Οπωσδήποτε είναι θέμα πολιτισμού. Η βαρβαρότητα δεν είναι προ των πυλών: βρίσκεται ήδη στα σπίτια μας. Οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι μαζί της, γιατί είναι μια βαρβαρότητα soft. Είναι πλανητική, είναι τηλεοπτική, είναι σιριαλική. Είναι απέραντη. Τα απείρως επαναλαμβανόμενα επεισόδια τηλεοπτικών σειρών καρφώνουν τη βλακεία του κόσμου στο γυαλί και δημιουργούν το μοντέλο. Καινούργιες σειρές γυρίζονται. Ας ετοιμαστούμε να τις καταπιούμε. Και δεν δημιουργούν μόνο ένα μοντέλο συμπεριφοράς, μια ιδεολογία, μια «ευαισθησία»∙ ακόμη χειρότερα: δημιουργούν ένα μοντέλο τηλεοπτικού λόγου και, ακόμη πιο πέρα, έναν «λογοτεχνικό» λόγο.
Φτωχαίνουν τη γλώσσα, τις γλώσσες. Αυτές οι σκοτεινές εμπειρίες καλοφτιαγμένης βαρβαρότητας βρίσκονται στις μετα-μελλοντικές καταγωγές μιας φοβερά φτωχής, στοιχειώδους και κρυσταλλοποιημένης διηπειρωτικής «μεγα-κοινής». Σε ηλεκτρονικό επίπεδο, ασκούν την ίδια λειτουργία της «καθαρής» βαρβαρότητας που σε γουτεμβεργιανό επίπεδο ασκούν οι collections εμπορικών μυθιστορημάτων. Δεν πρόκειται πια για μια χειραγώγηση της συναίνεσης, αλλά για μια παλινδρόμηση της έννοιας.
Για τους εφευρέτες αυτών των μακρο-εκδοτικών πρωτοβουλιών, η νηπιακή ηλικία του ιδανικού αναγνώστη δεν είναι πια το ταξίδι του μέλιτος στη Βενετία, αλλά οι διακοπές στην Ιμπιζα, στην Ταϊλάνδη ή στη Χαβάη∙ συνοδευμένες φυσικά από «ευγενικά αισθήματα», μ’ άλλα λόγια από ανομολόγητες αισχρότητες ενάντια στη νοημοσύνη. Και από μια σειρά εγκλήματα ενάντια στη γλώσσα και την ιστορία της.
Να γιατί σήμερα, πρωταρχικό καθήκον κάθε ανθρώπου των γραμμάτων είναι η «αναστήλωση» της γλώσσας. Και είναι επαναστατικό αυτό το καθήκον: να διαφυλάξει τον πλούτο, το βάθος, τα αχαλίνωτα ξαφνιάσματα της γλώσσας, την ασάφειά της που ισοδυναμεί με την πολυπλοκότητά της. Την ακριβή τιμή της, κόντρα στην τσιγκουνιά των εκδοτικών και τηλεοπτικών αποταμιευτών, για τους οποίους όλες οι σύνθετες εκφράσεις και έννοιες πρέπει να απλοποιηθούν. Ισως να φαίνεται παράδοξο: σήμερα όμως, ορισμένοι εκδότες λογοτεχνίας –φυσικά υπάρχει και μια μικρή μειοψηφία που δεν ακολουθεί την πεπατημένη– αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο εμπόδιο στη λογοτεχνική έρευνα.
Βέβαια, και ανάμεσα σ’ αυτούς τους εκδότες βασιλεύει μια μεγάλη σύγχυση. Η πλειονότητα εκδίδει στην τύχη, χωρίς μια κάποια γραμμή, χωρίς μια κάποια φυσιογνωμία. Δημιουργείται η αίσθηση ότι η εκδοτική δραστηριότητα είναι στραμμένη στην αναζήτηση ενός κοινού του οποίου δεν μπορεί να εντοπίσει τα γούστα και τις τάσεις∙ από την άλλη μεριά λείπει το κουράγιο να ενεργοποιηθεί μια πράξη επανάκτησής του, που σημαίνει, κυρίως, τη δημιουργία ενός νέου κοινού. Το παλιό, απογοητευμένο, απαντά αγνοώντας τα βιβλιοπωλεία. Το σύνθημα που κυριαρχεί στους εκδοτικούς οίκους είναι: «Να περικόψουμε ό,τι μπορούμε».
Δεν υπάρχουν πια τα μεγάλα πολιτισμικά οράματα. Δεν υπάρχουν πια οι τολμηρές ευγενικές προσπάθειες. Ο στόχος, αντίθετα, προσβλέπει στην ισοπέδωση της γραφής, στο ευκολοχώνευτο προϊόν, στο κείμενο με τη μέγιστη αποδοτικότητα και την ελάχιστη εκφραστικότητα: το τηλεοπτικό μοντέλο γίνεται νόμος. Γράψτε «εύκολα», λένε οι εκδότες στους δημιουργικούς συγγραφείς. Ο κόσμος δεν νιώθει άνετα με όλα αυτά τα απαιτητικά, «δύσκολα» κείμενα. Τα άμεσα αποτελέσματα; Ολοι τα βλέπουμε: απομάκρυνση του –έστω περιορισμένου– ενδιαφερόμενου κοινού από τη λογοτεχνία και πτώση του επιπέδου της μέσης ποιότητας των λογοτεχνικών προϊόντων.
Θα πρέπει λοιπόν να ξυπνήσουμε αυτόν τον κοιμισμένο γίγαντα και να τον υποχρεώσουμε να κοιτάξει κατάματα τον κόσμο, και το βιβλίο, που όταν είναι πραγματικά βιβλίο είναι μια μεταφορά του ίδιου του κόσμου∙ είναι απαραίτητο να προσπαθήσουμε να το θεωρήσουμε κάτι το διαφορετικό από ένα κουτί τσιγάρα που –αν θέλουμε– μπορούμε ακόμη και να το διαβάσουμε, αλλά είναι πολύ πιο φυσιολογικό να το καπνίσουμε.
* ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου