Δεν γεννήθηκα σε καμιά Κιβωτό. Ούτε τίποτα θηρία ήταν γύρω τριγύρω. Ενας γιατρός ήτανε μονάχα, που πολλά έξαλλος είχε γίνει, καθώς με περίμενε να βγω πάνω από δώδεκα ώρες, με μια μάνα - κορίτσι μικρό, που μήτε πόναγε καθόλου, και τα νεύρα του τσατάλια!
Ασε που η δόλια είχε φτάσει σχεδόν δέκα μήνες γκαστρωμένη κι εγώ εκεί: μήτε να σαλεύω. Καμία επιθυμία να ξεμπουκάρω. Μικρό κορίτσι η μάνα, δεν τον... έκανε καρδιά τον γιατρό να την πιέσει. Περίμενε το λοιπόν: άλλαξε η πρωινή βάρδια των νοσοκόμων, άλλαξε η απογευματινή, εκεί πάνω στη βραδινή, είπα να την κάνω. Για τον έξω κόσμο - σιγά τα ωά... Κάπως έτσι ξεπρόβαλα, την ώρα που οι πλανήτες μου μάλλον έπαιζαν πρέφα.
Γενάρης ήταν, έντεκα ο μήνας. Την ίδια μέρα με τη Στάση του Νίκα! Μικρή ήμουν θυμάμαι που το 'μαθα, και συνεχώς το ξεφούρνιζα: «Γεννήθηκα εκεί που στέκονταν ο Νίκας!» έλεγα και ξανάλεγα με καμάρι. Στο άμυαλο μυαλό μου, ο Νίκας ήταν ένας τεράστιος γίγαντας που στέκονταν ακίνητος, γιατί αν περπατούσε, γίνονταν σεισμός και χαλασμός.
Κι επειδή ήταν πολύ καλός γίγαντας, δεν ήθελε να γίνεται σεισμός και χαλασμός κι έτσι μόνο στεκόταν ο δόλιος - ρούπι δεν έκανε. Μα απ' το πολύ στασιό, τον έπιασε λουμπάγκο και πέθανε. Και μένα ο ήρωάς μου είχε γίνει, γιατί να σταθώ σε μια μεριά δεν μπορούσα, οπότε τους ξεφούρνιζα την ιστορία με τον Νίκα και τι έπαθε με τη Στάση που κράτησε, και τι; Να πεθάνω κι εγώ; Αυτό θέλαν;... Αυτά έλεγα στους γονείς μου και γινόμουν μπουχός! Αντε να με πιάσεις...
Μέχρι που με έπιασε το σχολείο. Εκεί πια έμαθα την αλήθεια και πιότερο χάρηκα: εξέγερση ήταν η Στάση του αγαπημένου μου Νίκα, κατά του αυτοκράτορα. Χαράς ευαγγέλια! Εξέγερση αυτός; Εξέγερση κι εγώ! «Δεν ήταν να το γεννήσω άλλη μέρα;» λέει μέχρι και σήμερα η μάνα μου...
Βαριά φορολογία είχε βάλει ο αυτοκράτορας και τίγκα στην κρατική αυθαιρεσία ήταν. Τότε, στα 532 μ.Χ., στην Κωνσταντινούπολη του Ιουστινιανού. Στους δρόμους είχε βγει ο λαός, μαζί του πήγαν και κάτι ξιπασμένοι συγκλητικοί κι ευγενείς (υπάρχει κι άλλο είδος;), μπας και ρίξουν τον αυτοκράτορα που κάτι προνόμια τούς είχε αφαιρέσει. Στο τσακ ήταν να το πετύχουν. Αλλά βλέπεις, επενέβη η Θεοδώρα και η εξέγερση κατεστάλη (βασικά, δεν τους κατέστειλαν. Τους κατέσφαξαν! Στον Ιππόδρομο τους έκλεισαν, κι ούτε μύγα δεν βγήκε ζωντανή από 'κει μέσα).
Αυτοκρατόρισσα έγιν' η Δωρούλα, σχεδόν με το «έτσι θέλω». Ηθελε κι ο Ιουστινιανός, βέβαια - μωρέ, κάργα την ήθελε. Ελα, όμως, που ήταν ηθοποιά! Τουτέστιν, σουρλουλού. Μήτε λόγος να γίνει αυτοκρατορική σύζυγος μια σουσουράδα του Ιπποδρόμου! Ορφανή είχε μείνει και ή αυτό θα 'κανε ή θα ζητιάνευε.
Στο τότε Βυζάντιο, βέβαια, κάλλιο να ζητιάνευες παρά να 'βγαινες στο σανίδι. Οι ηθοποιοί, βλέπεις, κρίνονταν ως πολίτες της έσχατης κοινωνικής τάξης, με δικαιώματα ισότιμα σχεδόν μ' αυτά των δούλων. Ατιμοι, αισχροί και στερημένοι πολιτικών δικαιωμάτων θεωρούνταν. Ως πρόσωπα ανήθικα χαρακτηρίζονταν, ρυπαρά και πρόστυχα. Μ' άλλα λόγια, ήταν η τελευταία κοινωνική τάξη, κάτω ακόμα κι από τους παραλήδες, τους ανάπηρους και τους τρελούς!
Οσο για το θέατρο, χαμαιτυπείο το 'λεγαν - όχι τυχαία. Η Εκκλησία είχε βάλει το χεράκι (και την ποδάρα της): σατίριζαν οι ηθοποιοί τη νέα θρησκεία και καθόλου δεν άρεσε τούτο στους Αγιους Πατέρες!
Ελεύθερη κρίση, ανθρωποκεντρισμό και αντιδογματισμό προέτασσαν μίμοι και καλλιτέχνες, σάρκαζαν τα χριστιανικά μαρτύρια και μυστήρια, οπότε κάπου δεν. Σιγά μην τους άφηναν να έχουν και κύρος. Βρε ουστ κι αλάργα, και πολύ τούς ήταν!
Και να που μιάμιση χιλιετία αργότερα, ξεμαρμαρώθηκε ο μαρμαρωμένος και μπορεί να μην πήρε ακόμη την Πόλη από τους Τουρκαλάδες (μόνο αυτό δεν έχει τάξει ακόμη πως θα κάνει ο Μητσοτάρχας), αλλά τους καλλιτέχνες το ίδιο «βυζαντινά» τούς αντιμετωπίζει. Ελα, όμως, που ένα βήμα να κάμει ο Νίκας και τον πήραμε φαλάγγι!
(Αυτό το βήμα έχει ήδη γίνει: Νίκα, Νίκα, είσαι 'δω.)...
Ασε που η δόλια είχε φτάσει σχεδόν δέκα μήνες γκαστρωμένη κι εγώ εκεί: μήτε να σαλεύω. Καμία επιθυμία να ξεμπουκάρω. Μικρό κορίτσι η μάνα, δεν τον... έκανε καρδιά τον γιατρό να την πιέσει. Περίμενε το λοιπόν: άλλαξε η πρωινή βάρδια των νοσοκόμων, άλλαξε η απογευματινή, εκεί πάνω στη βραδινή, είπα να την κάνω. Για τον έξω κόσμο - σιγά τα ωά... Κάπως έτσι ξεπρόβαλα, την ώρα που οι πλανήτες μου μάλλον έπαιζαν πρέφα.
Γενάρης ήταν, έντεκα ο μήνας. Την ίδια μέρα με τη Στάση του Νίκα! Μικρή ήμουν θυμάμαι που το 'μαθα, και συνεχώς το ξεφούρνιζα: «Γεννήθηκα εκεί που στέκονταν ο Νίκας!» έλεγα και ξανάλεγα με καμάρι. Στο άμυαλο μυαλό μου, ο Νίκας ήταν ένας τεράστιος γίγαντας που στέκονταν ακίνητος, γιατί αν περπατούσε, γίνονταν σεισμός και χαλασμός.
Κι επειδή ήταν πολύ καλός γίγαντας, δεν ήθελε να γίνεται σεισμός και χαλασμός κι έτσι μόνο στεκόταν ο δόλιος - ρούπι δεν έκανε. Μα απ' το πολύ στασιό, τον έπιασε λουμπάγκο και πέθανε. Και μένα ο ήρωάς μου είχε γίνει, γιατί να σταθώ σε μια μεριά δεν μπορούσα, οπότε τους ξεφούρνιζα την ιστορία με τον Νίκα και τι έπαθε με τη Στάση που κράτησε, και τι; Να πεθάνω κι εγώ; Αυτό θέλαν;... Αυτά έλεγα στους γονείς μου και γινόμουν μπουχός! Αντε να με πιάσεις...
Μέχρι που με έπιασε το σχολείο. Εκεί πια έμαθα την αλήθεια και πιότερο χάρηκα: εξέγερση ήταν η Στάση του αγαπημένου μου Νίκα, κατά του αυτοκράτορα. Χαράς ευαγγέλια! Εξέγερση αυτός; Εξέγερση κι εγώ! «Δεν ήταν να το γεννήσω άλλη μέρα;» λέει μέχρι και σήμερα η μάνα μου...
Βαριά φορολογία είχε βάλει ο αυτοκράτορας και τίγκα στην κρατική αυθαιρεσία ήταν. Τότε, στα 532 μ.Χ., στην Κωνσταντινούπολη του Ιουστινιανού. Στους δρόμους είχε βγει ο λαός, μαζί του πήγαν και κάτι ξιπασμένοι συγκλητικοί κι ευγενείς (υπάρχει κι άλλο είδος;), μπας και ρίξουν τον αυτοκράτορα που κάτι προνόμια τούς είχε αφαιρέσει. Στο τσακ ήταν να το πετύχουν. Αλλά βλέπεις, επενέβη η Θεοδώρα και η εξέγερση κατεστάλη (βασικά, δεν τους κατέστειλαν. Τους κατέσφαξαν! Στον Ιππόδρομο τους έκλεισαν, κι ούτε μύγα δεν βγήκε ζωντανή από 'κει μέσα).
Αυτοκρατόρισσα έγιν' η Δωρούλα, σχεδόν με το «έτσι θέλω». Ηθελε κι ο Ιουστινιανός, βέβαια - μωρέ, κάργα την ήθελε. Ελα, όμως, που ήταν ηθοποιά! Τουτέστιν, σουρλουλού. Μήτε λόγος να γίνει αυτοκρατορική σύζυγος μια σουσουράδα του Ιπποδρόμου! Ορφανή είχε μείνει και ή αυτό θα 'κανε ή θα ζητιάνευε.
Στο τότε Βυζάντιο, βέβαια, κάλλιο να ζητιάνευες παρά να 'βγαινες στο σανίδι. Οι ηθοποιοί, βλέπεις, κρίνονταν ως πολίτες της έσχατης κοινωνικής τάξης, με δικαιώματα ισότιμα σχεδόν μ' αυτά των δούλων. Ατιμοι, αισχροί και στερημένοι πολιτικών δικαιωμάτων θεωρούνταν. Ως πρόσωπα ανήθικα χαρακτηρίζονταν, ρυπαρά και πρόστυχα. Μ' άλλα λόγια, ήταν η τελευταία κοινωνική τάξη, κάτω ακόμα κι από τους παραλήδες, τους ανάπηρους και τους τρελούς!
Οσο για το θέατρο, χαμαιτυπείο το 'λεγαν - όχι τυχαία. Η Εκκλησία είχε βάλει το χεράκι (και την ποδάρα της): σατίριζαν οι ηθοποιοί τη νέα θρησκεία και καθόλου δεν άρεσε τούτο στους Αγιους Πατέρες!
Ελεύθερη κρίση, ανθρωποκεντρισμό και αντιδογματισμό προέτασσαν μίμοι και καλλιτέχνες, σάρκαζαν τα χριστιανικά μαρτύρια και μυστήρια, οπότε κάπου δεν. Σιγά μην τους άφηναν να έχουν και κύρος. Βρε ουστ κι αλάργα, και πολύ τούς ήταν!
Και να που μιάμιση χιλιετία αργότερα, ξεμαρμαρώθηκε ο μαρμαρωμένος και μπορεί να μην πήρε ακόμη την Πόλη από τους Τουρκαλάδες (μόνο αυτό δεν έχει τάξει ακόμη πως θα κάνει ο Μητσοτάρχας), αλλά τους καλλιτέχνες το ίδιο «βυζαντινά» τούς αντιμετωπίζει. Ελα, όμως, που ένα βήμα να κάμει ο Νίκας και τον πήραμε φαλάγγι!
(Αυτό το βήμα έχει ήδη γίνει: Νίκα, Νίκα, είσαι 'δω.)...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου