Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Μαρία Αρβανιτίδου: Στο Τρίκερι, στην εξορία μας κρατούσε ζωντανές η γυναικεία αλληλεγγύη

 
«Εδώ σε τούτο το νησί Τρίκερι έζησαν από το 1948 έως το 1953 πέντε χιλιάδες γυναίκες πολιτικές εξόριστες» γράφει μια μαρμάρινη πλάκα στο μοναστήρι που βρίσκεται στο παλιό Τρίκερι, ένα μικρό νησάκι στα νότια του Πηλίου. Τοποθετήθηκε εκεί για να θυμίζει ότι σε αυτό το κατάφυτο μέρος πέρασαν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους, κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες, γυναίκες πολιτικές εξόριστες από το μετεμφυλιακό κράτος.
 

Της Σταυρούλας Πουλημένη για το stokokkino.gr
 
Η Μαρία Αρβανιτίδου-Δοντούδη, 90 χρόνων σήμερα, είχε και αυτή την «τύχη» να ζήσει δύο φορές στο νησάκι αυτό κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων εξορίας της, που ξεκίνησαν από τη Χίο, συνεχίστηκαν στο παλιό Τρίκερι, τη Μακρόνησο και στη συνέχεια πίσω πάλι στο νησί. Μια γυναίκα που, όπως και πολλές εκείνη την εποχή, διώχθηκαν λόγω της πολιτικής τους δράσης για την απελευθέρωση της χώρας από τα ναζιστικά στρατεύματα. Από τα 18 της μετέφερε τα όνειρά της σε μια μικρή βαλίτσα, σε αντίσκηνα και κρατητήρια, αντιστεκόμενη στην πείνα, την εξαθλίωση και τα καψόνια της Διοίκησης που στόχο είχαν να εξευτελίσουν την αξιοπρέπειά τους και να τις τρομοκρατήσουν. Στις συνθήκες αυτές η γυναικεία αλληλεγγύη ήταν το μόνο στήριγμα για την επιβίωση αλλά και την οργάνωση της καθημερινής ζωής.
 
«Θυμόμαστε το Τρίκερι, τιμάμε τις εξόριστες γυναίκες»
Την Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019 με πρωτοβουλία μιας ομάδας δημοκρατικών πολιτών ξεκινάει τριήμερο εκδηλώσεων στο παλιό Τρίκερι με σκοπό να τιμήσουν την μνήμη των γυναικών που εξορίστηκαν εκείνα τα «πέτρινα χρόνια» 1947-1953.
«Μέσα από την ιστορία των εξόριστων γυναικών στο Τρίκερι και σε άλλους τόπους εξορίας επιθυμούμε να αναδείξουμε τους αγώνες για τις διαχρονικές αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας» αναφέρει το κάλεσμα των εκδηλώσεων. Με αυτήν την αφορμή συναντήσαμε την κα Αρβανιτίδου που ζει στη Θεσσαλονίκη για να μας διηγηθεί το μεγάλο ταξίδι της εξορίας αλλά και στιγμές από τα χρόνια της κατοχής μέχρι και τον εμφύλιο.
 
Η κατοχή
«Γεννήθηκα στη Δράμα το 1929, ο πατέρας μου ήταν σιδηροδρομικός. Εγώ ήμουν η δεύτερη στην οικογένεια και είχα άλλα τρία αδέρφια, τα δύο εκ των οποίων γεννήθηκαν μέσα στον πόλεμο. Είχαν μεταθέσει τον πατέρα μου στην Φλώρινα και ζούσαμε και εκεί. Ο πατέρας μου ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ και εγώ τότε, 13 χρονών κοπελίτσα, πήγαινα στο γήπεδο ποδοσφαίρου όπου είχαν οι Γερμανοί τα στρατεύματα και τα μηχανοκίνητά τους. Ο γραμματέας του ΕΑΜ μου είχε δείξει τα σημεία και εγώ καθώς έπαιζα σκοινάκι κατέγραφα τα πάντα. Οι Γερμανοί γελούσαν βλέποντάς με να παίζω αλλά εγώ κατέγραφα τα πάντα. Ήταν η εποχή που κυνηγούσαν τους αντάρτες, είχε βγει ο κόσμος στα βουνά. Ο πατέρας μου έφυγε και αυτός αντάρτης στη Φλώρινα με την βοήθεια ενός “συνδέσμου”. Στο βουνό έφυγε στη συνέχεια και ο μεγάλος μου αδερφός.
» Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί ήρθαν στο σπίτι και δεν βρήκαν τον πατέρα μου. Αφού δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν, ήρθαν ξημερώματα και πήραν τη μητέρα μου από το σπίτι. Την πήγαν στη φυλακή πίσω από τη Νομαρχία, ένα κτίριο μικρό με μία περίφραξη και έναν χωροφύλακα. Πήγα να την ψάξω στα κρατητήρια της Γκεστάπο και από εκεί με έστειλαν σε ένα άλλο γραφείο που ήταν η Κομαντατούρ, η στρατιωτική αστυνομία. Πήγα να τη δω, απ’ έξω είχε ένα καγκελάκι και την φύλαγε ένας χωροφύλακας. Την ρώτησα “τι θα σε κάνουν” και μου απάντησε “Σαλόνικα Σαλόνικα, άκουσα που έλεγαν”. Και πραγματικά την άλλη μέρα την έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο με δύο Γερμανούς και την μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα θυμάμαι.
» Την έφεραν εδώ και την έκλεισαν στην οδό Βασ. Όλγας, σε ένα δωμάτιο στο κτίριο της στρατιωτικής αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη, μαζί με μία φοιτήτρια τη Δέσποινα από τη Θεσσαλονίκη που την εκτέλεσαν ύστερα. Είχαν και άλλους εκεί και εκείνον τον Χρήστο που εκτέλεσαν επίσης. Μια μέρα βρήκα όλα τα ονόματα των εκτελεσμένων στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας. Ο Γερμανός είχε ένα συρτάκι στην πόρτα, έδινα τα ρούχα και μου ’δινε τα ρούχα που άλλαζε. Μια μέρα τον ρώτησα να γράψω ένα σημείωμα και βγήκε και μου ’πε “έλα”, έβγαλε ένα μολύβι και χαρτί και έγραψα “μαμά είμαστε καλά φροντίζω για σένα μη στεναχωριέσαι”. Το πήρε ο Γερμανός και πήγε στην πόρτα του δωματίου, την άνοιξε και έριξε μέσα το γράμμα. Η Δέσποινα είπε “Λουίζα είναι γράμμα από το παιδί σου” και η μάνα μου φοβήθηκε, το έσκισε και το παράχωσε στη χαραμάδα των σανιδιών. Ύστερα πήγα στα δικαστήρια στην Εθνικής Αμύνης για να ρωτήσω γιατί κρατούν τη μητέρα μου φυλακή. Ήθελα να τη σώσω γιατί μπορεί να την έστελναν Γερμανία, τότε έστελναν πολλούς να δουλέψουν σε στρατόπεδα εκεί. Ο διερμηνέας άνοιξε ένα χοντρό βιβλίο που είχε, και ο Γερμανός διαπίστωσε ότι η γυναίκα έπρεπε να απολυθεί, δεν είχε κάτι εις βάρος της. “Πήγαινε σπίτι και αύριο θα απολυθεί” μου ’πε, και πραγματικά την επόμενη μέρα τα παιδάκια έπαιζαν και ο μικρός έκλαιγε και μόλις εμφανίστηκε στη στροφή την άκουσα και έτρεξα και την αγκάλιασα μέσα στο δρόμο. Μετά φύγαμε από το σπίτι της θείας που μέναμε και πήγαμε στο δικό μας στην Επτάλοφο. Ήταν Απρίλιος του ’44. Εγώ ήμουν 14».
 
Οι συλλήψεις
«Μετά το ’46 άρχισαν οι συλλήψεις. Ήταν τα δύσκολα χρόνια, “πέτρινα” όπως τα ονόμασαν, φοβερή τρομοκρατία μετά την κατοχή. Άρπαζαν τους ανθρώπους από τα σπίτια τους, αυτούς που πολέμησαν τους Γερμανούς, τους έστηναν στα στρατοδικεία και τους καταδίκαζαν σε φυλακή και εκτελέσεις.Το ’48 ήμουν στη τελευταία τάξη του Γυμνασίου, θα έδινα εξετάσεις τον Μάρτιο και έκανα όνειρα για σπουδές στο πανεπιστήμιο. Ήρθε τα μεσάνυχτα στο σπίτι ένας χωροφύλακας για να μη δει η γειτονιά, “θέλουμε την Μαρία Δοντούδη” είπε. Η μητέρα μου ρώτησε “τι να την κάνετε την Μαρίκα;”. Για μια ανάκριση, απάντησε. Πήγα στο αστυνομικό τμήμα, ο αστυνομικός ανθυπασπιστής μου λέει “θα κάνεις δήλωση;”. Η δήλωση ήταν “Δηλώνω ότι αποκηρύττω μετά βδελυγμίας το ΕΑΜ, το ΚΚΕ, την ΕΠΟΝ κτλ”. Τότε σε βάζαν όχι μόνο να κάνεις δήλωση αλλά να υποδείξεις και άτομα. Αυτές ήταν οι δηλώσεις τους. Εγώ αρχικά συμμετείχα στην ΕΠΟΝ ως βοηθός στον γραμματέα του ΕΑΜ στην Φλώρινα και μετά στην ΕΠΟΝ Επταλόφου. Moυ κάνει ανάκριση, δεν κάνω δήλωση, πώς να κάνω, γιατί να κάνω, “ούτε θα προδώσω κανέναν και στο εκτελεστικό να με πάτε, αυτά δεν γίνονται” τους είπα. Με κατέβασαν κάτω στο υπόγειο. Έφεραν και άλλες γυναίκες, άλλες έκαναν δήλωση και άλλες όχι. Μας κράτησαν εκεί μία εβδομάδα. Από εκεί μας πήγαν στο Μεταγωγών και μας φόρτωσαν σε ένα καράβι από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης προς τον Πειραιά. Μας έκλεισαν εκεί στο Μεταγωγών και από εκεί πάλι μας βάλαν σε ένα καράβι και μας έστειλαν στη Χίο».
 
Πρώτος σταθμός Χίος
«Στη Χίο το στρατόπεδο ήταν έξω από την πόλη. Ένας στρατώνας με τρία κτίρια, μαγειρείο και αυλή. Στη Χίο μείναμε ένα χρόνο, γέμισαν τα τρία κτίρια με χίλιες περίπου γυναίκες απ’ όλη την Ελλάδα, νέες, ηλικιωμένες, μικρά παιδιά, άρρωστες, γερές, όλες μαζί. Στην αρχή μας άφηναν να γράφουμε γράμματα στους δικούς μας σε φάκελο, ύστερα σε μια κάρτα που χωρούσαν δέκα σειρές. Τους άνδρες τους έστελναν Άη Στράτη και σε άλλα νησιά. Η διατροφή ήταν πολύ κακή, και μας προαυλίζαν μόνο μία ώρα την ημέρα. Από το ’48 μέχρι το ’49 ζήσαμε εκεί, και μετά μας πήγαν στο Τρίκερι. Όταν φεύγαμε από τη Χιο τραγουδούσαμε “Σε άλλη εξορία πάμε, σας χαιρετάμε με ευχές και αγάπη, χρόνο μείναμε στο νησί σας, μα δεν είδαμε καθόλου τη μορφή σας, μας εκλείσαν οι κακοί σε συρμάτινο κλουβί”».
 
Το Μακρονήσι ξεκίνησε από το Τρίκερι
«Από την κλεισούρα της Χίου εδώ στο Τρίκερι ζούσαμε στον καθαρό αέρα. Είχαμε όμως και εδώ δυσκολίες, κοιμόμασταν σε αντίσκηνα που γέμιζαν λάσπες όταν έβρεχε. Τα αντίσκηνα ήταν μακριά από το μοναστήρι και από εκεί είχε δρόμο που κατέβαινες στο χωριό, είχε καμιά δεκαριά σπίτια και ήταν ψαράδες όλοι τους, πουλούσαν τα ψάρια στο Βόλο. Στο λιμανάκι του νησιού αραδιαζόμασταν στη σειρά και ξεφορτώναμε το καΐκι, κάναμε αλυσίδα για να μεταφέρουμε τα ξύλα, τα τρόφιμα από το Βόλο και τα δέματα που μας έστελναν οι μάνες μας. Μαγειρεύαν οι δικές μας οι γυναίκες λίγα πράγματα. Εκείνη η μανέστρα είχε γίνει καθημερινό φαγητό. Για να πιούμε νερό πηγαίναμε γύρω γύρω το νησί, φτάναμε στο εκκλησάκι του Άη Γιώργη, είχε μια βρύση με τουλούμπα που είχαν ανοίξει οι Θεσσαλοί κρατούμενοι που τους είχαν φέρει πριν από εμάς. Το “Μακρονήσι” όμως άρχισε για μας από το Τρίκερι. Τον Οκτώβριο του 1949 μας παραδίδει η χωροφυλακή στον στρατό. Πιστεύαμε ότι θα ήταν καλύτερα. Αντίθετα, τότε άρχισαν τα καψόνια: όχι δέματα, όχι αλληλογραφία, αραιώναν τα δρομολόγια του καϊκιού που περιμέναμε ένα κομμάτι ψωμί. Καθημερινά μας ξυπνούσαν από τα χαράματα χτυπώντας τις σκηνές, βρίζοντας και απειλώντας. Όλες μαζί, καθημερινά, ανηφορίζαμε για “προσκλητήριο” στο μοναστήρι, δύο ή τρεις φορές την ημέρα. Εκεί μας περίμεναν άλλα: ψυχολογική βία και φοβέρες. Μέχρι και ο δεσπότης του Βόλου ήρθε με τον στρατηγό να μας απειλήσουν ότι θα “φάμε φίδια και θα πεθάνουμε στις χαράδρες”. Στο Τρίκερι είχαμε φτάσει τότε μέχρι και τις 5.000 γυναίκες.
Σαν πρώτη τιμωρία μάς έπαιρναν τα ράντζα και αναγκαστικά κοιμόμασταν κάτω στη βρεμμένη γη. Το αντιμετωπίζαμε βάζοντας κλαδιά. Ο χειμώνας είχε αρχίσει για τα καλά και εμάς καθημερινά μας μεταφέραν από τη μία άκρη του νησιού στην άλλη για να μαζεύουμε συρματοπλέγματα και να μετακινούμε έναν πελώριο κλίβανο του στρατού. Το βράδυ γυρνούσαμε στις σκηνές και κοροϊδεύαμε την πείνα μας παίρνοντας ελιές από τα δέντρα. Οι ελιές αυτές μας κρατήσαν στη ζωή. Το νερόβραστο φαγητό και τα 50 δράμια ψωμί δεν αρκούσαν για την επιβίωσή μας. Στη συνέχεια μας μετέφεραν σε μεγάλες σκηνές πάνω στο μοναστήρι, όπου μας στοιβάξανε όλες, νέες και ηλικιωμένες, γυναίκες. Πολλές γυναίκες έπασχαν από φυματίωση και τις έστελναν σε σανατόριο στο Βόλο.
Εκείνον τον καιρό έδιωχναν απο το Τρίκερι τις γυναίκες που ήταν από χωριά της Μακεδονίας, αφού τις βάζανε να κάνουν δήλωση μετάνοιας. Τρεις από εμάς μάς έβαλαν να τις συνοδέψουμε κρατώντας μια μεγάλη σημαία μέχρι το λιμανάκι, όπου αναχωρούσε το οπλιταγωγό με στοιβαγμένες μάνες, παιδιά, γυναίκες, αδελφές που δεν ήξεραν τι υπέγραφαν. Μάλιστα, δύο από αυτές γέννησαν στο μοναστήρι μόνες τους, χωρίς να ζητήσουν τη βοήθεια των γιατρών μας – συνεξορίστων γυναικών, που μας πρόσεχαν πολύ. Το ένα μωρό πέθανε, το θάψαν στο νησί. Αφού έδιωξαν τις ανταρτοοικογένειες, βρήκαν έναν άλλον τρόπο να μας εκβιάζουν. Σε μια πλαγιά του βουνού, δεξιά από το μοναστήρι, περιέζωσαν έναν χώρο με σύρμα, έβαλαν και έναν στρατιώτη, έστησαν δύο μεγάλα αντίσκηνα και μας έστειλαν στην απομόνωση από τις αδελφές συνεξόριστες. Μόλις κρατούσαν τα αντίσκηνα από το βάρος του χιονιού. Ένα πρωινό έλειπε ο στρατιώτης από τη σκοπιά του, είχε παγώσει και αυτός τη νύχτα. Αυτό κράτησε μερικές μέρες και μας ειδοποίησαν ότι φεύγουμε για το Μακρονήσι. Μαζέψαμε τα μπαγάζια μας και τα κουβαλήσαμε στο λιμανάκι όπου μας περίμενε το αρματαγωγό. Κουβαλάγαμε πρώτα τις βαριά άρρωστες με τα ράντζα και όλο το στρατοπεδικό υλικό. Αφού έκλεισε η αμπαρόπορτα ξεκινήσαμε. Ταξιδεύαμε νύχτα. Θαλασσοταραχή, φωνές, κλάματα παιδιών, ναυτία, εμετοί, γυναίκες με κρίσεις από καρδιοπάθειες, αιμοπτύσεις από φυματίωση. Κοιμόμασταν στρωματσάδα στο μισοσκότεινο κλειστό αμπάρι. Όταν ξημέρωσε, είχαμε φθάσει στο Λαύριο πτώματα από την αϋπνία. Το βραδινό φαγητό μας ήταν μισή ρέγγα και ένα κομμάτι ψωμί. Τις άρρωστες τις μετέφεραν κατάκοιτες, δεμένες με λουριά σε πάνινα φορεία, και τις κατέβαζαν οι ναύτες με σκοινιά στο καΐκι. Αποβιβαστήκαμε στο καταραμένο Μακρονήσι περίπου 1200 γυναίκες».
 
Μακρόνησος
«Ξεκινήσαμε από την αποβάθρα συνοδεία αλφαμιτών κατά μήκος του νησιού. Παντού συρματοπλέγματα, στρατόπεδα, και μέσα σε αυτά άνδρες πολιτικοί εξόριστοι, βασανισμένοι, ταλαιπωρημένοι, μας κοιτούσαν αμίλητοι από μακριά. Εμάς μας στοιβάξαν ανά 40 σε κάθε σκηνή. Στο Μακρονήσι ήταν τα πιο δύσκολα, γιατί εκεί δεν είχαμε νερό και ερχόταν υδροφόρα. Πηγαίναμε και το παίρναμε με στάμνες. Οι αλφαμίτες μάς έδιναν μια κλωτσιά και το έχυναν, γυρνούσαμε χωρίς νερό στη σκηνή. Οι αλφαμίτες χτυπούσαν τις σκηνές μας και φώναζαν για συσσίτιο. Αυτό γινόταν πλάι στη θάλασσα, τρώγαμε όρθιες ενώ φυσούσε δαιμονισμένα. Όταν βράδιαζε, ξαπλώναμε για ύπνο. Το πρώτο βράδυ κοιμηθήκαμε γεμάτες αγωνία. Ξαπλώσαμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε η μία με την άλλη, όχι μόνο για το κρύο μα για ό,τι θα συνέβαινε. Περιμέναμε το ξύλο. Οι αλφαμίτες έμπαιναν στις σκηνές και μας χτυπούσαν αδιάκριτα όπου έβρισκαν, αφηνιασμένοι, μέχρι να μας σακατέψουν. Λες και δεν τους γέννησε μάνα. Το ξύλο κράτησε μια μέρα μέχρι το μεσημέρι. Όσες δεν άντεξαν δήλωσαν. Οι υπόλοιπες 600 γυναίκες μεταφερθήκαμε σε άδεια αντίσκηνα στην άλλη πλευρά, εκεί είχαμε τη συνέχεια του ξύλου. Τη νύχτα ένας αλφαμίτης έμπαινε στη σκηνή, μας κλωτσούσε στα πόδια και φώναζε “σκωθούτε”. Οι ηλικιωμένες έκαναν τείχος η μία δίπλα στην άλλη για να κρύψουν τις νέες κοπέλες. Πολλές τις έπαιρναν μέσα από τη σκηνή και τις πήγαιναν στο σκοτάδι στο Α2 για να υπογράψουν. Την Στέλλα την χτύπησαν πολύ στο κεφάλι, πέρασε από το Α2 και της ζητούσαν να υπογράψει, δεν υπέγραφε. Πέταξε το στυλό και την χτύπησαν άσχημα, είχε αιματώματα, έμεινε κατάκοιτη. Τις άρρωστες τις είχαν σε άλλα αντίσκηνα με έναν φρουρό για να μην περνάμε εμείς. Εγώ κρυφά σήκωνα το σύρμα και την έβλεπα και την Στέλλα και τις άλλες. Το ίδιο χτύπησαν μια άλλη, την Βαγγελίτσα από τη Θήβα, ανήλικη, την έπιανε κρίση, φώναζε “Δεν είμαι τίποτα, δεν ξέρω τίποτα, δεν θα πω τίποτα”. Η Νίτσα από τον Βόλο έχασε την ακοή της από το ξύλο. Μετά ήρθε η σειρά μου, όσο κι αν με έκρυβε η Βάσω, με πήρε ο αλφαμίτης στη μέση της σκηνής και άρχισε να με χτυπά στη μέση, στη λεκάνη, στα πόδια. Έβλεπα πως δεν γλίτωνα και του ζήτησα να πάω τουαλέτα που ήταν αρκετά μακριά, στη θάλασσα. “Πάνε και τα λέμε μετά” μου ’πε. Ψυχή δεν υπήρχε εκεί έξω, άγριο σκοτάδι σε όλο το νησί, μόνο φωνές ακούγονταν από τα αντίσκηνα που έπεφτε το ξύλο. Τα πόδια μου είχαν πρηστεί και όταν γύρισα στη σκηνή δεν πρόλαβε ο αλφαμίτης να με παραλάβει.
» Ήταν δύσκολα χρόνια. Ήθελαν να μας εξοντώσουν, ούτε τις άρρωστες άφηναν αν δεν δήλωναν.
Το καλοκαίρι μας ανακοίνωσαν ότι θα φύγουμε. Είχαν προηγηθεί οι εκλογές του Πλαστήρα. Άφηναν πρώτα λίγες ηλικιωμένες, μετά τις βαριά χτυπημένες που τις πήραν οι δικοί τους από το Λαύριο. Σαν έφθασε ο Αύγουστος μας φόρτωσαν τις υπόλοιπες στο οπλιταγωγό και πήγαμε ξανά στο Τρίκερι».
 
Οργανώναμε τη ζωή μας
«Στο Τρίκερι αρχίζει μια άλλη ζωή, μια άλλη ιστορία. Ήθελαν να μας βάλουν να κατασκηνώσουμε στα πηγάδια, δεν το δεχτήκαμε και ζητήσαμε το μοναστήρι. Στο νησί οι 600 περίπου γυναίκες οργανώσαμε τη ζωή μας. Κάναμε μπάνιο καθημερινά. Κάναμε θέατρο με την Αλέκα, συνεξόριστη ηθοποιό, ζωγραφική, μαθήματα ξένων γλωσσών, γινόντουσαν μαθήματα στις αναλφάβητες. Γινόντουσαν μαθήματα κοπτικής, ραπτικής, είχαμε κάνει και πολλά εργόχειρα – όταν γύρισα από την εξορία ήξερα να ράβω. Η Μαρία μού είχε μάθει να κάνω και ενέσεις. Αυτή τελείωσε ύστερα την Ιατρική και διέπρεψε. Μας κρατούσε η αλληλεγγύη μεταξύ μας, η μία βοηθούσε την άλλη. Δεν έλειψαν βέβαια τα επεισόδια με τους χωροφύλακες, και μάλιστα κάποιες από εμάς μας δίκασαν για αντίσταση κατά της αρχής στο Βόλο και αθωωθήκαμε. Η Ρόζα Ιμβριώτη, η Λίζα Κόττου, η Φρουτζή κ.ά. έγραψαν βιβλία για τα όσα ζήσαμε».
 
Η εξορία δεν κρύβεται
«Γύρισα το 1952. Πήγα στο Γυμνάσιο και ο νέος Γυμνασιάρχης δεν με δέχτηκε. “Πού ήσουν τέσσερα χρόνια;” με ρώτησε. Το είπα, η εξορία δεν κρύβεται. Πήρα ένα χαρτί, τελείωσα το σχολείο στην ΧΑΝΘ, εργάστηκα σε μαγαζιά, μετά σε μια βιοτεχνία. Τον πατέρα μου τον είχαν διώξει από τη δουλειά. Το ’58 γύρισε ο άνδρας μου, που είχαμε σχέση πριν την εξορία και κρυβόταν επί χρόνια επειδή ήταν αριστερός. Όταν γύρισε, μου έκλεισε τα μάτια και μου ’πε “πες πως δεν πέρασαν αυτά τα χρόνια!”. Δεν πήγα ποτέ ξανά στο Τρίκερι, το είδα μια φορά μακριά από τον Βόλο, δεν μπορούσα να πάω, εκεί έζησαν γυναίκες που τις χάσαμε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου