Γνώρισα τον Χόρχε Σεμπρούν σ’ ένα τραπέζι που έκανε η αλησμόνητη Μάγδα Κοτζιά για τον ερχομό του στην Αθήνα. Κάθισα απέναντί του. Συμπάθησα το βλέμμα του κι εκείνη την τρυφερότητα του ανθρώπου που έχει περάσει πολλά και ξέρει να ξεχωρίζει το σημαντικό από το ασήμαντο. Απολάμβανε τους ανθρώπους και πιο πολύ εκείνους που δεν έδιναν σημασία στην εξουσία. Ήταν τότε υπουργός! Στη συνέχεια τον γνώρισα καλύτερα διαβάζοντας τα… σανδάλια του.
Στη νουβέλα "Σανδάλια" του Χόρχε Σεμπρούν ένα ζευγάρι διανοουμένων -μία δικηγόρος κι ένας δημοσιογράφος- βιώνει με τον δικό του τρόπο την κωμωδία, την τραγωδία, την ιλαροτραγωδία του ερωτισμού. Οι αναφορές και οι αναγωγές στην «περίεργη» ερωτική σχέση του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου και φιλοναζιστή Χάιντεγκερ με την Εβραία και αριστερή Χάνα Άρεντ μέσω της αλληλογραφίας τους είναι συχνές, αλλά ο Σεμπρούν τις υπερβαίνει. Οι δύο εραστές είναι παντρεμένοι, όπως και οι Άρεντ, Χάιντεγκερ. Ο Μπερνάρ, όπως και ο Χάιντεγκερ, γράφει στη Φρανς ότι «ποτέ δεν θα μπορέσω να οικειοποιηθώ το δικαίωμα να σας θέλω για μένα, όμως δεν θα βγείτε πια από τη ζωή μου...». Ο άνδρας επιθυμεί το σώμα των γυναικών, αλλά όχι στη ζωή τους. Ο έρωτας του Χάιντεγκερ και της Άρεντ, ήταν ένα ατέλειωτο talk, ένα αδιάκοπο "σεξ" στο μιλητό, ήταν μια «συζήτηση χωρίς συνέχεια, αδιάκοπη για τόσο πολλά χρόνια που ξεκινάει αυτοστιγμεί στα βαθιά... όπως η ηδονή».
Για τον Μπερνάρ αν και το πνευματικό επίπεδο της σχέσης των δύο φιλοσόφων ήταν σημαντικό, εντούτοις ο έρωτας αυτού του είδους είναι ανέφικτος, δυστυχισμένος, στερημένος, «παρά την απατηλή φλόγα της συνομιλίας», χωρίς κατάληξη. Για τον άντρα, η δική του σχέση με τη Φρανς ήταν ένα θαύμα της σαρκικής, «ανεμπόδιστης επιτυχίας». Για τη γυναίκα, αντίθετα, ήταν «δύο δεκαετίες ψέματα, κρυφτούλι που καμιά φορά γινόταν εξευτελιστικό, ώρες ξεκλεμμένες απ’ τη βαμβακερή ανυπαρξία της καθημερινότητας, υπό τον καταναγκασμό μιας ζωής επίσημα ρυθμισμένης...». Κι όμως όλα ξεκίνησαν από την ερωτική συνομιλία μέσω των ποιημάτων του Ρενέ Σαρ: «Ομορφιά, απόλυτή μου ευθεία, μέσ’ από τέτοιους άθλιους δρόμους, στο κατάλυμα μιας λάμπας κι ενός κλειστού κουράγιου, να ξεπαγιάζω, κι εσύ να ’σαι η γυναίκα μου τον Δεκέμβρη. Η ζωή που μου μέλλει είν’ η όψη σου την ώρα που κοιμάσαι». Η μουσική των λέξεων ανοίγει το κεφάλι της γυναίκας και μετά τον κόλπο της. Για εκείνη ο έρωτας είναι βουβός και η ποίηση τον κάνει να μιλάει. Εκείνος, όμως, μεταχειρίζεται την ποίηση με τον τρόπο που ένας ιππότης χρησιμοποιεί το σπαθί και κυρίως το δίχτυ του. Ο Μπερνάρ είναι ο κυνηγός που του αρκούν τα χείλη, οι γλώσσες και η τραχύτητα της ιδιοκτησίας, μία εφήμερη ηδονή για «το κενό των πέντε με επτά»! Αλλά και η Φρανς ακολουθεί το ανδρικό πρότυπο σύμφωνα με τη λοξή χειραφέτηση του καιρού. Κι εκείνη έχει έναν σύζυγο κι έναν εραστή. Αλλά είναι αυτή που θα διαγνώσει την παγίδα της ψευδούς ευτυχίας, η καλύτερα της δυστυχισμένης ευτυχίας.
Η ηδονή, «ένα κοράλλι από σπασμούς» ήταν ο εραστής. Αλλά αυτές οι στιγμές της ηδονής ήταν συγχρόνως σπαρακτικές «γιατί δεν συνιστούσαν μια μοιρασιά, μια μακρόπνοη τρυφερότητα, μια συνενοχή του καθημερινού». Η Φρανς θα χωρίσει με τον επίσημο σύζυγό της και θα προσπαθήσει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα με τον εραστή της, στην προσπάθειά της να αποκτήσει η σαρκική σχέση το διαφυγόν της. Αλλά αυτή η «νέα ελευθερία» θα διασαλεύσει την ισορροπία του ζευγαριού, του παράνομου και συγχρόνως αποκλειστικού. Η τύχη θα παίξει το δικό της ρόλο στη λύση και θα της προσδώσει τα χαρακτηριστικά της τραγωδίας. Προς το παρόν η γυναίκα εξακολουθεί για τον άνδρα να είναι η πιο ωραία κραυγή, αλλά μόνο μέσα στη σιωπή της.
Η Φρανς είναι εκείνη που μιλάει γιατί σύμφωνα με τον Ρόλαν Μπαρτ «το εγώ αγορεύει μόνο όταν είναι λαβωμένο». Η κραυγή της, η απεγνωσμένη κραυγή για έναν ολοκληρωμένο έρωτα που θα περιλαμβάνει και το Talk και το sex, που θα αναφέρεται σε κάποιον που να μπορεί να την καταλάβει και να την πάρει μαζί του, θα χαθεί, προς το παρόν, σε κάποιο κανάλι της Βενετίας. Ο Μπερνάρ και η Φρανς ήταν αναγκασμένοι να ερωτεύονται όπως όλος ο κόσμος, σύμφωνα, δηλαδή, με το στερεότυπο: Ζήλια, εγκατάλειψη, ματαίωση. Αντίθετα, η σχέση του Χάιντεγκερ και της Άρεντ, ακριβώς επειδή ήταν «περίεργη» και άτοπη, δηλαδή πρωτότυπη, κλόνισε το στερεότυπο και διήρκεσε. Εδώ ο θαυμάσιος Σεμπρούν παρουσιάζει τον έρωτα σαν ένα παιγνίδι άνισων εικόνων και συγκυριών.
Χόρχε Σεμπρούν: Τα σανδάλια
Μετάφραση: Αυ. Κορτώ,
Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου