Μετά τον Μανιαδάκη και η εργαλειοποίηση του Κ. Φρουζή, από τους εμπλεκόμενους στο σκάνδαλο Νοβάρτις, γίνεται μπούμερανγκ και τους αποκαλύπτει.
Όσα είπε στην κατάθεσή του ο πρώην ισχυρός άνδρας της εταιρίας -και όσα δεν είπε– στην ουσία εκθέτουν αυτούς με τους οποίους προσπάθησε να εναρμονισθεί, αλλά και τα ΜΜΕ που ερμήνευσαν με ένα συγκεκριμένο τρόπο την κατάθεσή του: ότι δηλαδή η επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη τον «πίεζε» να μιλήσει για πολιτικούς που λαδώθηκαν από την εταιρία του.
Ότι σήμερα ο Φρουζής λέει ότι «δεν έδωσε λεφτά σε πολιτικούς», είναι μάλλον υπερασπιστική γραμμή: αν πει ότι έδωσε υπογράφει την παραπομπή του.
Δεν διευκρινίζεται η έννοια της «πίεσης» της εισαγγελικής αρχής σε ένα μάρτυρα μιας υπόθεσης που ερευνά. Αλλά όπως και αν την αποδώσει κανείς είναι προφανές ότι η Τουλουπάκη, από αυτά που λέει ο Φρουζής -έστω και με τον τρόπο που τα λέει-, έκανε τη δουλειά τους: προσπαθούσε φτάσει στην αλήθεια.
Αυτό ακριβώς κάνουν οι εισαγγελείς σε κάθε σύγχρονο νομικό σύστημα. Πιέζουν τους μάρτυρες να πουν ό,τι ξέρουν. Συχνά πριν από τους εισαγγελείς το κάνει και η αστυνομική αρχή.
Αν μάλιστα η Τουλουπάκη πρόσφερε και καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα το Φρουζή, σημαίνει ότι είχε σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι γνωρίζει πράγματα που πρέπει να καταθέσει.
Δεν του ζήτησε να πει ψέματα. Τον παρακίνησε -έστω τον πίεσε- να πει όσα η ίδια είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι ο Φρουζής γνώριζε. Διάολε, για την προστασία του δημοσίου χρήματος πρόκειται…
Ενοχοποιώντας αυτή την υπηρεσιακή λειτουργία της εισαγγελέως -τόσο ο μάρτυρας Φρουζής όσο και το σύστημα προστασίας των εμπλεκόμενων στο οποίο και ο ίδιος εντάσσεται- δεν αντιλήφθηκαν ότι μάλλον τους επιβαρύνουν παρά τους διευκολύνουν στον ισχυρισμό τους περί «σκευωρίας».
Όταν ζητάει από τον συγκεκριμένο μάρτυρα η εισαγγελέας να κατονομάσει πολιτικούς που λάδωσε εταιρία του δεν το κάνει επειδή την έβαλε ο Τσίπρας και ο Παπαγγελόπουλος.
Το κάνει επειδή οι μαρτυρίες και όσα ακόμη έχει στη διάθεσή της την οδηγούν το συμπέρασμα ότι η Νοβάρτις χρημάτισε πολιτικούς. Ενδεχομένως η ίδια έχει υπόψη της και ονόματα.
Αλλά επειδή η Δικαιοσύνη δεν απονέμεται με συμπεράσματα και στο κατηγορητήριο που επιχειρεί να συντάξει ένας εισαγγελέας δεν αρκούν σκέψεις για να μπορεί να το υπερασπιστεί στο δικαστήριο, είναι φυσιολογικό να αναζητεί ισχυρά τεκμήρια.
Από ποιον άλλον θα μπορούσε να ζητήσει επιβεβαίωση για το χρηματισμό πολιτικών, αν όχι από τον πλέον αρμόδιο της αμαρτωλής εταιρίας;
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να το κάνει, αν δεν τον «πίεζε» επισείοντας τις ευθύνες του ή προσφέροντάς του την προστασία που ορίζει ο νόμος;
Δεν τον κρέμασε ανάποδα, ούτε του έκανε φάλαγγα. Του ζητούσε- παρουσία και άλλων- να πει όσα ξέρει, τον έφερε μπροστά στο δέλεαρ να ελαφρύνει τη θέση του από όσα μπορεί να αντιμετωπίσει οι ίδιος και του διέθετε τα μέσα που έχει η Πολιτεία για να τον προστατεύσει.
Τι από αυτά δεν είναι νόμιμο; Ποιος ευσυνείδητος εισαγγελέας δεν θα το έκανε; Αντίθετα αν αντιμετώπιζε έναν μάρτυρα-κλειδί με επιδερμικό τρόπο θα παρέβαινε το καθήκον της.
Ακριβώς το ίδιο έκαναν κι άνθρωποι του FBI με τον έτερο Καππαδόκη, τον Μανιαδάκη– κατά τη μαρτυρία του ίδιου. Του ζήτησαν να κατονομάσει πρόσωπα για τα οποία προφανώς είχαν τις υποψίες τους, ενδείξεις ή απλώς κάποια στοιχεία και ζητούσαν να τα ισχυροποιήσουν. Έτσι δουλεύουν όλες οι αστυνομίες του κόσμου.
Μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν πολιτικοί και ΜΜΕ που διανοούνται να προβάλλουν ως «σκευωρία» μια νόμιμη, τυπική και αναγκαία εισαγγελική έρευνα που βασίζεται σε επώνυμες καταθέσεις μαρτύρων που ήταν σε θέση να ξέρουν.
Αν κάποιος εισαγγελέας υπερβεί το νόμο, ή τις αρμοδιότητες του, υπάρχουν διαδικασίες για να υποστεί κυρώσεις. Αλλά πουθενά οι εισαγγελείς, όταν κάνουν τη δουλειά τους, δεν θεωρούνται σκευωροί, καθυβρίζονται και μηνύονται από εκείνους που βρίσκονται στο μικροσκόπιο τους.
Όπως και πουθενά αλλού δεν θα διανοούνταν πολιτικοί να ισχυριστούν ότι η Δικαιοσύνη «στήνει πλεκτάνη» σε κάποιους επειδή ερευνά και ΜΜΕ δεν επιδιώκουν τη συσκότιση αντί την αποκάλυψη της αλήθειας.
Αυτή είναι απολύτως ελληνική μέθοδος, που δείχνει μάλλον απελπισία, παρά θράσος. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ανδρέα Λοβέρδου. Αφού εκστόμισε χαρακτηρισμούς για ευαγγελικούς λειτουργούς και πολιτικούς -που θα έπρεπε να έχουν προκαλέσει νέα εισαγγελική παρέμβαση σε βάρος του- υποσχέθηκε να τους συντρίψει κιόλας.
Την ίδια υπόσχεση έδωσε και μετά την οριστική άσκηση δίωξης εναντίον του. Ίσως στο τέλος θα δικάσει και τον πρόεδρο του δικαστηρίου που θα τον δικάσει.
Όσα είπε στην κατάθεσή του ο πρώην ισχυρός άνδρας της εταιρίας -και όσα δεν είπε– στην ουσία εκθέτουν αυτούς με τους οποίους προσπάθησε να εναρμονισθεί, αλλά και τα ΜΜΕ που ερμήνευσαν με ένα συγκεκριμένο τρόπο την κατάθεσή του: ότι δηλαδή η επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη τον «πίεζε» να μιλήσει για πολιτικούς που λαδώθηκαν από την εταιρία του.
Ότι σήμερα ο Φρουζής λέει ότι «δεν έδωσε λεφτά σε πολιτικούς», είναι μάλλον υπερασπιστική γραμμή: αν πει ότι έδωσε υπογράφει την παραπομπή του.
Δεν διευκρινίζεται η έννοια της «πίεσης» της εισαγγελικής αρχής σε ένα μάρτυρα μιας υπόθεσης που ερευνά. Αλλά όπως και αν την αποδώσει κανείς είναι προφανές ότι η Τουλουπάκη, από αυτά που λέει ο Φρουζής -έστω και με τον τρόπο που τα λέει-, έκανε τη δουλειά τους: προσπαθούσε φτάσει στην αλήθεια.
Αυτό ακριβώς κάνουν οι εισαγγελείς σε κάθε σύγχρονο νομικό σύστημα. Πιέζουν τους μάρτυρες να πουν ό,τι ξέρουν. Συχνά πριν από τους εισαγγελείς το κάνει και η αστυνομική αρχή.
Αν μάλιστα η Τουλουπάκη πρόσφερε και καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα το Φρουζή, σημαίνει ότι είχε σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι γνωρίζει πράγματα που πρέπει να καταθέσει.
Δεν του ζήτησε να πει ψέματα. Τον παρακίνησε -έστω τον πίεσε- να πει όσα η ίδια είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι ο Φρουζής γνώριζε. Διάολε, για την προστασία του δημοσίου χρήματος πρόκειται…
Ενοχοποιώντας αυτή την υπηρεσιακή λειτουργία της εισαγγελέως -τόσο ο μάρτυρας Φρουζής όσο και το σύστημα προστασίας των εμπλεκόμενων στο οποίο και ο ίδιος εντάσσεται- δεν αντιλήφθηκαν ότι μάλλον τους επιβαρύνουν παρά τους διευκολύνουν στον ισχυρισμό τους περί «σκευωρίας».
Όταν ζητάει από τον συγκεκριμένο μάρτυρα η εισαγγελέας να κατονομάσει πολιτικούς που λάδωσε εταιρία του δεν το κάνει επειδή την έβαλε ο Τσίπρας και ο Παπαγγελόπουλος.
Το κάνει επειδή οι μαρτυρίες και όσα ακόμη έχει στη διάθεσή της την οδηγούν το συμπέρασμα ότι η Νοβάρτις χρημάτισε πολιτικούς. Ενδεχομένως η ίδια έχει υπόψη της και ονόματα.
Αλλά επειδή η Δικαιοσύνη δεν απονέμεται με συμπεράσματα και στο κατηγορητήριο που επιχειρεί να συντάξει ένας εισαγγελέας δεν αρκούν σκέψεις για να μπορεί να το υπερασπιστεί στο δικαστήριο, είναι φυσιολογικό να αναζητεί ισχυρά τεκμήρια.
Από ποιον άλλον θα μπορούσε να ζητήσει επιβεβαίωση για το χρηματισμό πολιτικών, αν όχι από τον πλέον αρμόδιο της αμαρτωλής εταιρίας;
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να το κάνει, αν δεν τον «πίεζε» επισείοντας τις ευθύνες του ή προσφέροντάς του την προστασία που ορίζει ο νόμος;
Δεν τον κρέμασε ανάποδα, ούτε του έκανε φάλαγγα. Του ζητούσε- παρουσία και άλλων- να πει όσα ξέρει, τον έφερε μπροστά στο δέλεαρ να ελαφρύνει τη θέση του από όσα μπορεί να αντιμετωπίσει οι ίδιος και του διέθετε τα μέσα που έχει η Πολιτεία για να τον προστατεύσει.
Τι από αυτά δεν είναι νόμιμο; Ποιος ευσυνείδητος εισαγγελέας δεν θα το έκανε; Αντίθετα αν αντιμετώπιζε έναν μάρτυρα-κλειδί με επιδερμικό τρόπο θα παρέβαινε το καθήκον της.
Ακριβώς το ίδιο έκαναν κι άνθρωποι του FBI με τον έτερο Καππαδόκη, τον Μανιαδάκη– κατά τη μαρτυρία του ίδιου. Του ζήτησαν να κατονομάσει πρόσωπα για τα οποία προφανώς είχαν τις υποψίες τους, ενδείξεις ή απλώς κάποια στοιχεία και ζητούσαν να τα ισχυροποιήσουν. Έτσι δουλεύουν όλες οι αστυνομίες του κόσμου.
Μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν πολιτικοί και ΜΜΕ που διανοούνται να προβάλλουν ως «σκευωρία» μια νόμιμη, τυπική και αναγκαία εισαγγελική έρευνα που βασίζεται σε επώνυμες καταθέσεις μαρτύρων που ήταν σε θέση να ξέρουν.
Αν κάποιος εισαγγελέας υπερβεί το νόμο, ή τις αρμοδιότητες του, υπάρχουν διαδικασίες για να υποστεί κυρώσεις. Αλλά πουθενά οι εισαγγελείς, όταν κάνουν τη δουλειά τους, δεν θεωρούνται σκευωροί, καθυβρίζονται και μηνύονται από εκείνους που βρίσκονται στο μικροσκόπιο τους.
Όπως και πουθενά αλλού δεν θα διανοούνταν πολιτικοί να ισχυριστούν ότι η Δικαιοσύνη «στήνει πλεκτάνη» σε κάποιους επειδή ερευνά και ΜΜΕ δεν επιδιώκουν τη συσκότιση αντί την αποκάλυψη της αλήθειας.
Αυτή είναι απολύτως ελληνική μέθοδος, που δείχνει μάλλον απελπισία, παρά θράσος. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ανδρέα Λοβέρδου. Αφού εκστόμισε χαρακτηρισμούς για ευαγγελικούς λειτουργούς και πολιτικούς -που θα έπρεπε να έχουν προκαλέσει νέα εισαγγελική παρέμβαση σε βάρος του- υποσχέθηκε να τους συντρίψει κιόλας.
Την ίδια υπόσχεση έδωσε και μετά την οριστική άσκηση δίωξης εναντίον του. Ίσως στο τέλος θα δικάσει και τον πρόεδρο του δικαστηρίου που θα τον δικάσει.
ΥΓ: Με την ευκαιρία: Μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για χρηματισμό, θα συνεχίσει η Φώφη Γεννηματά και το Κινάλ, να έχουν τον Λοβέρδο κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο; Να ρωτήσουμε αν σκοπεύει ο ίδιος να τους διευκολύνει παραιτούμενος, μάλλον είναι υπερβολή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου