Αλληλεγγύη και κατανόηση, απ’ το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο κι εγώ κι εσύ κι ο ξένος.
Χρήστος Ξανθάκης
Τους Σέρβους τους γνωρίζω από μωρό παιδί.
Από τότε που με βούτηξε η μάνα μου, σαράντα ημερών μπέμπη, στα κρυστάλλινα νερά του Πλαταμώνα κι άκουγα γύρω μου μισά ελληνικά και μισά σέρβικα.
Αποικία γαρ των τότε Γιουγκοσλάβων το θέρετρο της Πιερίας, μιλιούνια ερχόσαντε κάθε καλοκαίρι.
Ο μύθος λέει ότι η συμφωνία ανάμεσα στην Αθήνα και στο Βελιγράδι προέβλεπε εύκολο μπες βγες και διαμονή χωρίς εποπτεία, υπό την προϋπόθεση ότι το νοτιότερο σημείο καθόδου θα ήταν τα Τέμπη. Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί και να μην είναι, σημασία έχει ότι κατακλυζόταν ο Πλαταμώνας απ’ τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο απ’ τα Σερβάκια. Με ευεργετικά αποτελέσματα για όλους, καθώς οι ντόπιοι κονομάγανε και οι αλλοδαποί περνάγανε καλά και φτηνά. Νταξ, γκρινιάζανε καμιά φορά οι Πλαταμωνιώτες ότι όταν έφευγαν οι επισκέπτες παίρνανε μαζί τους και τα σεντόνια του ενοικιαζόμενοι δωματίου, αλλά την επόμενη σαιζόν πάλι ανοιχτές όλες οι πόρτες ήταν. Και δώστου να ρωτάνε “ίμα σόμπα;”…
Τέλος πάντων, μαζί μεγαλώσαμε με τους Σέρβους και τις οικογένειές τους, γιατί μας αφήνανε δυο μήνες με τη γιαγιά οι γονείς μας τότε (αυτό ήταν το δικό τους “χτίσιμο κεφαλαίου” και οφείλω να καταθέσω ότι μια χαρά απέδωσε!), δούλευε το παρεάκι. Ιδίως όταν αντρωθήκαμε κάπως και αρχίσαμε να γαμπρίζουμε, ωχ αδερφάκι μου τι ωραία φυλή οι γείτονες, μπουκιά και συχώριο. Βροχή τα φλερτ, αθώα και κάτι παραπάνω, ματιές, νάζια, χειρονομίες, αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι. Περισσότερα δεν θα πω, τα εν οίκω μη εν δήμω, αλλά υπήρξε σύσφιξη δεσμών αναμφιβόλως.
Ήταν και προχώ παιδιά τα Σερβάκια, όχι μόνο καλοφάγωτα. Πολιτισμένα, με τα διαβάσματά τους, την άθλησή τους (εμείς είχαμε μείνει ακόμη στο ασλανιδικό “κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο”…), με τις μουσικές σπουδές τους, Ευρωπαίοι κανονικοί έστω και χωρίς τα λούσα. Και μαθαίνανε ελληνικά στο πιτς φυτίλι, στο τσακ μπαμ. Εμένα μου πήρε δύο καλοκαίρια να ψελλίσω το “κάκοσε ζόβετε” μπας και ρίξω κάνα κομενάκι και τα Σερβάκια στο ίδιο χρονικό διάστημα μιλάγανε τη γλώσσα μας καλύτερα από παιδιά του δημοτικού. Ταλέντο αναμφίβολα, τους ζηλεύαμε με ζήλεια πράσινη…
Μια ζήλεια που έγινε περηφάνια τώρα τις προάλλες, όταν άκουσα τον προπονητή της εθνικής Ελλάδας στο ποδόσφαιρο, τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς, να δηλώνει τα κάτωθι:
“Είναι λογικό να τραγουδάω τον Εθνικό ύμνο. Είμαι τόσα χρόνια εδώ, τα παιδιά μου γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, τον τραγουδούσαν όλη μέρα. Είναι κάτι που με ενώνει με την Ελλάδα.
Αν δεν ήξερα τον Εθνικό ύμνο θα ήταν παράλογο, τον έχω ακούσει τόσες φορές. Είναι λογικό να νιώθεις μία υπερηφάνεια όταν τραγουδάς τον εθνικό ύμνο μίας χώρας στην οποία έχεις περάσει τα μισά, και περισσότερα χρόνια της ζωής σου”.
Αυτά είναι παιδιά, αυτά και τίποτε παραπάνω. Αυτή είναι η “φιλία των λαών”, για την οποία παλεύαμε κάποτε πρωί και βράδυ και τώρα έχει γίνει ποτηρόπανο του κάθε πατριδοκάπηλου. Είναι ο άλλος φιλοξενούμενός σου, τον τιμάς εσύ αναθέτοντάς του την καθοδήγηση της εθνικής, σε τιμάει κι αυτός μιλώντας στη γλώσσα σου και τραγουδώντας τον ύμνο σου. Απλό είναι, δεν χρειάζεται αναλύσεις και λεπτομέρειες. “Ο ένας με τον άλλον”, που μου είπε ο αγρότης στη λαϊκή στα Τρίκαλα, “ο ένας με τον άλλον”. Αλληλεγγύη και κατανόηση, απ’ το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο κι εγώ κι εσύ κι ο ξένος. Μόνο έτσι θα βγούμε απ’ την καταιγίδα, θα γλυτώσουμε απ’ την πλημμύρα, θα δούμε λίγο ήλιο, θ’ ανεβούμε λίγο ψηλότερα. Αλλιώς θα πνιγούμε σε δυο κουταλιές νερό και δεν θ’ ακούσει κανένας τις κραυγές μας…
Υ.Γ.: Διπλά περήφανος, γιατί ένας αρχοντάνθρωπος σαν τον Γιοβάνοβιτς πέρασε και από τον πάγκο του Παναθηναϊκού μας. Τώρα, το πώς του φέρθηκε ο σύλλογος, να μην το συζητάμε καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου