4. Τι είναι τελικά η οικουμένη; Είναι η φάση στην οποία θα περάσει το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα όταν ολοκληρώσει την εξελικτική του διαδρομή εντός του κράτους και δημιουργηθούν οι συνθήκες για την υπέρβασή του. Αυτό σημαίνει ότι, όπως στον ελληνικό κόσμο, έτσι και στη νεότερη εποχή, η εξέλιξη προς την ωριμότητα, προς την ολοκλήρωση του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι, θα οδηγήσει σε βάθος χρόνου στην δημοκρατία εντός του κρατοκεντρισμού και, περαιτέρω, στην οικουμένη. Οι ελληνιστικοί και οι ρωμαϊκοί χρόνοι, με κορυφαίο το Βυζάντιο, εγγράφονται στην οικουμενική φάση του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.
Η οικουμένη είναι μια διπλής ανάγνωσης έννοια: ορίζει αφενός τον κόσμο στο σύνολό του και αφετέρου τον ανθρωποκεντρικό κόσμο στο μετα-κρατοκεντρικό του στάδιο. Σήμερα μας είναι παντελώς άγνωστη η δεύτερη εκδοχή της.
Με την οικουμενική μετάβαση ο ελληνισμός εξελίχθηκε εσωτερικά ο ίδιος και εξάπλωσε την πρόταση του πολιτισμού της ελευθερίας στα πέρατα της γης. Εάν επισκεφθεί κανείς την Ιαπωνία θα δει στην αρχαία πρωτεύουσα Νάρα δείγματα ελληνικής παρουσίας τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στην Κίνα επίσης υπάρχουν πάρα πολλά τεκμήρια της ελληνικής παρουσίας. Αυτά είναι παραδείγματα του πως ο πολιτισμός της ελευθερίας διείσδυσε και υπονόμευσε τον πολιτισμό της δεσποτείας. Δεν επήγαν οι Έλληνες στην Ασία ή αλλού ως τυπικοί κατακτητές, ακόμη και όταν χρησιμοποίησαν τα όπλα. Με τα όπλα έφθασαν έως τις παρυφές της Ινδίας. Ο απόηχος του πολιτισμού της ελευθερίας έφθασε πολύ πιο πέραν. Πουθενά όμως δεν συμπεριφέρθηκαν ως λεηλάτες. Το ίδιο και στην Ευρώπη, όπου χωρίς όπλα οι Έλληνες διείσδυσαν ή εξελλήνισαν πλείστους όσους λαούς. Οι δεσποτικοί λαοί προσήρχοντο στον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό διότι διέκριναν σ'αυτόν την ανωτερότητα της ελευθερίας. Οι μνήμες των λαών της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης συμπυκνώνουν τον απόηχο μιας θαυμαστής θετικής αναφοράς.
Πρέπει να διευκρινίσουμε ωστόσο την έννοια της οικουμένης σε σχέση με αυτό που εννοούμε σήμερα με τον όρο "παγκοσμιοποίηση". Η "παγκοσμιοποίηση" είναι μια πρόταση ηγεμονίας των αγορών πάνω στις κοινωνίες με όχημα τις σχέσεις δύναμης. Ηγεμονία διεθνική, ηγεμονία εσωτερική στα κράτη. Η οικουμένη είναι μια πρόταση πολιτισμού που επιχειρεί να θέσει σε κανονιστική πειθαρχία τους συσχετισμούς δύναμης που υπερβαίνουν τα κράτη. Λ.χ. ελέγχου της διεθνούς των αγορών. Η οικουμένη διδάσκει ότι αιτία της ύπαρξης όλων είναι η κοινωνίες: της πολιτικής, των κρατών, της οικονομίας των αγορών κλπ.
Θα σταθούμε για λίγο στην ολοκληρωμένη εκδοχή της οικουμένης που είναι το Βυζάντιο. Πρώτον, είναι η ολοκληρωμένη εκδοχή της εξέλιξης του ανθρωποκεντρικού ανθρώπου στο περιβάλλον της οικουμένης. Το πολιτειακό σύστημα της βυζαντινής κοσμόπολης συγκροτείται από τις πόλεις και την μητρόπολη πολιτεία που κατέχει επίσης τον ρόλο του κεντρικού πολιτικού συστήματος. Στο Βυζάντιο, ο ελληνισμός σταδιοδρομεί χωρίς δουλοπαροικία και χωρίς δουλεία. Το οικονομικό σύστημα, που το κατέχει κατά τρόπο μονοσήμαντο ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου, ο ιδιοκτήτης γενικά, αντικαθίσταται από ένα οικονομικό σύστημα, στο οποίο υπεισέρχεται ως αποκλειστικός ή εταιρικός συντελεστής του, ο εργαζόμενος. Η εταιρική οικονομία εισάγει για πρώτη φορά τη δημοκρατία στο οικονομικό σύστημα. Τρίτον, η νέα μεγάλη πρόταση πολιτισμού που κομίζει ο χριστιανισμός, είναι δημιούργημα της περιόδου αυτής. Ο χριστιανισμός δεν είναι μια ξένη θρησκεία που εισέρχεται στον ελληνικό κόσμο. Είναι ένα ελληνικό δημιούργημα που, μολονότι αντλεί από την διδασκαλία του Χριστού, οικοδομείται εξυπαρχής από τον ελληνικό κόσμο. Ως κανονιστικό δόγμα, ως σύστημα πολιτείας, ως αξιακή παράμετρος της οικουμένης. Η αγαπητική σχέση που διδάσκει ο Χριστός, πέραν της συγγένειας και της έμπνευσης που αντλεί από τον ελληνικό ανθρωποκεντρικό τρόπο, οι Έλληνες θα την μεταβάλλουν σε συλλογικό διακύβευμα, δηλαδή σε πρόταση κοινωνίας βίου. Εξού και θα αποκληθεί εκκλησία (του δήμου των πιστών).
Οι Έλληνες θα εγγράψουν τη νέα θρησκεία στο περιβάλλον της δημοκρατικής πολιτείας και της κοινωνικής μέριμνας για τον πάσχοντα άνθρωπο. Ώστε ο χριστιανισμός δεν είναι μόνο η θρησκεία που δημιούργησε ο ελληνικός κόσμος με βάση την φιλοσοφία και το ολοκληρωμένο πολιτειακό και κοινωνικό του βίωμα αλλά είναι και μια πρόσληψη του θείου ανθρωποκεντρική. Ο Έλληνας θεός είναι ανθρωπομορφικός, ανθρώπινος, φιλάνθρωπος, που ο Έλληνας πολίτης τον αντιμετωπίζει όρθιος, ενώπιος ενωπίω, του ασκεί κριτική η οποία πολλές φορές διαπερνά και αυτά τα όρια της ύβρεως. Ο Έλληνας που ασπάζεται το χριστιανισμό φέρνει μαζί του όλες τις παραστάσεις, τα βιώματα και τις νοοτροπίες που απέδιδε στην ολύμπια θρησκεία. Για να αντιληφθούμε τι σημαίνει η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού -η έννοια της ιστορικής ορθοδοξίας- αρκεί να την συγκρίνουμε με τις άλλες εκκλησίες. Η καθολική εκκλησία συγκροτείται σε σύστημα κοσμικής δεσποτείας που εξουσιάζει εξουθενωτικά τον άνθρωπο, μεταβάλλει τον θεό σε τιμωρό και όχι σε φίλο, όπως ακριβώς και στον ιουδαϊσμό. Αυτή η διαφορά είναι που φέρνει την ιστορική ορθοδοξία πολύ μπροστά από τις άλλες εκδοχές του χριστιανισμού, οι οποίες οπισθοδρόμησαν λόγω της δεσποτικής παρέκκλισης των κοινωνιών τους από τον ελληνικό τρόπο του βίου. Ώστε, ο ελληνικός τρόπος του θρησκεύεσθαι ορίζεται από το κοινωνείν εν εκκλησία (η έννοια του δήμου των πιστών) και όχι από ένα σύστημα ιερατείου, που λειτουργεί ως δεσπότης επί της κοινωνίας.
Οπωσδήποτε, και ο χριστιανισμός όπως και η πολιτική ιδέα της Ρώμης ενσωματώθηκαν και αποτέλεσαν οργανικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας. Οι Έλληνες οικειοποιήθηκαν τη νέα θρησκεία και τη ρωμαϊκή κοσμόπολη, τις ενσωμάτωσαν στην ταυτότητά τους δεν αφελληνίστηκαν, όπως λέγεται. Γι αυτό και η Ρώμη θεωρήθηκε καταπίστευμα που δόθηκε από τον Κωνσταντίνο στους Έλληνες με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο.
Αυτή λοιπόν είναι η εικόνα ενός πολιτισμού ο οποίος θα μετακενωθεί στη συνέχεια στην Ευρώπη με αφετηρία την Ιταλία όπου μετεμφυτεύονται οι πόλεις, αλλά και πέραν των Άλπεων, έτσι ώστε να δημιουργηθεί η Αναγέννηση. Δεν θα είχε υπάρξει η Αναγέννηση -η μετάβαση της Ευρώπης στον ανθρωποκεντρισμό- και προφανώς ο νεότερος κόσμος εάν ο ελληνικός κόσμος της εποχής του Βυζαντίου δεν μετακένωνε στην Εσπερία και προς Βορράν στους σλάβους το ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο και τον ομόλογο πολιτισμό. Με αφετηρία την μετακένωση αυτή, συντελέσθηκε η ανθρωποκεντρική μετάβαση της Ευρώπης, ενοποιήθηκε πολιτισμικά η ευρωπαϊκή ήπειρος -με την δυτική αναγέννηση και τον εκχριστιανισμό των σλάβων- και προχώρησε στο τέλος η ανθρωποκεντρική μετάβαση του πλανητικού κόσμου.
Ώστε, εάν θέλουμε να διερωτηθούμε γιατί η επικαιρότητα του ελληνικού πολιτισμού πρέπει να συνεκτιμήσουμε τρία τινά: Πρώτον, το μοναδικό πολιτισμικό του κεκτημένο, το οποίο αποτελεί ανεξάντλητη πηγή για τον νεότερο άνθρωπο. Δεύτερον, το γεγονός ότι ο ελληνικός κόσμος βρίσκεται στην αφετηρία της ανθρωποκεντρικής μετάβασης του νεότερου κόσμου. Και τρίτον, το γνωσιολογικό ολοκλήρωμα του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού, του οποίου τα ίχνη συναντώνται με το εξελικτικό γίγνεσθαι του νεότερου πλανητικού κόσμου. Έτσι, κάθε φορά που διαπιστώνουμε ότι εξελισσόμαστε προς μια επόμενη φάση συναντώμαστε με την ομόλογη φάση του ελληνικού κόσμου, με την οποία αναγκαστικά καλούμαστε να αναπτύξουμε διάλογο. Κατά τούτο, το ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα αποκαλύπτει τα στάδια του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος προς την ολοκλήρωση. Πώς δηλαδή προόρισται να εξελιχθεί και ο σύγχρονος κοινωνικός άνθρωπος σε περιβάλλον ελευθερίας και εντέλει ποιο θα είναι το μέλλον της ανθρωπότητας.
5.Στο σημείο αυτό του συλλογισμού μας είναι επίκαιρο να διερωτηθούμε για τα καθημάς. Σπεύδω να πω ευθύς εξ αρχής ότι για να κατανοήσουμε το νεοελληνικό πρόβλημα προϋποτίθεται η ανάκτηση της ιστορίας μας, η ανασύνδεσή μας με αυτήν. Όχι για να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αλλά για να αντλήσουμε από αυτήν τα αναγκαία συμπεράσματα ως προς το τι έφταιξε και τι συνεχίζει να τροφοδοτεί τη νεοελληνική κακοδαιμονία. Από τον αναστοχασμό αυτόν θα αποκτήσουμε συνείδηση για τις αξίες, το σύστημα, τις παραδοχές και τις αντιλήψεις, που προσιδιάζουν στη δική μας εξέλιξη.
5.Στο σημείο αυτό του συλλογισμού μας είναι επίκαιρο να διερωτηθούμε για τα καθημάς. Σπεύδω να πω ευθύς εξ αρχής ότι για να κατανοήσουμε το νεοελληνικό πρόβλημα προϋποτίθεται η ανάκτηση της ιστορίας μας, η ανασύνδεσή μας με αυτήν. Όχι για να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αλλά για να αντλήσουμε από αυτήν τα αναγκαία συμπεράσματα ως προς το τι έφταιξε και τι συνεχίζει να τροφοδοτεί τη νεοελληνική κακοδαιμονία. Από τον αναστοχασμό αυτόν θα αποκτήσουμε συνείδηση για τις αξίες, το σύστημα, τις παραδοχές και τις αντιλήψεις, που προσιδιάζουν στη δική μας εξέλιξη.
Με τον αναστοχασμό αυτόν θα πληροφορηθούμε ότι ο σημερινός Έλληνας εισήλθε στο νεότερο κόσμο, στην εποχή της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, στο κράτος έθνος, όχι από τη φεουδαρχία, αλλά από την οικουμενική σημειολογία ενός έθνους κοσμοσύστηματος. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί ο νεοέλληνας δεν τα έχει βρει, δεν έχει συμφιλιωθεί με την πρωτο-ανθρωποκεντρική και, επέκεινα, καθόλα ολιγαρχική νεοτερικότητα.
Σε αυτή τη βάση, που συμπυκνώνει η ριζική ανατροπή των ανθρωποκεντρικών δεδομένων του ελληνισμού, καλούμαστε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί με την είσοδο στο κράτος έθνος διανύουμε το συνεχές μιας κρίσης που οδηγεί στη δραματική συρρίκνωση του ελληνισμού, χωρίς να διαφαίνεται ο δρόμος της ανάσχεσής της. Ο ελληνικός κοσμοσυστημικός τρόπος μας αιτιολογεί ακριβώς τον χαρακτήρα του αδιεξόδου και την κατεύθυνση μιας υπέρβασής του.
Οπωσδήποτε, η διερώτηση αυτή, μας πληροφορεί ότι η μετάβαση του ελληνισμού από το έθνος κοσμοσύστημα στο έθνος κράτος ανεκόπη βίαια και, μάλιστα, έγινε με τίμημα την ολοκληρωτική ανθρωποκεντρική του οπισθοδρόμηση, από την οικουμενική στην πρώιμη εποχή, προκειμένου να εναρμονισθεί με την ευρωπαϊκή ορθοταξία. Η ολοκληρωτική αυτή αποδόμηση και οπισθοδρόμηση του ελληνισμού αποκρυσταλλώνεται στο οξύμωρο σχήμα μεταξύ της εξέχουσας θέσης που κατείχε ο ελληνικός κόσμος έως τις παρυφές του 20ου αιώνα ή ακόμη και της επιρροής που ασκεί ο ελληνικός πολιτισμός στην εποχή μας και της χαμηλής "πτήσης" που πραγματοποιεί η Ελλάδας του σήμερα.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κρίσιμη, διότι η επιλογή της μιας ή της άλλης αιτιολογίας θα μας επιτρέψει να διακρίνουμε εάν φταίει η κοινωνία και οι κληρονομιές της ή το κράτος, το θεσμικό ένδυμα που της επέβαλε η νεοτερικότητα και έχει έκτοτε εναγκαλισθεί με πάθος η εσωτερική άρχουσα τάξη. Η ορθή εκδοχή του πράγματος βρίσκεται προφανώς στον τρόπο της απελευθέρωσης: ο ελληνισμός υπεβλήθη τελικά σε ένα καθεστώς εσωτερικής χειραγώγησης και εξωτερικής επιτροπείας που δέσμευσε τη δημιουργική του πορεία, τον ανάγκασε σε μια ολική αποδόμηση της θεσμημένης συλλογικότητάς του και στο βάθος στον αποκλεισμό των ζωτικών του δυνάμεων (της αστικής τάξης, της πνευματικής του ηγεσίας κλπ) από τον κορμό του έθνους κράτους. Διότι ουσιαστικά το κράτος αυτό είναι εξ ολοκλήρου υπόλογο για την καταστροφή του μείζονος ελληνισμού.
Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, όφειλε να συνδυασθεί, αφενός με την ύφανση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που θα αποξένωνε την πολιτική τάξη από την κοινωνική συλλογικότητα και τα προτάγματά της, ώστε να οδηγήσει τις εξελίξεις κατά το ίδιον αυτής συμφέρον. Αφετέρου, με την οικοδόμηση μιας ιδεολογίας της εξάρτησης, που θα έπειθε την ελληνική κοινωνία για τον παραρτηματικό της χαρακτήρα έναντι της μόλις εξερχόμενης από την απολυταρχική δεσποτεία της Ευρώπης. Και τέλος, με την αποκοπή της ελληνικής κοινωνίας του κράτους έθνους από το ιστορικό της παρελθόν, την παραδοχή της ιστορικής της συνέχειας, έτσι ώστε να απαληφθεί το συγκριτικό προηγούμενο του μείζονος ελληνισμού, που θα δυσκόλευε την αναζήτηση της ευθύνης για τα κακώς κείμενα στην κοινωνία.
Από τη στιγμή αυτή, για τη νέα ελληνική άρχουσα τάξη ζητούμενο έγινε ο "εξευρωπαϊσμός" όχι η συναρτημένη με την ανθρωποκεντρική υπόσταση των Ελλήνων πρόοδος. Το επιχείρημα ήταν απλό: αφού το πολιτειακό σύστημα της νεοτερικότητας ήταν προοδευτικό, για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, καθώς τις έβγαζε από τη φεουδαρχία και τις οδηγούσε στον ανθρωποκεντρισμό, ήταν αυτονοήτως προοδευτικό και για την ελληνική κοινωνία.
Τούτο όμως προϋπέθετε ότι έπρεπε να συνομολογήσουμε ότι η ελληνική κοινωνία ήταν επίσης δέσμια μιας δεσποτικής ιστορικής καταβολής. Επειδή, προφανώς, αυτό δεν πρόεκυπτε, παρόλον ότι χύθηκε πολύ μελάνι για να καταδειχθεί ότι το Βυζάντιο προσιδίαζε σε μια ασιατική δεσποτεία, διατυπώθηκε τελικά η θεωρία ότι ήταν ακόμη χειρότερο το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία δεν διήλθε από τη φεουδαρχία, ώστε στη συνέχεια να διανύσει τα αντίστοιχα στάδια της ευρωπαϊκής μετάβασης: την αναγέννηση, τη μεταρρύθμιση κλπ. Με τον τρόπο αυτόν, η ελληνική ανθρωποκεντρική οικουμένη ταξινομήθηκε ως κατώτερη από τη φεουδαρχία ή την κρατική δεσποτεία/απολυταρχία.
Έχει σημασία να επισημανθεί ότι η οριστική αυτή ρήξη με το ελληνικό οικουμενικό παρελθόν δεν θα συντελεσθεί υπό την οθωμανοκρατία. Τότε ακόμη ο ελληνισμός σχεδίαζε την εθνική του αποκατάσταση υπό το πρίσμα της διατήρησης αδιατάρακτης της ανθρωποκεντρικής οικουμένης. Συνέβη υπό το κράτος έθνος, το οποίο για να νομιμοποιηθεί έπρεπε η ελληνική κοινωνία να συνομολογήσει την κατωτερότητα της. Διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν να επιβιώσει το καθεστώς της εξάρτησης, ούτε και να πραγματοποιηθεί η αποδόμηση του μείζονος ελληνισμού, ο οποίος μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα στην μεν Εσπερία προκαλούσε δέος, στην δε σλαβική ανατολή εκλαμβανόταν ως πρότυπο. Με διαφορετική διατύπωση, για να συμβεί αυτό, ο ελληνισμός όφειλε να μηδενίσει τον ανθρωποκεντρικό του χρόνο και να εναρμονίσει τον ανθρωποκεντρικό του βηματισμό με εκείνον της εξερχόμενης από τη δεσποτεία δυτικο-ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να προσέξουμε ότι ολόκληρο το δημοκρατικό οικοδόμημα του ελληνισμού που το βίωνε ευρέως και αδιατάρακτα από την κλασική εποχή, κατελύθη χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίματος. Η ατομική ελευθερία θεωρήθηκε ανώτερη από την καθολική (ατομική, κοινωνική και πολιτική) ελευθερία, η ολιγαρχία της δημοκρατίας, το οικονομικό σύστημα που έθετε τους συντελεστές της εργασίας στο περιθώριο, ανώτερο από την εταιρική οικονομία, η τιμοκρατική ψήφος από την καθολική ψήφο, ο ατελής πολίτης του πλήρους πολίτη κλπ. Η απολυταρχία που εγκαθιδρύθηκε στο μικροελλαδικό κράτος θεωρήθηκε ανώτερη τελικά από την οικουμενική κοσμόπολη που σχεδίαζαν οι θεωρητικοί της ελληνικής παλιγγενεσίας.
Από την οικουμενική τους περίοδο οι Έλληνες οδηγήθηκαν βιαίως και ταπεινωμένοι στην προσολώνεια εποχή σε συνθήκες περιδεούς εξάρτησης και ανέχειας. Η κατάργηση της θεσμημένης συλλογικότητας του ελληνισμού θα επιτρέψει στην πολιτική τάξη να αυτονομηθεί, να πολιτευθεί ενάντια στο κοινό και εθνικό συμφέρον, να οικοδομήσει μια αντίληψη περί πολιτικής εχθρική προς την κοινωνία των πολιτών.
Η γένεση του νεοελληνικού κράτους συγκροτεί μια τομή, θα έλεγα μια ρήξη με το ελληνικό κοσμοσυστημικό παρελθόν, το οποίο επέτρεψε στον ελληνισμό να μεγαλουργεί. Το νεοελληνικό κράτος, πρόσεδρο στην ευρωπαϊκή δεσποτεία, υιοθέτησε την ιδέα της πολιτικής κυριαρχίας κατέναντι της κοινωνίας, στην οποία επιφύλαξε εφεξής το καθεστώς του ιδιώτη, και στον πολίτη την ιδιότητα του υπηκόου πελάτη του πολιτικού. Το κράτος, εφεξής αναντίστοιχο με τους σχεδιασμούς και τις προσδοκίες της εθνικής συλλογικότητας των Ελλήνων, ήταν εντούτοις σε πλήρη αρμονία με το διατακτικό του ηγεμόνα, που θεωρούσε τον μεν ελληνισμό απειλή και για την επέκτασή του, το δε πολιτειακό του πρόταγμα, απεχθές για την απολυταρχική αρχικά και για την ολιγαρχική στη συνέχεια ευρωπαϊκή τάξη. Το κράτος αυτό και οι άρχουσες ομάδες που υφάνθηκαν στους κόλπους του, αποτέλεσαν το εργαλείο για την ανθρωποκεντρική και κοσμοσυστημική αποδόμηση του ελληνισμού και, εντέλει, για τη δραματική του συρρίκνωση. Το καθόλα αναντίστοιχο προς την ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία του ελληνισμού αυτό κράτος και οι άρχουσες δυνάμεις που το λειτουργούν και το νέμονται είναι αποκλειστικά υπαίτιες για τις αλλεπάλληλες καταστροφές που εξακολουθεί να υφίσταται η ελληνική κοινωνία έως τις ημέρες μας.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι για να ξανασταθεί ο ελληνισμός στα πόδια του πρέπει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, να ανακτήσει την αυτοεκτίμησή του. Το ζήτημα είναι βαθιά πολιτισμικό και ιδεολογικό, δηλαδή πολιτισμικό, με την έννοια ότι για να τα βρει με τη νεοτερικότητα, πρέπει να επανεύρει τον ιστορικό εαυτό του, να ανασυστήσει την κοινωνική του συλλογικότητα, ώστε να αναγκάσει την πολιτική να εναρμονισθεί με τον δημόσιο, δηλαδή με τον εθνικό σκοπό της. Το εγχείρημα αυτό διέρχεται ακριβώς από την ανάκτηση της ανθρωποκεντρικής ελληνικής ιστορίας η οποία διδάσκει ότι τούτο θα γίνει εφικτό μόνον με την μετάβαση κατ'ελάχιστον στην αντιπροσωπευτική πολιτεία.
*Παραινετική ομιλία προς τους νέους, μαθητές των εκπαιδευτηρίων Γείτονα (27/11/2-13), απο τον Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργο Κοντογιώργη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου