Έπρεπε να μας αφήσει για να καταλάβουμε πώς ορφανέψαμε αναπάντεχα χωρίς την εξέγερση και την εφηβεία του, το πάθος και το λάθος του, τη μουσική και τον χορό του...
Το μεγάλο του μπόι και τ’ απλωμένα του φτερά, τραγούδια γαλάζια καταγάλανα, μας χάριζαν μέσα σε δεκαετίες χτισμένες από σκοτάδι και ατσάλι τον τρυφερό εκείνο ουρανό που θέλουν τα όνειρα για να ανθίσουν: Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες. Πάλι και πάλι.
Παρών με την ποίηση, το όπλο, τη χειροβομβίδα, την κατάνυξη, τις νότες και το σώμα του, όταν η Ιστορία και το έθνος έπαιρναν παρουσίες. Και οι κοπανατζήδες έβγαζαν τα ιμάτια της πατρίδας στη μαύρη αγορά. Ή άλλοι τρύπωναν στα ματωμένα φρουραρχεία για να φορέσουν γερμανικές στολές, γαβγίζοντας την εθνική ενότητα του αγκυλωτού: Εκ των ημετέρων εις Γερμανός νεκρός.
Με τρία άστρα στο σκισμένο του μανίκι φώτιζε τις διμοιρίες του ΕΛΑΣ που έδιναν τον άνισο αγώνα εκείνο τον παγωμένο Δεκέμβρη του ’44. Από δρόμο σε δρόμο, από καρδιά σε καρδιά, από στίχο σε στίχο. Από Καισαριανή σε Παγκράτι, από Νέα Σμύρνη σε Εξάρχεια, από θάνατο σε θάνατο. Με όπλο των όπλων το σταυρουδάκι του ήλιου.
Γυμνός ανάμεσα σε στολές, λόγχες και λύκους στη Μακρόνησο, με ξεσκισμένη πλάτη από τα εμβατήρια του Σκαλούμπακα, έγραφε με το ίδιο του το αίμα καντάτες ελευθερίας και έρωτα, για να μεταλαβαίνουν όλοι τον άρτο και τον οίνο, που εν τω μέσω της φάλαγγας μετουσιώνονται σε ελευθερία και δικαιοσύνη.
Κυνηγημένος από ανθρώπους και σκυλιά τη νύχτα της παρανομίας φύλαξε στον κόρφο του φούγκες, ορατόρια, τραγούδια, μουσικές, το κομμουνιστικό μανιφέστο, το τι να κάνουμε, όλα γραμμένα σε κείνο το αόρατο χαρτί που για να το διαβάσεις πρέπει να πιστεύεις και για να πιστεύεις πρέπει να ανοίξεις στην καρδιά σου χώρο για τους ανθρώπους που δεν έχεις δει ούτε το πρόσωπό τους.
Φως στο πηχτό σκοτάδι μετά τον εμφύλιο, οδηγός σε καραβάνια ειρήνης στη μοχθηρή έρημο των χωροφυλάκων, θάρρος όταν η άβυσσος αντίκριζε τους ανθρώπους, μουσική και χρώματα λίγο πριν ξημερώσει. Κι ας μην ξημέρωνε, ας φαινόταν η νύχτα, η χούντα, τα μαύρα πουλιά, οι βασανιστές, αιωνιότητα. Αυτός δεν σταματούσε να τραγουδάει την ελπίδα: Λίγο ακόμα θα δούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν.
Και έπρεπε να μας αφήσει για να καταλάβουμε ώς το βάθος της θλίψης και της απουσίας πώς λίγνεψε το φως πάνω από στέγες κι από δέντρα. Πώς ορφανέψαμε αναπάντεχα χωρίς την εξέγερση και την εφηβεία του, το πάθος και το λάθος του, τη μουσική και τον χορό του. Πώς εκεί στ’ αυτί του σπίθιζε η γαζία τ’ αποσπερίτη για μας.
Αντιπρόσωπος ονείρων, θα διασχίσει τον χρόνο με ένα κόκκινο κυκλάμινο στο χέρι. Μια δήλωση ελευθερίας και εξέγερσης, πιστοποιημένη σε πέτρινα χρόνια. Ο δικός μας Μίκης.
Πηγή: avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου