Στα τέλη Απριλίου 2017, κάποιοι Αμερικάνοι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές δημιούργησαν μια ομάδα (caucus) με την ονομασία «Israel Victory». «Πιστεύουμε», έλεγαν, «ότι το Ισραήλ είναι νικητής στον πόλεμο και ότι αυτό το γεγονός πρέπει να αναγνωριστεί εάν θέλουμε να επιτευχθεί ειρήνη μεταξύ του Ισραήλ και των γειτόνων του.» Όπως εξηγούσε ένα από τα μέλη της ομάδας, ο ακαδημαϊκός Daniel Pipes, το Ισραήλ ως νικητής «επιβάλλει τη θέλησή του στον εχθρό». Η απάντηση ήρθε από αρκετές εκατοντάδες Παλαιστίνιους πολιτικούς κρατούμενους που ξεκίνησαν απεργία πείνας μετά από κάλεσμα του πιο γνωστού από αυτούς, του Marouane Barghouti. Με αυτόν τον τρόπο οι Παλαιστίνιοι διακήρυξαν ότι η αντίσταση συνεχίζεται και ότι οι ψευδαισθήσεις για τον αφανισμό τους θα διαλυθούν.
Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που το Ισραήλ και οι σύμμαχοί του φαντασιώνονται τη συνθηκολόγηση, ή και την εξαφάνιση των Παλαιστινίων.
«Οι πρόσφυγες θα βρουν τη θέση τους στη διασπορά. Χάρη στη φυσική επιλογή, κάποιοι θα αντισταθούν, άλλοι όχι. (...) Η πλειοψηφία… θα αναμειχθεί στα φτωχότερα στρώματα του αραβικού κόσμου.» Με αυτά τα λόγια ο ισχυρός ηγέτης των Εργατικών Σιωνιστών, μελλοντικός πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μόσε Σαρέτ προφήτευε, στον απόηχο του αραβοϊσραηλινού πολέμου του 1948-1949, το ζοφερό μέλλον των 700.000 Παλαιστινίων που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους.
Είχαν μόλις υποστεί μια βαριά ήττα, το έδαφος που προέβλεπε το κράτος τους από το σχέδιο διχοτόμησης των Ηνωμένων Εθνών, που ψηφίστηκε στις 29 Νοεμβρίου 1947, χωρισμένο σε τρία μέρη: ένα τμήμα (κυρίως το βόρειο τμήμα της Γαλιλαίας) κατακτήθηκε από το Ισραήλ. Η Δυτική Όχθη και η Ανατολική Ιερουσαλήμ προσαρτήθηκαν στο Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας. Και τέλος μια μικρή επικράτεια, η Γάζα, περιήλθε υπό τον αιγυπτιακό έλεγχο, με κάποια αυτονομία.
Η γέννηση του απελευθερωτικού κινήματος
Μεταξύ 1936-1939 είχαμε στην Παλαιστίνη μια πολιτική και στρατιωτική εξέγερση με αίτημα τον τερματισμό της βρετανικής παρουσίας και τον τερματισμό της εβραϊκής μετανάστευσης. Αυτή η εξέγερση κατεστάλη από τα βρετανικά στρατεύματα που συμμάχησαν με σιωνιστικές ένοπλες πολιτοφυλακές, οι οποίες με όπλα που τους παρείχε το Λονδίνο, νίκησαν τους αραβικούς στρατούς το 1948-1949.
Οι εκτοπισμένοι από τα σπίτια τους και τα χωριά τους Παλαιστίνιοι ζούσαν σε σκηνές σε γειτονικές χώρες ή σε περιοχές που ήλεγχε το Ισραήλ. Έμοιαζαν δε προορισμένοι να εξαφανιστούν, όπως ακριβώς εξαφανίστηκαν οι Ερυθρόδερμοι στην Αμερική που εξοντώθηκαν κατά τη διάρκεια των κατακτήσεων της Βόρειας Αμερικής, της Αυστραλίας ή της Νέας Ζηλανδίας. Ή στην καλύτερη περίπτωση, θα διαλύονταν σε ένα ευνοϊκό αραβικό περιβάλλον…
Το Ισραήλ κατήγγειλε την άρνηση των αραβικών χωρών να αφομοιώσουν ή ακόμα και να ενσωματώσουν τους πρόσφυγες. Αλλά ήταν οι Παλαιστίνιοι εκείνοι που απέρριψαν κάθε προσπάθεια εγκατάστασης στις χώρες υποδοχής. Κι αυτή ήταν η πρώτη τους πράξη αντίστασης. Απέρριψαν, μάλιστα, την αρχική ιδέα να χτίσουν μόνιμες κατοικίες στους καταυλισμούς όπου είχαν εγκατασταθεί. Στη Γάζα, ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, υπέγραψε συμφωνία τον Ιούλιο του 1953 με την UNRWA για την εγκατάσταση στο Σινά δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων προσφύγων, αλλά οι βίαιες παλαιστινιακές διαδηλώσεις ακύρωσαν την εγκατάσταση. Η επιστροφή παρέμεινε το μόνο αποδεκτό όνειρο.
Ο Ισραηλινός ακτιβιστής της ειρήνης Uri Avnery ανέφερε αυτόν τον διαφωτιστικό διάλογο κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1956 και της πρώτης, βραχύβιας ισραηλινής κατοχής της Γάζας, ενώ ήταν στρατιώτης: «Πήρα συνέντευξη από ένα αγόρι Άραβα που ζούσε σε καταυλισμό προσφύγων: «Από που είσαι;», τον ρώτησα. «Από τον Αλ Κουμπάμπ», είπε. Μου έκανε εντύπωση αυτή η απάντηση... γιατί αυτό το αγόρι ήταν μόλις 7 ετών. Άρα, γεννήθηκε στη Γάζα μετά τον πόλεμο και δεν είχε δει καν το Αλ Κουμπάμπ, ένα χωριό που είχε πάψει να υπάρχει εδώ και πολύ καιρό.» Εξήντα χρόνια αργότερα, ενώ η πλειονότητα των Παλαιστινίων γεννήθηκε στην εξορία, οι αντιδράσεις των παιδιών και των ενηλίκων παραμένουν οι ίδιες: ανήκουν στο χωριό από το οποίο εκδιώχθηκε η οικογένειά τους. Το Σιωνιστικό κίνημα, το οποίο έκανε πολιτικό σύνθημα την επί αιώνες ευχή «Το επόμενο έτος στην Ιερουσαλήμ», πρέπει να κατανοήσει αυτή την προσκόλληση, γράφει ο Uri Avnery.
Πάνω σε αυτή την αποφασιστικότητα δημιουργήθηκε μετά τη Νάκμπα (καταστροφή) το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα. Το περιφερειακό πλαίσιο συνέβαλε σε αυτό.
Η δημιουργία του Ισραήλ συγκλόνισε τη Μέση Ανατολή και επιτάχυνε την κατάρρευση των φιλοδυτικών αραβικών καθεστώτων. Γίναμε τότε μάρτυρες της ανόδου του Νάσερ στην εξουσία στην Αίγυπτο το 1952, της ανόδου του επαναστατικού εθνικισμού σε ολόκληρη την περιοχή, την πτώση της μοναρχίας στο Ιράκ το 1958. Αυτή η ζύμωση είχε ως αντικειμενικό στόχο τη διαγραφή της ανάμνησης της ταπεινωτικής ήττας από το Ισραήλ και οδήγησε στην απόφαση του Αραβικού Συνδέσμου για τη δημιουργία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) το 1964. Την ίδια στιγμή, μια άγνωστη μέχρι τότε οργάνωση, η Φατάχ, ξεκίνησε τις πρώτες της ένοπλες επιχειρήσεις κατά του Ισραήλ στις 1 Ιανουαρίου 1965. Την 1η Φεβρουαρίου 1969, ο ηγέτης της Φατάχ Γιάσερ Αραφάτ εξελέγη πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής της PLO.
Το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα ιδρύθηκε σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από τον αγώνα των λαών για ανεξαρτησία.
Οι Παλαιστίνιοι ενεπλάκησαν στις εσωτερικές συγκρούσεις του Λιβάνου και έγιναν τα θύματα των διαιρέσεων του αραβικού κόσμου και της παρέμβασης ορισμένων χωρών της περιοχής (Ιράκ, Συρία, Ιορδανία) στις υποθέσεις τους. Έτσι, οι Παλαιστίνιοι περιόρισαν τους στόχους τους και προσπάθησαν να κάνουν γνωστή την υπόθεσή τους με διάφορες ενέργειες, ιδίως τις αεροπειρατείες, τις οποίες τα δυτικά κράτη περιέγραψαν ως «τρομοκρατικές», επιδόθηκαν σε διπλωματική και πολιτική δράση, στην οικοδόμηση λίγο πολύ σταθερών θεσμών (οργανώσεις νεολαίας, γυναικείες οργανώσεις, σωματεία, σωματεία συγγραφέων κ.λπ.).
Βασιζόμενη ιδιαίτερα στην αυξανόμενη κινητοποίηση των πληθυσμών της Δυτικής Όχθης, της Γάζας και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, που κατελήφθη το 1967, η PLO απέκτησε διεθνές κύρος. Ο Αραφάτ προσκλήθηκε να μιλήσει στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 13 Νοεμβρίου 1974. Η PLO αναγνωρίστηκε τότε από τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, με εξαίρεση το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες περίμεναν μέχρι τη δεκαετία του 1990 για να αλλάξουν θέση. Η Ευρώπη και η Γαλλία συνέβαλαν, τη δεκαετία του 1980, στην επικύρωση δύο αρχών: του δικαιώματος των Παλαιστινίων στην αυτοδιάθεση και της ανάγκης για διάλογο με τον εκπρόσωπό τους, την PLO.
Χρειάστηκε η Ιντιφάντα, η οποία ξέσπασε τον Δεκέμβριο του 1987, και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου για να οδηγήσουν στις Συμφωνίες του Όσλο, που υπογράφηκαν στην Ουάσιγκτον στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 μεταξύ του Γιάσερ Αραφάτ και του Ιτζάκ Ράμπιν, του Ισραηλινού πρωθυπουργού, υπό την αιγίδα του Αμερικανού προέδρου Γουίλιαμ Κλίντον. Την 1η Ιουλίου 1994, ο Αραφάτ εγκατέστησε την Παλαιστινιακή Αρχή, πρώτα στη Γάζα και την Ιεριχώ. Κατ' αρχήν, η ασάφεια των υπογεγραμμένων κειμένων θα πρέπει να αντισταθμίζεται με την αναγνώριση μιας ξεκάθαρης αρχής: την ανταλλαγή «ειρήνης με εδάφη», τη δημιουργία δηλαδή ενός παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ, εντός των συνόρων της 4ης Ιουνίου 1967. Η «ειρηνευτική διαδικασία» απέτυχε. Παρά την παραχωρηθείσα «αυτονομία», η καθημερινή ζωή των Παλαιστινίων επιδεινώθηκε. Οι δυσκολίες στη μετακίνησή τους αυξήθηκαν ταυτόχρονα με τα στρατιωτικά οδοφράγματα. Ο εποικισμός προχώρησε αδυσώπητα, τόσο υπό την αριστερή όσο και από τη δεξιά ισραηλινή κυβέρνηση.
Μπορούμε να συζητήσουμε τις διάφορες εξηγήσεις για αυτήν την αποτυχία, αλλά η κύρια αφορά τον εποικιστικό χαρακτήρα του σιωνιστικού εγχειρήματος. Αυτό έχει τροφοδοτήσει ένα αίσθημα ανωτερότητας έναντι των «αυτόχθονων» πληθυσμών, το οποίο ωθεί τους Ισραηλινούς ηγέτες να αρνηθούν να αναγνωρίσουν στους Παλαιστίνιους, στην πράξη, την ισότητα και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Αν η ασφάλεια ενός Ισραηλινού είναι πολύτιμη για την κυβέρνηση του Τελ Αβίβ, αυτή ενός Παλαιστίνιου δεν αξίζει πολλά στα μάτια της.
Η ήττα της δεύτερης Ιντιφάντα, η οποία ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 2000, οδήγησε σε σημαντική αποδυνάμωση της Παλαιστινιακής Αρχής και τη διαίρεση των Παλαιστινίων σε αυτούς της Γάζας που είναι υπό τον έλεγχο της Χαμάς, και της Δυτικής Όχθης που είναι υπό τον έλεγχο της Φατάχ του Αραφάτ. Ωστόσο, υπήρξαν αναμφισβήτητες διπλωματικές επιτυχίες, όπως η αποδοχή της Παλαιστίνης ως μέλος παρατηρητή των Ηνωμένων Εθνών και η διπλωματική αναγνώρισή της από περίπου εκατό κράτη. Άλλο επίτευγμα: η εδραίωση ενός έντονου εθνικισμού που ξεπερνά τις τοπικές δεσμεύσεις και τις πολλαπλές εμπειρίες της εξορίας…
Μετά την αποτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας τι απομένει; Οι Ισραηλινοί συνεχίζουν τους επικοισμούς, καίνε τις ελιές και τα χωράφια των Παλαιστινίων, τσιμεντώνουν τα πηγάδια τους, γκρεμίζουν τα σπίτια τους, σκοτώνουν… Ποια νέα στρατηγική θα υιοθετήσουν οι Παλαιστίνιοι; Πρέπει να διεκδικήσουμε ένα ενιαίο κράτος; Πρέπει να διαλυθεί η Παλαιστινιακή Αρχή; Τι θέση πρέπει να καταλάβει η βία; Ακόμη και η Χαμάς δεν ξεφεύγει από τη συζήτηση, όπως αποδεικνύεται από το νέο της πρόγραμμα, στο οποίο για πρώτη φορά αποδέχεται ξεκάθαρα την ιδέα ενός κράτους εντός των συνόρων του 1967.
Όμως, όπως εξηγούν δύο Παλαιστίνιοι ακαδημαϊκοί, "ελλείψει σαφήνειας σχετικά με την τελική πολιτική λύση, οι κεντρικοί στόχοι παραμένουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία είναι τα βασικά στοιχεία του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του παλαιστινιακού λαού και πρέπει να αποτελούν μέρος οποιασδήποτε μελλοντικής πολιτικής λύσης.
Τι ζητούν οι Παλαιστίνιοι; Την απελευθέρωση από την κατοχή και τον εποικισμό, το δικαίωμα των προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους, καθώς και η μη διάκριση και η πλήρης ισότητα για τους Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ (Θυμίζουμε ότι ο νέος νόμος του Νετανιάχου για τη δικαιοσύνη, αποκλείει την ισότητα). Αυτοί οι στόχοι, ως βασικά στοιχεία της αυτοδιάθεσης, περιγράφονται εύγλωττα στο κάλεσμα της παλαιστινιακής κοινωνίας των πολιτών για μποϊκοτάζ, εκποίηση και κυρώσεις (BDS) κατά του Ισραήλ έως ότου επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι.
Το κίνημα BDS, που ξεκίνησε στις 9 Ιουλίου 2005 μετά από πρόσκληση 171 μη κυβερνητικών οργανώσεων, σηματοδοτεί ένα ορόσημο στην παλαιστινιακή ιστορία. Αυτή η ειρηνική κινητοποίηση για ίσα δικαιώματα, πλην των δυτικών κυβερνήσεων, είχε μεγάλη ανταπόκριση…
Το Παλαιστινακό, εκτός από ζήτημα εδαφικό, είναι πάνω απ' όλα ζήτημα δικαιοσύνης ή μάλλον αδικίας που επαναλαμβάνεται συνεχώς. Στα κατεχόμενα, ο πληθυσμός έρχεται αντιμέτωπος με ένα φαινόμενο που έχει εκλείψει αλλού: τον παράνομο εποικισμό. Από το 1967, το Ισραήλ έχει εγκαταστήσει περισσότερους από 650.000 εποίκους στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ, μια πρακτική που το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο περιγράφει ως «έγκλημα πολέμου». Η καθημερινή ζωή των Παλαιστινίων χαρακτηρίζεται από τη δήμευση της γης τους, την καταστροφή των σπιτιών τους, τις συλλήψεις -η πλειοψηφία του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού βρίσκεται στη φυλακή-, βασανιστήρια, στρατός που πυροβολεί εν ψυχρώ, κατασκευή τείχους που «Διαχωρίζει» όχι δύο πληθυσμούς αλλά συμβάλλει στον εγκλεισμό ενός από αυτούς. Ο πληθυσμός των Παλαιστινίων διέπεται από ειδικούς νόμους, ένα καθεστώς που μοιάζει από πολλές απόψεις με το απαρτχάιντ: δύο πληθυσμοί στην ίδια γη (Δυτική Όχθη και Ανατολική Ιερουσαλήμ), Παλαιστίνιοι και έποικοι, που υπόκεινται σε διαφορετική νομοθεσία και σε διαφορετική δικαστική αντιμετώπιση.
Σε όλο τον κόσμο, εκατομμύρια άνθρωποι μπόρεσαν να δουν τον εαυτό τους στον αγώνα που διεξάγουν οι Παλαιστίνιοι ενάντια στις διακρίσεις και για ίσα δικαιώματα.
Είναι πλέον κοινή συνείδηση ότι όσο διαρκεί η κατοχή, δεν θα υπάρχει ούτε ειρήνη ούτε σταθερότητα στη Μέση Ανατολή.
Οι φίλοι του Ισραήλ και οι υποστηρικτές της Χαμάς*
Μετά τις επιθέσεις της Χαμάς, οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα ευρωπαϊκά κράτη εξέφρασαν άμεσα την αλληλεγγύη τους στο Ισραήλ και επιβεβαίωσαν το «δικαίωμά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Από την άλλη πλευρά, η Σαουδική Αραβία, η οποία τους τελευταίους μήνες διερευνά τη δυνατότητα αναγνώρισης του εβραϊκού κράτους, κατηγόρησε το Ισραήλ για «τη στέρηση των νόμιμων δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού».
Πέρα από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, η αντιπαράθεση στη Γάζα έχει εργαλειοποιηθεί πολιτικά τόσο από τη Χαμάς, όσο και από τον Μπίμπι Νετανιάχου, ο οποίος, χάρη στη σύγκρουση με τη Χαμάς, ξεπερνά τα εσωτερικά του προβλήματα όπως οι τεράστιες διαδηλώσεις ενάντια στο νέο νόμο για τη Δικαιοσύνη. Η διαίρεση επιπλέον μεταξύ της Χαμάς και των Παλαιστινίων της Φατάχ του Αμπού Μαζέν χρησιμεύει για να εξηγήσει γιατί η σύγκρουση επικεντρώνεται πάντα στη Γάζα. Εδώ ισχύει το διαίρει και βασίλευε. Με τις συμφωνίες που υπεγράφησαν το 2020 από το Ισραήλ με ορισμένες χώρες του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία (ιστορικός εχθρός της Τουρκίας και του Ιράν), ανακοινώθηκε ένας ποταμός χρημάτων προς τη Δυτική Όχθη του Αμπού Μαζένια. Αυτό αποδυνάμωσε σε μεγάλο βαθμό την παλαιστινιακή αλληλεγγύη. Έτσι, όταν οι ΗΠΑ μετέφεραν την πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ, αναγνωρίζοντας την αιώνια πόλη ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, οι αντιδράσεις της Παλαιστινιακής Αρχής ήταν σχεδόν μηδενικές. Κι αυτό την ώρα κατά την οποία στη Δυτική Όχθη οι παράνομοι Ισραηλινοί έποικοι έχουν ξεπεράσει τις 700 χιλιάδες.
Τι απέγιναν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις;
Δεν υπάρχουν εδώ και χρόνια. Μετά από 56 χρόνια κατοχής των Παλαιστινιακών Εδαφών, τώρα που έχουμε εισέλθει στον δέκατο πέμπτο πόλεμο μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών σε περισσότερα από 70 χρόνια, οποιαδήποτε λύση φαίνεται πια πολύ μακρινή...
*Η Χαμάς δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1980, κατά τη διάρκεια των παλαιστινιακών διαδηλώσεων της Πρώτης Ιντιφάντα. Το Ισραήλ, όπως και οι ΗΠΑ και η ΕΕ, τη θεωρούν τρομοκρατική οργάνωση. Η Χαμάς υποστηρίζεται από την Τουρκία του Ρετζέπ Ερντογάν. Αλλά ο μεγάλος φίλος της είναι το Ιράν.
*Αποσπάσματα από κείμενο του Alain Gresh Διευθυντή της ηλεκτρονικής εφημερίδας Orient XXI και από ρεπορτάζ της Κοριέρε ντε λα Σέρα
Πηγή:artinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου