκάνε μύτη.
Δεν ξέρω λοιπόν πώς συνέβη τις προάλλες αλλά άρχισαν να εμφανίζονται όλοι μαζί μπροστά μου. Ήταν θυμάμαι τρεις τα ξημερώματα, εγώ ήμουν κολλημένος στον υπολογιστή. Κάτι ήθελα να πω για τον χρόνο που περνάει, τη ζωή που φεύγει και τη στιγμή που γλιστράει χωρίς όμως να το ’χω ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου. Καθόμουν λοιπόν και δοκίμαζα τη μια ή την άλλη ιδέα, τη μια ή την άλλη διατύπωση, αλλά ούτε μια σωστή πρόταση δεν μπορούσα να ταιριάξω. Τελευταία μου συμβαίνει αρκετά συχνά. Να σβήνω και να γράφω, να γράφω και να σβήνω, θύοντας τις λέξεις μου, τον χρόνο μου, τη ζωή μου, τον ύπνο μου στη δικαιοσύνη μιας λευκής σαν μάρμαρο οθόνης. Κι ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω εντελώς άπραγος, μπας και προλάβω κάτι υπόλοιπα πρωινού ύπνου. Αλλά τη στιγμή που ’κανα να σηκωθώ, ανοίγει η πόρτα και τους βλέπω να μπουκάρουν ένας ένας μέσα.
Ήταν εκείνος ο γέρος με το στριφτό μουστάκι που τον θυμάμαι πάντα πρόσχαρο, η Ματίνα με την καλαθούνα του ποδηλάτου της στο χέρι, ένα εικοσιεφτάχρονο παλικάρι που σκοτώθηκε δυο μέρες πριν από τον γάμο του μεταφέροντας τα έπιπλα για το καινούριο του το σπίτι, ο πατέρας μιας συμμαθήτριάς μου που κεραυνοβολήθηκε από το ρεύμα μπροστά στην οικογένειά του, εκείνη η καλόβολη αγελαδίτσα μας που μετά τη βοσκή επέστρεφε μονάχη της στον στάβλο, κάποιος φωνακλάς γείτονας που μάλωνε όλη την ώρα την ταλαίπωρη γυναίκα του, ο παππούς μου με το πιο φωτεινό χαμόγελο στο πρόσωπό του, κι άλλοι κι άλλοι κι άλλοι απ’ τους νεότερους πεθαμένους μας και απ’ τους πολύ παλιούς που ούτε καν μπορούσα να τους αναγνωρίσω, κι ήταν τόσοι πολλοί μαζεμένοι που μου θύμισαν τις πρωτομαγιές του ’70, όταν έρχονταν στο δάσος του χωριού για να γιορτάσουνε την άνοιξη απ’ τις τριγύρω περιοχές και γινόταν ο κακός χαμός εδώ πέρα ή τότε που συγκεντρώθηκαν στις αρχές του ’80 όλοι οι χωριανοί στο γήπεδο για να ιδρύσουν τον γεωργικό συνεταιρισμό τους σε ένα κλίμα ενθουσιασμού και αλληλεγγύης, που δεν έτυχε να ξαναδώ από τότε.
Δεν μπορώ με βεβαιότητα να πω, αν τα έζησα, αν τα φαντάστηκα ή αν τα ονειρεύτηκα όλα αυτά. Θέλω πάντως να πιστεύω ότι συνέβησαν όπως ακριβώς τα αφηγούμαι τώρα, αλλά να σημειώσω ότι το τελευταίο διάστημα φλερτάρω μονίμως με την υπερκόπωση. Εκεί που γράφω, σκύβω το κεφάλι και με παίρνει ένας άσχημος ύπνος, γεμάτος περίεργα όνειρα και εφιάλτες. Ό,τι με σιγουριά μπορώ να βεβαιώσω, είναι πως σηκώνοντας το κεφάλι διάβασα στην αναμμένη οθόνη του υπολογιστή ένα μήνυμα για το οποίο μπορώ με πάσα ειλικρίνεια να πω ότι δεν θυμάμαι να το ’χα γράψει εγώ ο ίδιος, και είχε ως εξής:
Καιρό τώρα ψάχνω την ευκαιρία να σου πω τα νέα. Μάθε λοιπόν ότι ο αγροτικός συνεταιρισμός πτώχευσε πριν από δεκαετίες, οι τωρινές πρωτομαγιές κουβαλάνε τον θρήνο μιας αργοπορημένης Μεγάλης Παρασκευής και η καλή σου η ασπρόμαυρη αγελαδίτσα κρέμεται γδαρμένη από τα τσιγκέλια του γειτονικού κρεοπωλείου. Εσύ πάλι κλείνεις τα μάτια, σηκώνεις αδιάφορος τους ώμους και προσποιείσαι τον ανήξερο. Αλλά πες μου, σε παρακαλώ, ως πότε θα τριγυρνάς στους χωματόδρομους των παιδικών σου χρόνων και για ποιας πασχαλιάς τις πασχαλιάτικες τις μυρωδιές θα συνεχίζεις να επιμένεις;
Πηγή: artinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου