Έχετε την άποψη ότι τα Rafale ή ακόμα χειρότερα, ενδεχομένως οι φρεγάτες που θέλουν να μας πουλήσουν οι ΗΠΑ ή οι Γάλλοι, δεν είναι αρκετά καλές με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η εθνική άμυνα;
Θα θέλατε ρωσικά εμβόλια θεωρώντας ότι ίσως να είναι αποτελεσματικότερα από τα δυτικά;
Πιστεύετε ότι η παρούσα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης σε συνδυασμό με το πλαίσιο της Ευρωζώνης φέρνουν κοντά- μετά την πανδημία- ένα νέο μνημόνιο και ενδεχομένως μια τραπεζική κρίση;
Ακόμα χειρότερα, προτίθεστε όλα τα παραπάνω τα οποία τα θεωρείτε, νομίζετε ή πιστεύετε να τα διαδίδετε δια του τύπου ή του διαδικτύου; Σκεφτείτε το καλύτερα. Στην Ελλάδα του 2021, η οποία θυμίζει ολοένα περισσότερο Ελλάδα του 1951, 1961 και σταδιακά του 1971, τέτοιου είδους απόψεις μπορεί κάλλιστα να σας οδηγήσουν σε μια ποινή τουλάχιστον 3 μηνών φυλάκισης ή και 6 μηνών αν είστε αμετανόητος.
Και– το προτεινόμενο άρθρο 191 του νέου Ποινικού Κώδικα- ή αλλιώς του Ποινικού Κώδικα των πρωινάδικων όπως εύστοχα χαρακτήρισε την πρωτοβουλία του υπουργού δικαιοσύνης, συνάδελφος δικηγόρος– αποτυπώνει τον συνασπισμό, δικαιωματισμού και ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος ενδύεται τον μανδύα του ορθολογισμού προκειμένου να καλύψει τον κυνικό καθεστωτισμό του.
Ανάμεσα σε άλλα «μαργαριτάρια», η διάταξη την οποία εισηγείται ο υπουργός δικαιοσύνης στο πλαίσιο του άρθρου 191 είναι η κάτωθι: «1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις των προηγούμενων εδαφίων.»
Η διάταξη αυτή έρχεται σε συνέχεια μιας ούτως ή άλλως προβληματικής διάταξης, η οποία προέβλεπε ότι «1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. 2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος της πράξης της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.»
Το πρόσχημα για την εισαγωγή αυτής της διάταξης είναι η πανδημία. Φυσικά, η πανδημία αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο, ενώ η διάταξη του νέου ΠΚ υιοθετείται ως μόνιμη πρόβλεψη, η οποία θα υπόκειται στις μακρόσυρτες και πολύχρονες- κανονικά- διαδικασίες αναθεώρησης ενός τέτοιου νομοθετήματος, ενώ παραλλήλως και εν τω μεταξύ θα μπορεί να τύχει εφαρμογής και σε όποια άλλη περίπτωση. Φανταστείτε για παράδειγμα, μια αναφορά στις ανεπάρκειες του ΕΣΥ και στους κινδύνους που αυτές εγκυμονούν για τους ασθενείς, με αφετηρία κάποιο άλλο γεγονός και όχι τον Covid-19.
Χρησιμοποιούμε δε, συνειδητά τον όρο «αναφορά». Τούτο διότι τόσο εν γένει, όσο και στο κείμενο της συγκεκριμένης πρόβλεψης, η έννοια «ειδήσεις», ιδίως όταν μιλούμε για το περιβάλλον του διαδικτύου είναι εξαιρετικά θολή. Ένα άρθρο γνώμης- όπως ενδεχομένως το παρόν- κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί αναλόγως του βαθμού στον οποίο συμπεριλαμβάνει βεβαιότητες για προθέσεις ή για πιθανές συνέπειες αποφάσεων, εμμέσως πλην σαφώς ειδήσεις. Κάποιος μπορεί να αναγνώσει το παρόν άρθρο ως άρθρο γνώμης- εκτίμησης ή και ως άρθρο είδησης περί του ότι ένα καθεστώς ιδιότυπης λογοκρισίας επανέρχεται στην Ελλάδα. Η απόσταση του ενός από το άλλο αποτελεί ζήτημα το οποίο σε κρίσιμες στιγμές θα επιλυθεί από τα δικαστήρια, υπό το φως και υπό το βάρος της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας, με βάση την προτεινόμενη διάταξη.
Πολύ περισσότερο, με δεδομένο ότι η διασταύρωση των πηγών στο περιβάλλον του διαδικτύου είναι πολύ συχνά μη εφικτή, το νέο άρθρο 191 μπορεί να διευρύνει τον κύκλο εν δυνάμει ενόχων για διασπορά ψευδών ειδήσεων έτσι ώστε να συμπεριλάβει κάθε χρήστη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για οποιοδήποτε σχεδόν θέμα.
Το ακόμα χειρότερο ωστόσο έγκειται στο ότι η ίδια η διατύπωση της διάταξης είναι συνειδητά πολύ πιο αόριστη από την προηγούμενη, Η προγενέστερη και ακόμα σε ισχύ, σχετική διάταξη περιλαμβάνει κάποιους -επίσης προβληματικούς – όρους περιορισμού του αορίστου των συνθηκών διακινδύνευσης οι οποίες -υποτίθεται ότι – αντιμετωπίζονται δια του κώδικα. Αναφερόταν- αρκετά αλλά όχι τόσο, όσο η προτεινόμενη αλλαγή, αόριστα- σε επέλευση πράξης ή σε μη προγραμματισμένη ματαίωση πράξης, εξαιτίας της ψευδούς είδησης, η οποία επέλευση ή ματαίωση, προκαλούσε ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην εθνική άμυνα. Υπήρχαν επομένως, δύο έστω σχετικά διασταυρώσιμες αντικειμενικώς, δικλείδες ασφαλείας: πράξη ή ματαίωση πράξης λόγω της είδησης και ζημία.
Με την νέα διάταξη, έτσι όπως προτείνεται απαλείφονται και οι δύο σχετικώς αντικειμενικοί όροι: αρκεί πια η πρόκληση ανησυχίας ή φόβου στους πολίτες- σε ποιους και πόσους δεν επεξηγείται– και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού- ποιου «κοινού»; Του τηλεοπτικού για παράδειγμα; Οι πολίτες ή οι κατηγορίες πολιτών μετατρέπονται σε ένα γενικό και αόριστο «κοινό». Δεν υπάρχει καμία προϋπόθεση διαπιστώσιμης ζημίας, εξώθησης σε πράξη ή σε ματαίωση πράξης. Αρκεί κάποιος εισαγγελέας ή οποιοσδήποτε άλλος να θεωρήσει ότι κάποιος φόβισε τους πολίτες.
Και κάπως έτσι, στο πλαίσιο μιας αενάως ανανεούμενης, για διαφορετικούς λόγους, κρίσης- να θυμόμαστε ότι κατά το ΣτΕ της πρώτης μνημονικής περιόδου και τότε σε έκτακτες συνθήκες κρίσης ζούσαμε, οι οποίες δικαιολογούσαν την περικοπή των μισθών και των συντάξεων– ο κάθε ένας δυσάρεστος προς την καθεστωτική προπαγάνδα μπορεί να διώκεται ποινικά μέχρι βαθμού εξαντλήσεως. Οι αντιεμβολιαστές θα εξαφανιστούν κάποια στιγμή αλλά ο ποινικός κώδικας θα μείνει.
Έχει σημασία, όταν δεχόμαστε όλους τους στρατηγικού χαρακτήρα περιορισμούς δικαιωμάτων να θυμόμαστε την ιστορία του δόγματος της “tickingbomb”. Όταν ο πρόεδρος Μπους ο νεότερος και η κλίκα του, μετά την 11η Σεπτεμβρίου ήθελαν- όπως και το πέτυχαν- να προωθήσουν την νομιμοποίηση των βασανιστηρίων και μια σειρά μέτρων πανοπτικής εξουσίας, έθεταν το ερώτημα: τι θα κάνατε προκειμένου να αφοπλίσετε, μια έτοιμη να εκραγεί βόμβα, τοποθετημένη σε μια άγνωστη περιοχή; Δεν θα βασανίζατε…λίγο;
Κάποια στιγμή, λίγα χρόνια αργότερα, οι υπηρεσίες των ΗΠΑ παραδέχτηκαν ότι τα βασανιστήρια δεν τους είχαν αποκαλύψει καμία κρίσιμη πληροφορία. Ωστόσο, μέχρι να συμβεί αυτό και να αποδειχθεί πως οι μέθοδοί τους οδήγησαν απλώς σε καταθέσεις, στις οποίες οι βασανισθέντες έλεγαν ό,τι ήθελαν να ακούσουν οι βασανιστές τους, οι βασανισμοί, οι εξωδικαστικές δολοφονίες ακόμα και πολιτών των ίδιων των ΗΠΑ, το Γκουαντανάμο και οι παρακολουθήσεις εκατομμυρίων πολιτών αποτελούσαν ακλόνητο καθεστώς. Ας περιμένουμε λοιπόν το επόμενο μνημόνιο, με εγγυήσεις Ποινικού Κώδικα απέναντι στους αμφισβητίες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου