Σοφία Μπραϊμάκου *
Ξαπλωµένος εδώ και καιρό στο κρεβάτι σε στάση απόλυτης απραξίας. Ολόκληρο το σώµα µου υπακούει στους νόµους της βαρύτητας, τα άκρα µου είναι άκαµπτα και βαριά, σάµπως δεν αποτελούν µέλη ενός ενιαίου συνόλου µα προσκολλήθηκαν πάνω µου µε το στανιό. Μοιάζουν µε τον φονικό ιό που βρίσκεται εκεί έξω ανεξέλεγκτος, φτιάχνει στελέχη και µετοικεί πάνω σε ξένα κορµιά ώσπου τα κάνει ολότελα δικά του.
Από τους έρηµους δρόµους των συνοικιών ένας ανοιξιάτικος αέρας καταφέρνει να εισβάλει στην κάµαρα, τρυπώνει στις κόγχες της µύτης, µου φέρνει να διαβάσω τα µηνύµατα της πόλης που κοιµάται. Η οσµή από τα νεογνά άνθη της γέρικης αµυγδαλιάς διεισδύει µέσα από τις χαραµάδες και µε µπουκώνει µε τη βαριά, µεθυστική της γλύκα. ∆ίχως άλλο µε περιγελά. Οµως εγώ δεν είµαι ο τύπος που θα µασήσει µε τα τερτίπια της άνοιξης. Σιχαίνοµαι τα λουλούδια, τους µίσχους, τη γύρη, τα τρυφερά µογγόλικα ανθάκια που προσκολλώνται πάνω στα κλαδιά των δέντρων, το χαρούµενο τιτίβισµα των πουλιών, την ίδια την υπόσχεση της αναγέννησης που µοστράρει η εποχή, όλο αυτό το παραµύθι που επαναλαµβάνεται κάθε χρόνο και πείθει ακόµη και τους πιο γνωστικούς να το καταπιούν αµάσητο. Αντιστέκοµαι. Εχω κλείσει τα παράθυρα κι έχω σφαλίσει τα παντζούρια να µην περνά µέσα στο σπίτι η πλάνη της φύσης που δεν είναι τίποτε άλλο από µια κοµπλεξική επίδειξη της ανωτερότητάς της σε σχέση µε την ανθρωπότητα, που αντί να αναγεννιέται όπως η αµυγδαλιά εκεί έξω, υποκύπτει στη φθορά και στον θάνατο. «Για πες, τσούζει;» σκέφτοµαι κι αφήνω ένα χαιρέκακο µειδίαµα για όσους αναγκάζονται να µείνουν έγκλειστοι µέσα στα σπιτάκια τους, τα κρεβατάκια τους, µε τα γεµάτα ψυγειάκια τους, τα παιδάκια τους, τα αγαπάκια τους, τα µωράκια τους κι όλο αυτό το µικροαστικό παραλήρηµα που έχουν επινοήσει για να συνεχίσουν να πορεύονται µακάριοι µέσα στη φυλακή τους. Κανένα πρόβληµα, ό,τι ευχαριστεί τον καθένα.
Παίρνω µια µεγάλη λαίµαργη αναπνοή, µετρώ ρυθµικά ως το δέκα, εκπνέω και ύστερα ξανά από την αρχή. Κάποτε η προσοχή µου διασπάται και χάνω τον ρυθµό – από το τρία βρίσκοµαι ξαφνικά να πηδώ στο οχτώ. Σπάω την αλληλουχία µε τον ίδιο τρόπο που κάποτε έσπασα τον κρίκο της αλυσίδας που µε κρατούσε δεµένο µε τον έξω κόσµο. Με δυσφορία και απόλυτη οικονοµία κινήσεων ανοίγω την τηλεόραση. Στα δελτία µιλούν για παράταση των µέτρων. Ο πλανήτης έχει σταµατήσει να κινείται, ο άξονας χάλασε, κουράστηκε, θέλει λάδωµα… πώς το λένε. Η ανθρωπότητα είναι στο ρελαντί. Καιρός ήταν. Με όλες µου τις δυνάµεις προσπαθώ να σηκωθώ από το κρεβάτι και να πάω στο µπάνιο, µα όπως ακουµπώ το γυµνό µου πέλµα στο πάτωµα, κατά λάθος πατώ πάνω σε ένα αιχµηρό κοµµάτι από γυαλί, ένα τόσο δα µικρό θραύσµα, «βγες έξω, έχεις παπαριάσει» φωνάζει η µάνα µου που είναι ξαπλωµένη σε µια ριγέ πολύχρωµη πετσέτα, της κάνω νόηµα να µε αφήσει λίγο ακόµη να τσαλαβουτώ µέσα στα ρηχά νερά. Με τα δάχτυλα των ποδιών µου χτενίζω την άµµο, τη βλέπω να ανασηκώνεται δηµιουργώντας ένα τεράστιο, θυµωµένο σύννεφο λάσπης κάτω από το νερό. Ο µεσηµεριανός ήλιος καίει πάνω από το κεφάλι µου, δεν φορώ καπέλο και ίσως έχω αρχίσει να ζαλίζοµαι λίγο µα συνεχίζω να τσαλαβουτώ στα ρηχά και να γλείφω το αλάτι που έχει κάνει µια κρούστα µε ανάγλυφα σχέδια και ψήνει την επιδερµίδα µου.
Ολα είναι ιδανικά. Το νερό δροσερό. Ο ήλιος ζεµατιστός. Η πολύχρωµη ριγέ πετσέτα που πάνω της κάθεται η µητέρα µου, η µυρωδιά του αντηλιακού καρύδα, το σπίτι όπου παραθερίζουµε τα καλοκαίρια, το µπάνιο µε το λάστιχο, η γλυφή γεύση του πηγαδίσιου νερού. Κάπως έτσι είναι η ευτυχία, µια φούσκα τόσο εύθραυστη που µπορεί κάτι να την τρυπήσει και να σπάσει µεµιάς, όπως το αγκάθι αχινού που κατά λάθος πατώ και µε δύναµη καρφώνεται στο δεξί µου πόδι. Ουρλιάζω µε όλη µου τη δύναµη, η µητέρα µου πετάγεται όρθια και έρχεται τρέχοντας προς το µέρος µου· «σώπα» µου λέει, µα δεν σωπαίνω παρά κλαίω µε αναφιλητά. Το µόνο που χρειάζεται είναι να πιέσω το δέρµα αρκετά για να βγάλω το αγκάθι προς τα έξω. Μα όσο προσπαθώ να το αφαιρέσω τόσο αυτό διεισδύει προς τα µέσα µέχρι που ο πόνος δεν µε ενοχλεί περισσότερο από την αδιάκοπη προσπάθεια που καταβάλλω για να ξεφορτωθώ το ξένο σώµα. Με τον καιρό αυτό θα αφοµοιωθεί, ο οργανισµός µου θα το δεχτεί όπως δέχτηκε το προσθετικό µέλος, το δεξί µου πόδι, µετά το αυτοκινητιστικό που είχα πριν από επτά χρόνια. Να µε τώρα, πεσµένος στο πάτωµα να προσπαθώ να βγάλω από το αριστερό µου πέλµα, το καλό, το µικρό αιχµηρό κοµµατάκι, σακάτης κανονικός, µόνος µου· «καλύτερα έτσι» σκέφτοµαι ενώ θέλω να ουρλιάξω µε όλη µου τη δύναµη µήπως µε ακούσει κανένας χριστιανός, σπάσει τα δεσµά της δικής του καραντίνας και έρθει να µου προσφέρει ένα χέρι βοηθείας, να µε σώσει από το αγκάθι που έχει ριζώσει µέσα µου, τον µισάνθρωπο µε τον οποίο συµβιώνω από ανάγκη τόσα χρόνια.
«Μήνυµα ελπίδας από νέο φάρµακο Κινέζων επιστηµόνων» αναγγέλλει η παρουσιάστρια. Κλείνω την τηλεόραση. Ο πόνος έχει υποχωρήσει. Σηκώνοµαι από το κρεβάτι και µε µικρά, αδέξια βήµατα κόβω µια βόλτα µέσα στο δωµάτιο. «∆εν είναι τόσο άσχηµα, βλέπεις;» ακούω τη φωνή της µητέρας µου που µου απλώνει λίγο λάδι πάνω στο δέρµα για να µου το µαλακώσει. Κατευθύνοµαι προς το παράθυρο και µε δειλές κινήσεις το ανοίγω. Το φως εισβάλλει ορµητικά µέσα στον χώρο, κλείνω τα µάτια έντροµος, µα ύστερα τα ανοίγω ξανά. Η αµυγδαλιά στην άκρη του δρόµου είναι ανθισµένη µε κατάλευκους ευωδιαστούς ανθούς. Με βλέπει που ξεµυτίζω. Υπόσχεται πως δεν θα γελάσει µε τα χάλια µου.
* Η Σοφία Μπραϊμάκου είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου