Δήμητρα Αθανασοπούλου
Η Ιστορία δεν κατασκευάζεται -λένε- από γεγονότα, αλλά από τον τρόπο που... τα αντιλαμβανόμαστε και τα ερμηνεύουμε. Μέσα από μνημονικά ίχνη και μαρτυρίες δημιουργούνται νέοι χώροι επεξεργασίας του παρελθόντος που προτείνουν άλλες ερμηνευτικές κατασκευές. Και κάπως έτσι οι μνήμες λαμβάνουν νέα μορφή σε συνάρτηση με την οδύνη που έχουν προκαλέσει και σε σχέση με το τι θέλουν να υπηρετήσουν σε ψυχικό ή σε πολιτικό επίπεδο την εκάστοτε περίοδο ανακατασκευής τους. Μόνο που ο τρόπος ανακατασκευής των αναμνήσεων δεν είναι ποτέ τυχαίος.
Πριν από δύο εβδομάδες, με αφορμή την 80ή επέτειο από την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εγκρίθηκε το ψήφισμα σχετικά με τη σημασία της ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης. Το ψήφισμα υποστήριζε πως «ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πιο καταστροφικός πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας, ξεκίνησε ως άμεσο αποτέλεσμα της διαβόητης Συνθήκης μη επιθέσεως της 23ης Αυγούστου 1939 μεταξύ ναζί και Σοβιετικών, γνωστής επίσης ως σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ».
Τι εξυπηρετεί η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, που έχει καταγραφεί έξαρση της Ακροδεξιάς σε αρκετές χώρες της Ευρώπης; Και με τι τρόπο ένα τέτοιο ψήφισμα επιδρά στις μνήμες και στα τραύματα ενός παγκοσμίου πολέμου που σημάδεψε την ευρωπαϊκή ιστορία;
Αν η διαδικασία της ανάμνησης είναι εξ ορισμού μια επανερμηνεία του παρελθόντος μέσα στο παρόν καθώς εμπεριέχει την αναδόμηση περιεχομένων, ο τρόπος που επιλέγουμε να ανακατασκευάσουμε την Ιστορία -την προσωπική ή τη συλλογική, σε συνειδητό ή ασυνείδητο επίπεδο- είναι βαθιά πολιτικός.
Δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε εδώ ακόμα μια ιστορική αναδρομή. Θα την αφήσουμε στους ιστορικούς. Ούτε υπάρχει λόγος να καταδυθούμε στην πολιτική σκέψη των ευρωβουλευτών που ψήφισαν υπέρ στο ψήφισμα, το οποίο χαρακτηρίζει τη Σοβιετική Ενωση συνυπεύθυνη με τη ναζιστική Γερμανία για το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Αννα-Μισέλ Ασημακοπούλου, ή λευκό όπως οι Στέλιος Κυμπουρόπουλος, Γιώργος Κύρτσος και Θοδωρής Ζαγοράκης.
Η τοποθέτηση όμως του Νίκου Ανδρουλάκη είναι άξια αναφοράς. Ο ευρωβουλευτής με την προοδευτική συμμαχία των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών εξήγησε τους λόγους που το ψήφισμα δεν είχε την υποστήριξη του, εστιάζοντας στο ότι «οι ιδεολογικές ρίζες του ναζισμού, του μίσους προς οτιδήποτε διαφορετικό, δεν μπορούν να συγκριθούν με τίποτα» και πως «η συσκότιση της φύσης αυτής της ιδεολογίας, εξισώνοντάς την με άλλες, κάτω από την ομπρέλα του ολοκληρωτισμού, είναι μία νέα, επικίνδυνη τάση. Και ήταν τουλάχιστον μεταφροϊδικός στην προσέγγισή του, καθώς υπενθύμισε πως η «ιδεολογική χρήση της ιστορίας ανοίγει νέες πληγές».
Η τοποθέτηση όμως του Νίκου Ανδρουλάκη είναι άξια αναφοράς. Ο ευρωβουλευτής με την προοδευτική συμμαχία των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών εξήγησε τους λόγους που το ψήφισμα δεν είχε την υποστήριξη του, εστιάζοντας στο ότι «οι ιδεολογικές ρίζες του ναζισμού, του μίσους προς οτιδήποτε διαφορετικό, δεν μπορούν να συγκριθούν με τίποτα» και πως «η συσκότιση της φύσης αυτής της ιδεολογίας, εξισώνοντάς την με άλλες, κάτω από την ομπρέλα του ολοκληρωτισμού, είναι μία νέα, επικίνδυνη τάση. Και ήταν τουλάχιστον μεταφροϊδικός στην προσέγγισή του, καθώς υπενθύμισε πως η «ιδεολογική χρήση της ιστορίας ανοίγει νέες πληγές».
Είναι ευρέως αποδεκτό εξάλλου πως κάθε νέα αφήγηση είναι μια νέα κατασκευή που μεταλλάσσει την Ιστορία, ενισχύοντας την πεποίθηση πως η Ιστορία δεν μπορεί να είναι αντικειμενική. Και είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει μόνο μία αλήθεια. Υπό ένα ψυχαναλυτικό πρίσμα η ανακατασκευή των γεγονότων είναι αναπόδραστη δεδομένου πως η διαδικασία της ανάμνησης περιλαμβάνει μια επανερμηνεία του παρελθόντος μέσα στο παρόν. Το νόημα του παρελθόντος δημιουργείται συνεπώς μέσα από την πράξη της ανάμνησης.
Το πρόβλημα δεν είναι ωστόσο η «μνήμη της μνήμης» -όπως αποκαλούνται οι κατασκευασμένες αναμνήσεις»- αλλά με ποια «κατασκευασμένη αλήθεια» επιλέγουμε να πορευτούμε, τι είδους Ιστορία κατασκευάζουμε και με ποιον «προσανατολισμό» γίνεται επιλεκτική η ιστορική μας μνήμη. Γιατί αυτά είναι που θα διαμορφώσουν την κριτική μας ικανότητα και τις θέσεις μας στη δημόσια ζωή , αυτά που θα καθορίσουν τι είδους πολιτικά όντα είμαστε.
Το πρόβλημα δεν είναι ωστόσο η «μνήμη της μνήμης» -όπως αποκαλούνται οι κατασκευασμένες αναμνήσεις»- αλλά με ποια «κατασκευασμένη αλήθεια» επιλέγουμε να πορευτούμε, τι είδους Ιστορία κατασκευάζουμε και με ποιον «προσανατολισμό» γίνεται επιλεκτική η ιστορική μας μνήμη. Γιατί αυτά είναι που θα διαμορφώσουν την κριτική μας ικανότητα και τις θέσεις μας στη δημόσια ζωή , αυτά που θα καθορίσουν τι είδους πολιτικά όντα είμαστε.
«Η λήθη που θα γίνουμε στην ευρωπαϊκή εκδοχή της»
Στη «Λήθη που θα γίνουμε», του Κολομβιανού συγγραφέα Εκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε, αναδεικνύεται η μνήμη ως ένας καμβάς πάνω στον οποίο δομείται το «οικογενειακό μυθιστόρημα» και η πολιτική ιστορία, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνεται η αλληλένδετη σχέση μεταξύ μνήμης, λήθης και τραύματος. Ο Κολομβιανός συγγραφέας -μέσα από αυτοβιογραφικό, πολιτικό μυθιστόρημα- μας δείχνει πώς η κατασκευασμένη αντίληψη του παρελθόντος μπορεί να αποδειχτεί διαστρεβλωμένη ακόμα και για τον ίδιο τον αφηγητή.
Στη «Λήθη που θα γίνουμε», του Κολομβιανού συγγραφέα Εκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε, αναδεικνύεται η μνήμη ως ένας καμβάς πάνω στον οποίο δομείται το «οικογενειακό μυθιστόρημα» και η πολιτική ιστορία, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνεται η αλληλένδετη σχέση μεταξύ μνήμης, λήθης και τραύματος. Ο Κολομβιανός συγγραφέας -μέσα από αυτοβιογραφικό, πολιτικό μυθιστόρημα- μας δείχνει πώς η κατασκευασμένη αντίληψη του παρελθόντος μπορεί να αποδειχτεί διαστρεβλωμένη ακόμα και για τον ίδιο τον αφηγητή.
Το ζήτημα της μνήμης υπήρξε πάντα βασανιστικό για τον ανθρώπινο ψυχισμό. Για να συνεχίσει ο κόσμος να θυμάται χωρίς να πονά, κάποιες φορές καλείται προηγουμένως να ξεχάσει. Και η μνήμη γίνεται λήθη μέσα από την «απώθηση» των επώδυνων στοιχείων ή καταλήγει ένα νέο οικοδόμημα μέσα από τη νέα κατασκευασμένη αλήθεια.
Η Ιστορία συναντά λοιπόν την ψυχανάλυση τη στιγμή που ανακατασκευάζονται οι μνήμες, αφού φυσικά έχει προηγηθεί το τραύμα και η διαδικασία πένθους. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τη μορφοποίηση των τραυμάτων της μνήμης σε νέες κατασκευές που αφορούν είτε την προσωπική είτε τη συλλογική μας ιστορία. Μπορούμε όμως να βάλουμε «πρόσημο» στις αναμνήσεις μας.
Αν ο ιστορικός αναζητά τη «μία αλήθεια» και ο ψυχαναλυτής «την αλήθεια που θεραπεύει χωρίς να ανοίγει πληγές», ποιος είναι ο ρόλος του πολιτικού απέναντι στην Ιστορία;
Η μνήμη έχει αξία όταν δεν γίνεται επιλεκτική, σημειώνει ο Νίκος Ανδρουλάκης σχετικά με το ψήφισμα που εξισώνει τον ναζισμό με τον κομμουνισμό. Θα προσθέταμε πως η γλωσσική αποτύπωση της Ιστορίας είναι μέρος της διαδικασίας κατασκευής της και πως εμείς είμαστε αυτό που επιλέγουμε να ξεχάσουμε, να θυμηθούμε και να εξισώσουμε. Έστω και ερήμην μας. Το ασυνείδητο -έγραφε ο Ζακ Λακάν- είναι πάντα πολιτικό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου