Από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί το βιβλίο Περί της ελευθερίας της σκέψης σε ένα ελεύθερο κράτος του Baruch Spinoza, σε μετάφραση του Επαμεινώνδα Βαμπούλη και του Άρη Στυλιανού.
Το 1670 ο Σπινόζα(1632-1677) δημοσίευσε ανώνυμα, στη λατινική γλώσσα, τη Θεολογικοπολιτική πραγματεία (Tractatus Theologico-politicus), τίτλο που χρησιμοποίησε αργότερα ο Βιτγκενστάιν( Tractatus Logico-Philosophicus), για να υπερασπιστεί την ελευθερία της σκέψης. Η ανωνυμία ήταν απαραίτητη καθώς δώδεκα χρόνια νωρίτερα οι δημοτικές αρχές, υπό την πίεση τόσο της Συναγωγής όσο και του καλβινιστικού ναού, του είχαν απαγορεύσει τη διαμονή στην πόλη αλλά και το δικαίωμα να δημοσιεύει κείμενα, κατηγορώντας τον ότι οι φιλοσοφικές του θέσεις ήταν ασύμβατες με τη θρησκευτική ορθοδοξία. Το 1656 η εβραϊκή κοινότητα τον είχε αποβάλει από τους κόλπους της και τον ίδιο χρόνο είχε εκδηλωθεί δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Το έργο γνώρισε αξιοσημείωτη επιτυχία και πυροδότησε παθιασμένες συζητήσεις σε όλη την Ευρώπη. Ο «αθεϊσμός» του καταρχάς συνιστούσε σκάνδαλο. Κι ωστόσο ο Σπινόζα δεν δήλωνε παρά την αφοσίωσή του στην ανοχή και στη δημοκρατία.
Ο «Πρόλογος» στη Θεολογικοπολιτική πραγματεία περιλαμβάνει την κριτική στις δεισιδαιμονικές εκφάνσεις της θρησκείας. Το Κεφάλαιο 20 είναι αφιερωμένο στην ελευθερία της σκέψης σε ένα ελεύθερο κράτος και στο πώς η θρησκεία μπορεί να διαδραματίσει έναν ρόλο που συνάδει με μια κοινωνία βασισμένη στον αλτρουισμό. Στο έργο του Tractatus theolocico-politicus ο Σπινόζα επιχειρεί, μεταξύ των άλλων, να ερμηνεύσει τη δεισιδαιμονία ως εργαλείο στα χέρια της εξουσίας για την υποδούλωση του φρονήματος των μαζών. Πρόσφορο έδαφος για τη διάδοση της δεισιδαιμονίας αποτελεί η γενική κατάσταση του ανθρώπινου όχλου που είναι βυθισμένος στην άγνοια και ως εκ τούτου στην ψευδαίσθηση. Εξίσου ωστόσο καθοριστικό ρόλο στη διάδοση αυτή αναλαμβάνουν και τα πάθη, που συνδέονται με τα συναισθήματα της ψυχής και νοούνται ως η συναισθηματική πτυχή της γνώσης. Όσο λείπει μια σαφής γνώση της πραγματικότητας, οι άνθρωποι καταδικάζονται μέσα στο έρεβος της ψευδαίσθησης, της αυταπάτης και της δεισιδαιμονίας , μπερδεύονται μέσα στους συλλογισμούς τους και δεν μπορούν να αναζητήσουν κάποιες αρχές και εν τέλει να εναρμονιστούν με τον εαυτό τους. Η γνώση που μπορούν να διαθέτουν είναι συναισθηματική και αφηρημένη, με αποτέλεσμα να σχηματίζουν μόνο φαντασιακές εικόνες των γενικών αρχών. Η εξουσία παρουσιάζεται μπρος στη μάζα ως ερμηνευτής της θρησκείας και της εν λόγω ευσέβειας και προσδίδει στον εαυτό της έναν χαρακτήρα ιεροπρεπή, δεισιδαιμονικό, προσαρμοσμένο στις αντίστοιχες γνώμες των μαζών. Κατ’ αυτό τον τρόπο η εξουσία δεν χρειάζεται να καταφεύγει στη χρήση φυσικής βίας για την άσκηση της εξουσίας και τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, αλλά χρησιμοποιεί την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία των μαζών, ήτοι τον προληπτικό φόβο και τρόμο για το άγνωστο και το υπερφυσικό. Με άλλα λόγια, η εξουσία χειραγωγεί τους ανθρώπους εξαπατώντας τους. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σήμερα με τις πολιτικές εξουσίες που επενδύουν στο φόβο και τον τρόμο που προκαλεί στη μάζα η ανασφάλεια και το αβέβαιο της επόμενης ημέρας. Έτσι την ακρωτηριάζουν, σε επίπεδο συναισθημάτων, γνωμών και ιδεών, με αποτέλεσμα η μεν μάζα να εξαντλεί την ενέργειά της σε μια φοβισμένη επιβίωση, οι δε εξουσίες να διαιωνίζουν την κυριαρχία τους.
Η διαπραγμάτευση της ελευθερίας από τον Σπινόζα αποτελεί εφαρμογή μεθόδου που αναπτύσσεται στην Ηθική, την Πολιτική Πραγματεία και την Πραγματεία για την επανόρθωση της νόησης. Ο Σπινόζα αντιτίθεται στην τελεολογική αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο θεός δημιούργησε τη φύση χάριν του ανθρώπου και τον άνθρωπο για να του προσφέρει λατρεία. (Ηθική, I μέρος, Επίμετρο).Η πλάνη των τελεολογικών εξηγήσεων οφείλεται κατ’ αυτόν στο γεγονός ότι ο άνθρωπος αναζητεί στη φύση ό,τι του είναι χρήσιμο όταν δεν σκέπτεται ορθολογικά. Ο Σπινόζα δεν αποδέχεται την τελεολογική αντίληψη για τη φύση. Θεωρεί πως η φύση έχει σκοπούς να πραγματώσει, αλλά όχι Τέλος καθώς αυτό είναι μόνο μία ανθρωπομορφική προκατάληψη. Πιστεύει ότι δεν πρέπει να προεκτείνουμε στην ερμηνεία της φύσης τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε ψυχολογικά τον εαυτό μας και τις πράξεις μας. Σε μια τέτοια περίπτωση δε βλέπουμε τη φύση, αλλά προβάλλουμε τον εαυτό μας στη φύση. Ο άνθρωπος προβάλλει στη φύση την εντύπωση ότι η φύση επιδιώκει κάποιους σκοπούς τους οποίους ο άνθρωπος ερμηνεύει στη φαντασία του σύμφωνα με τα πρότυπα που έχει. Οι νόμοι της φύσης είναι οι ίδιοι με αυτούς που ισχύουν για τη θέληση του θεού (Πολιτική Πραγματεία, κεφ. II § 3). Μυστήρια και θαύματα αποκλείονται. Η αναγωγή από τον Σπινόζα του θεού στη φύση είναι ένας τρόπος για να δηλωθεί ότι η φύση εξαρτάται μόνο από τον εαυτό της και περιλαμβάνει την αιτία της ύπαρξής της. Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια αντίληψη ανατρέπει την ορθολογική σχέση αιτίας και αποτελέσματος που διέπει τη φύση (Η ελευθερία στον Σπινόζα, Αύγουστος Μπαγιόνας).
Κατά τον Σπινόζα οι άνθρωποι δεν έχουν ελεύθερη βούληση. αν και πιστεύουν ότι η βούλησή τους είναι ελεύθερη. Αυτή η ψευδαισθητική αντίληψη ελευθερίας προέρχεται από την ανθρώπινη συνείδηση , την εμπειρία και την αδιαφορία για τα προηγηθέντα φυσικά αίτια. Για τον Σπινόζα οι ενέργειές μας καθοδηγούνται εξ ολοκλήρου από φυσικές παρορμήσεις. Η ελευθερία είναι η ικανότητά μας να γνωρίζουμε ότι είμαστε καθορισμένοι και να καταλαβαίνουμε γιατί ενεργούμε όπως ενεργούμε. Έτσι ελευθερία δεν είναι η δυνατότητα να πούμε "όχι" σε ότι μας συμβαίνει, αλλά η δυνατότητα να πούμε "ναι" και να κατανοήσουμε πλήρως γιατί τα πράγματα ήταν υποχρεωτικό να συμβούν έτσι. Διαμορφώνοντας πιο "κατάλληλες" ιδέες για το τί κάνουμε και για τα συναισθήματα και τα αισθήματά μας, γινόμαστε η επαρκής αιτία των ενεργειών μας (εσωτερικών ή εξωτερικών), που συνεπάγεται μια αύξηση δραστηριότητας (αντί παθητικότητας). Η φιλοσοφία του Σπινόζα έχει πολλά κοινά με τον Στωικισμό στον βαθμό που και οι δύο φιλοσοφίες επιδίωξαν να επιτελέσουν θεραπευτικό ρόλο, καθοδηγώντας τους ανθρώπους πώς να αποκτήσουν την ευτυχία. Εντούτοις, ο Σπινόζα διέφερε από τους Στωικούς στο ότι απέρριπτε εντελώς τον ισχυρισμό τους ότι η λογική θα μπορούσε να νικήσει το συναίσθημα. Αντίθετα, υποστήριζε, ένα συναίσθημα μπορεί να αντικατασταθεί ή να υπερνικηθεί από ένα ισχυρότερο συναίσθημα. Για τον Μπαγιόνα, πιθανώς ο Σπινόζα να απορρίπτει τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, που όριζε τη φιλοσοφία ως «μελέτη του θανάτου». Παρατηρεί ότι «ο ελεύθερος άνθρωπος τίποτε δεν σκέπτεται λιγότερο από όσο τον θάνατο και η σοφία του είναι στοχασμός της ζωής και όχι του θανάτου». Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί να σκέπτεται τον θάνατο, αλλά απεναντίας επιθυμεί να πράττει, να ζει και να διατηρεί την ύπαρξή του (Ηθική, Μέρος IV, Πρόταση 67). Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, όταν οι πράξεις του καθορίζονται από το λογικό του (Πολιτική Πραγματεία, κεφ. II § 2). Με το λογικό του μπορεί να γνωρίσει τις αιτίες των πράξεών του. Χωρίς τη γνώση των αιτιών αυτών, δηλαδή των νόμων που διέπουν την ανθρώπινη φύση και τη φύση στο σύνολό της, ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος (Ηθική, I Μέρος, Πρόταση 23, Σχόλιο –Πολιτική Πραγματεία, κεφ. II § 8, 11). Για τον Σπινόζα η ελευθερία εκλογής είναι ανθρωπολογικά αθεμελίωτη. Η ελευθερία εκλογής προϋποθέτει ότι η βούληση μπορεί να πάρει μια απόφαση ή την αντίθετη. Σύμφωνα με τον Σπινόζα, δεν υπάρχει στη φύση συμπτωματικότητα, αλλά αναγκαιότητα (Ηθική, Μέρος I, Πρόταση 29).
Η αναγκαιότητα όπως την εννοεί ο Σπινόζα δεν έχει καμιά σχέση με την ειμαρμένη των Στωικών. Εφόσον η ανθρώπινη νόηση και η πράξη αιτιοκρατούνται, έπεται ότι η ελευθερία σύμφωνα με τον Σπινόζα είναι γνώση ή η συνείδηση της αναγκαιότητας. Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης, άρα οι νόμοι της φύσης ισχύουν και γι’ αυτόν. Ο άνθρωπος είναι συνεπώς ελεύθερος, όταν γνωρίζει τους νόμους της ανθρώπινης φύσης και πράττει σύμφωνα με αυτούς. Ο άνθρωπος όντας μέρος της φύσης είναι ελεύθερος εφόσον γνωρίζει τους νόμους της φύσης και πράττει σύμφωνα με αυτούς. Η ελευθερία ως γνώση των νόμων της ανθρώπινης φύσης θεμελιώνει και την κοινωνική και την πολιτική φύση του ανθρώπου (Ηθική, Μέρος II, Πρόταση 49, Σχόλιο). Ο ελεύθερος άνθρωπος θα παραδεχθεί τις μεταβολές της τύχης. Δεν θα μισήσει ούτε θα φοβηθεί ούτε θα φθονήσει κανέναν.
Ο Σπινόζα αναφέρεται στη γνώση της φύσης ως ολότητας που προϋποθέτει νοητική δύναμη μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να διαθέτει ο σοφός. Η γνώση αυτή έχει άλλωστε συλλογικό χαρακτήρα και είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη μιας κοινωνίας που επιτρέπει σε όσο το δυνατόν περισσότερους να αναπτύξουν τη νοητική τους δύναμη. Η άποψη του Σπινόζα για την ελευθερία ως γνώση της αναγκαιότητας επηρέασε τον Χέγκελ, που θεωρούσε την ελευθερία εκλογής ως εκδήλωση υποκειμενισμού και δεχόταν ότι η πραγματική ελευθερία είναι η γνώση της ιστορικής αναγκαιότητας. Ο Σπινόζα υποστήριζε ότι ο Θεός υπάρχει και είναι αφηρημένος και απρόσωπος. Υποστήριξε ότι τα πάντα που υπάρχουν στη Φύση (δηλ. τα πάντα στο Σύμπαν) είναι μία Πραγματικότητα (ουσία) και υπάρχει μόνο ένα σύνολο κανόνων, που κυβερνά το σύνολο της πραγματικότητας που μας περιβάλλει και του οποίου αποτελούμε μέρος. Ο Σπινόζα θεωρούσε το Θεό και τη Φύση ως δύο ονόματα για την ίδια πραγματικότητα, δηλαδή μια ενιαία θεμελιώδη ουσία (που σημαίνει "αυτό που υπόκειται" μάλλον παρά "ύλη"), που είναι η βάση του σύμπαντος και της οποίας όλες οι μικρότερες "οντότητες" είναι στην πραγματικότητα τρόποι ή τροποποιήσεις, ότι όλα τα πράγματα είναι καθορισμένα από τη Φύση να υπάρχουν και να προκαλούν αποτελέσματα και ότι η πολύπλοκη αλυσίδα αιτίου και αποτελέσματος γίνεται εν μέρει μόνο αντιληπτή. Υποστηρίζει ότι ο Deus sive Natura (Θεός ή Φύση) είναι ένα ον με απείρως πολλές ιδιότητες, από τις οποίες δύο μόνο είναι η σκέψη και το πραγματικό. Η περιγραφή του κατόπιν της φύσης της πραγματικότητας φαίνεται να αντιμετωπίζει το φυσικό και διανοητικό κόσμο ως συνυφασμένους, αιτιωδώς σχετιζόμενους, και απορρέοντες από την ίδια ουσία. Η παγκόσμια ουσία ενυπάρχει τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα. Ενώ είναι διαφορετικές λειτουργίες δεν υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ αυτών. Η διατύπωση αυτή είναι μια σημαντική ιστορικά επίλυση του προβλήματος πνεύματος – σώματος, γνωστή ως ουδέτερος μονισμός. Το σύστημα του Σπινόζα προβλέπει ένα Θεό, που δεν κυβερνά το σύμπαν με Πρόνοια, στο οποίο ο Θεός μπορεί να κάνει αλλαγές, αλλά ο ίδιος ο Θεός είναι το αιτιοκρατικό σύστημα, του οποίου τα πάντα στη φύση αποτελούν μέρος. Ενώ θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτό εξακολουθεί να αντιστοιχεί σε Θεία Πρόνοια, καθώς ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι "τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει από το Θεό με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή σειρά από ότι συμβαίνει", απορρίπτει άμεσα έναν υπερβατικό Θεό, που αντιδρά ενεργά στα γεγονότα στο σύμπαν. Καθετί που συνέβη και θα συμβεί είναι μέρος μιας μακράς αλυσίδας αιτίου και αποτελέσματος που, σε ένα μεταφυσικό επίπεδο, οι άνθρωποι αδυνατούν να αλλάξουν. Καμία προσευχή ή ιεροτελεστία δεν θα επηρεάσει το Θεό. Μόνο η γνώση του θεού, ή της ύπαρξης μέσα στην οποία ζουν οι άνθρωποι, τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται καλύτερα στον γύρω τους κόσμο. Στο σύμπαν οτιδήποτε συμβαίνει προέρχεται από την ουσιώδη φύση των αντικειμένων, ή από το Θεό/Φύση. Σύμφωνα με το Σπινόζα η πραγματικότητα είναι τελειότητα. Δεδομένης της επιμονής του Σπινόζα σε ένα τελείως καθορισμένο κόσμο, όπου βασιλεύει η "αναγκαιότητα", το Καλό και το Κακό δεν έχουν κανένα απόλυτο νόημα. Ο κόσμος, όπως υπάρχει, φαίνεται ατελής μόνο λόγω της περιορισμένης αντίληψής μας. Αν οι περιστάσεις είναι λυπηρές, αυτό είναι μόνο της ανεπαρκούς μας αντίληψης της πραγματικότητας. Ενώ τα στοιχεία της αλυσίδας αιτίου και αποτελέσματος δεν είναι πέραν της κατανόησης της ανθρώπινης λογικής, η ανθρώπινη αντίληψη του απείρως σύνθετου συνόλου περιορίζεται λόγω των ορίων της επιστήμης να λάβει εμπειρικά υπόψη της το σύνολο της αλληλουχίας. Σύμφωνα με τον Σπινόζα υψηλότερη αρετή είναι η πνευματική" αγάπη ή γνώση του Θεού/Φύσης/Σύμπαντος.Τρεις από τις ιδέες του Σπινόζα τους γοήτευαν έντονα :η ενότητα όλων όσα υπάρχουν, η κανονικότητα όσων συμβαίνουν και η ταυτότητα πνεύματος και φύσης. Ο θεός του Σπινόζα έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα ενός ανθρωπόμορφου, πατρικού Θεού, που φροντίζει για την ανθρωπότητα. Ο Αϊνστάιν ανέφερε το Σπινόζα ως το φιλόσοφο που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στην άποψή του για τον κόσμο (Weltanschauung). Το 1929 όταν ρωτήθηκε αν πίστευε στο Θεό απάντησε "Πιστεύω στο θεό του Σπινόζα, που αποκαλύπτεται στην εύρυθμη αρμονία όλων όσα υπάρχουν, όχι σε ένα Θεό που ενδιαφέρεται για την τύχη και τις πράξεις των ανθρώπινων όντων".
Η σκέψη του Σπινόζα διαφέρει από την καρτεσιανή σε ορισμένα καίρια σημεία, έτσι ώστε έχουμε να κάνουμε με διαφορετική φιλοσοφία, παρά τη θεματική συνάφεια και το παρεμφερές εννοιολογικό πλαίσιο των δύο συστημάτων. Κατ' αρχάς ο σπινοζισμός δεν αποτελεί μόνο μεταφυσικό οικοδόμημα αλλά είναι μια απόπειρα για να βρεθεί και να καταδειχθεί ένας μη θρησκευτικός δρόμος για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο δηλωμένος αυτός στόχος του φιλοσόφου οδηγεί τον Σπινόζα στην παραγωγή μιας πρωτότυπης θεωρίας των παθών, μιας πολιτικής φιλοσοφίας, καθώς και μιας θεωρίας της ιστορίας, σε αντίθεση με τον Καρτέσιο, ο οποίος δηλώνει αδιάφορος για την πολιτική και απορρίπτει ως περίπου άχρηστη την ιστορική γνώση. Σε ό,τι αφορά την περιγραφή της πραγματικότητας ο Σπινόζα απορρίπτει τον δυϊσμό, δεχόμενος μία και μοναδική υπόσταση την οποία ονομάζει Θεό ή Φύση. Συνέπεια του γεγονότος αυτού αποτελεί η ισοτιμία ή ο παραλληλισμός μεταξύ σώματος και ψυχής, όπου ψυχή είναι η ιδέα του σώματος, δηλαδή το ίδιο πράγμα θεωρημένο υπό διαφορετικό κατηγόρημα ή, απλούστερα, από διαφορετική σκοπιά: το σώμα είναι μια τροπή της έκτασης, η ψυχή μια τροπή της νόησης. Ένα καίριο επακόλουθο της ταύτισης του Θεού με τη Φύση είναι και η σπινοζική αντίληψη περί ελευθερίας. Όλα τα πράγματα στη φύση είναι καθορισμένα να υπάρχουν και να ενεργούν με συγκεκριμένους τρόπους. Οι άνθρωποι καθορίζονται από δεδομένες αιτίες, ώστε να ενεργούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Συνήθως όμως αγνοούν παντελώς αυτές τις αιτίες, ενώ ταυτοχρόνως έχουν συνείδηση των επιθυμιών και των επιδιώξεών τους. Εξαιτίας της πλήρους αυτής άγνοιας ως προς τις αιτίες, θεωρούν ότι είναι ελεύθεροι τόσο στις αποφάσεις όσο και στις πράξεις τους: σε τούτο συνίσταται η ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης. Η ελευθερία στον Σπινόζα είναι το άλλο όνομα της αναγκαιότητας. Στην προοπτική αυτή, απόλυτη ελευθερία θα ήταν η τέλεια γνώση της αναγκαιότητας, κάτι εξαιρετικά δύσκολο για τους ανθρώπους, εφόσον αγνοούν την άπειρη αλυσίδα των εξωτερικών, αλλά και των εσωτερικών, αιτίων που τους καθορίζουν ανά πάσα στιγμή. Οι εξωτερικές αιτίες όμως, και τούτο πρέπει να τονιστεί, δεν προκύπτουν βάσει ενός ορισμένου προϋπάρχοντος σχεδίου, δεν επιτελούν δηλαδή κάποιον σκοπό ή, με άλλα λόγια, η οντολογία δεν υποτάσσεται στην τελεολογία. Στον Σπινόζα η πραγματικότητα είναι κατανοητή στο σύνολό της, χωρίς όμως να τη βαραίνει κανένα υπερβατικό νόημα, κανενός είδους έξωθεν σκοπός. Κατά συνέπεια στο οντολογικό επίπεδο είναι άτοπο να μιλούμε για σκοπό ή, τέλος, το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι η αναγκαιότητα συνιστά αυτοσκοπό, δηλαδή δεν έχει άλλο τέλος εκτός του εαυτού της. Ο σπινοζικός ντετερμινισμός είναι λοιπόν απόλυτος από μεταφυσική και από οντολογική άποψη. Εν τούτοις επειδή ακριβώς πρόκειται για ντετερμινισμό που δεν εμπεριέχει το παραμικρό ίχνος τελεολογίας, η σπινοζική σύλληψη περί αναγκαιότητας δεν καταλήγει να είναι για τους ανθρώπους ένα πεπρωμένο, δεν οδηγεί σε οποιασδήποτε μορφής μοιρολατρία. Ο Εβραίος στοχαστής είναι τόσο ακραία ορθολογικός ώστε δεν πέφτει στις συνήθεις παγίδες του ορθολογισμού και τις αυταπάτες του Διαφωτισμού. Η απελευθέρωση δεν αρχίζει ούτε τελειώνει με τη διαφώτιση των μυαλών αλλά με την υλική αλλαγή των σχέσεων των μαζών με την κρατική εξουσία, με την εγκαθίδρυση μιας ριζοσπαστικής δημοκρατίας και μιας νέας συνταγματικής τάξης, με την απελευθέρωση της potentia της multitudo και την επικράτηση μιας Ηθικής της Χαράς, της εκπλήρωσης των πόθων, της κοινής απόλαυσης των υλικών και πνευματικών αγαθών. Απ΄ αυτή την οιονεί μεσσιανική σκοπιά, ο Σπινόζα ζητάει τον πλήρη διαχωρισμό της πίστης και της θρησκείας, Η πίστη, λέει, διδάσκει όχι τη γνώση αλλά την υπακοή. Και η υπακοή στον Σπινόζα έχει το νόημα της κοινωνικής-πολιτικής πρακτικής, όπως έδειξε ο Balibar. Η "αληθινή θρησκεία" ανάγεται, σε τελευταία ανάλυση, κατά τον Σπινόζα, σε ότι η Βίβλος ονομάζει δικαιοσύνη και έλεος. Τα άλλα, τα περί υπερφυσικών παρεμβάσεων, θαυμάτων, προφητικών προβλέψεων κλπ. ή και η άκριτη αποδοχή των βιβλικών κειμένων κατά λέξη, ανήκουν στη σφαίρα των προλήψεων. Χωρίς την υπέρβαση του δυϊσμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς την υπέρβαση του καρτεσιανού δυϊσμού από τη σπινοζική υπόσταση, θα ήταν αδύνατη οποιαδήποτε παραπέρα πρόοδος της Φιλοσοφίας. Μ΄αυτή την έννοια έχει ισχύ η κατηγορηματική ρήση του Χέγκελ: ή ο Σπινόζα ή καθόλου Φιλοσοφία. Η σπινοζική απάντηση στράφηκε προς τα έξω, προς την παγκοσμιότητα και την εμμένεια της Φύσης, επαναστατικοποιώντας τη φιλοσοφική σκέψη της Ευρώπης. Η γνώση της ουσίας του κόσμου είναι η βάση για την πολιτική δράση μέσα στην Ιστορία, για την ενεργοποίηση του δυναμικού των μαζών, της potentia της multitudo.
Η έννοια της ελευθερίας, όπως την ανέπτυξε ο Σπινόζα, είναι ίσως η πληρέστερη, η πιο ώριμη από όσες έχουν διατυπωθεί πριν και μετά από αυτόν. Η σπινοζική έννοια της ελευθερίας δείχνει ότι καθήκον του ηγεμόνα σε μια πολιτεία είναι να διδάξει στους πολίτες «να πράττουν ελεύθερα το καλύτερο». Αν η πολιτεία κυβερνάται ορθολογικά, οι πολίτες θα είναι ελεύθεροι σύμφωνα με την πραγματική έννοια της ελευθερίας. Για τον Γιώργο Μανιάτη «Προϋπόθεση της πολιτικής και της ηθικής θεωρίας του Σπινόζα είναι η απάντηση στο ερώτημα τι είναι ο άνθρωπος. Και γενικά αλλά και συγκεκριμένα, ο άνθρωπος που κινείται εντός καθορισμένων ιστορικών και κοινωνικών καταστάσεων. Που αντιμετωπίζει πραγματικά προβλήματα του ατομικού και κοινωνικού βίου. Κατ’ αυτή την έννοια ο στοχασμός του Σπινόζα καθίσταται προδρομικός της μαρξικής σκέψης». (Ο Σπινόζα και η πολιτική φιλοσοφία).
Ο Σπινόζα έζησε μια εξαιρετικά απλή ζωή ως τροχιστής φακών, απορρίπτοντας επιβραβεύσεις και τιμές σε όλη του τη ζωή, περιλαμβανομένων υψηλού κύρους θέσεων διδασκαλίας. Τα φιλοσοφικά του επιτεύγματα και ο ηθικός του χαρακτήρας έκαναν το φιλόσοφο του 20ού αιώνα Ζιλ Ντελέζ να τον αποκαλέσει «πρίγκιπα των φιλοσόφων».Η ρήξη του με τη Συναγωγή, με την οικογενειακή επιχείρηση, με το εβραϊκό και το χριστιανικό κατεστημένο, ο ακτήμων και πλάνης βίος του ως χειρώνακτα οπτικού και φιλοσόφου, οι αδιάκοπες επιθέσεις ενάντιά του αλλά και η απόρριψη από τη μεριά του οποιουδήποτε συμβιβασμού ή θεσμοποίησης (ακόμα και η άρνηση αποδοχής της έδρας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης) ήταν όροι αλληλένδετοι και απαραίτητοι στο τιτάνιο εγχείρημά του να αναθεμελιώσει τη Φιλοσοφία και στη συνέχεια τη σχέση της με την Πολιτική και τη ζωή των ανθρώπων. Για τον Balibar το Tractatus Theologico-Politicus είναι μια μείζων φιλοσοφική αλλά και πολιτική παρέμβαση που εγγράφεται στη διαδικασία της εκκοσμίκευσης καθώς κινητήριος δύναμη της Πραγματείας είναι η ανάγκη καταπολέμησης των θρησκευτικών προλήψεων και η εγκαθίδρυση των δικαιωμάτων του Λόγου, της ελευθερίας της σκέψης. Αντιπαλεύοντας και ξεπερνώντας τον φιλοσοφικό δυϊσμό του Καρτέσιου, υπερβαίνει και τον δυϊσμό της μέχρι τότε αστικής πολιτικής θεωρίας που διαχωρίζει και αντιθέτει την εξατομικευμένη κοινωνία των ιδιωτών από τη μιά και το Κράτος ως υπερβατική αρχή από την άλλη. Ο Σπινόζα πρώτος αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο των μαζών, της multitudo, που προκαλεί το φόβο της κάθε εξουσίας. Είναι η κίνηση των μαζών, ο φόβος τους (αυτός που κουβαλούν, εκείνος που προκαλούν) και, προπαντός, το δυναμικό τους, η protentia, ο καθοριστικός παράγοντας που δίνει κάθε φορά ιδιαίτερη μορφή στην εξουσία, την potestas. Ο Σπινόζα αποκάλυψε ότι το απολυταρχικό Κράτος του καιρού του είναι αδύναμο, ότι παραμένει μετέωρο, σε επίφοβη θέση, όσο δεν αφήνει περιθώρια δράσης και πραγμάτωσης στο δυναμικό των μαζών. Είναι η κίνηση των τελευταίων που δημιουργεί το consensus, χάρη στο οποίο στερεώνεται το Κράτος και γίνεται όντως απόλυτο. Από αυτή την άποψη, η δημοκρατία είναι το κατεξοχήν απόλυτο Κράτος, κατά τον Σπινόζα, καθώς η Respublica έχει σκοπό την Ελευθερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου