Δεκαπέντε χρόνια δούλευε στο ίδιο σούπερ μάρκετ, στη Σοφούλη. Όταν άδειασε η θέση του διευθυντή καταστήματος πίστεψε ότι θα την πάρει.
Ο Γενικός δεν ήθελε. Έβαλε τον Γάμμα, που ήταν εκεί μόλις έξι μήνες.
«Δεν έχεις ηγετικές ικανότητες», της είπε ο Γενικός.
Η Άλφα γύρισε με τα πόδια, τραγουδώντας: «Εγώ δεν θέλω, στη ζωή να κυβερνήσω.» Τραγουδούσε για να μην κλάψει.
Μπήκε στο σπίτι στις 22:12. Έβαλε πλυντήριο, έπλυνε τα πιάτα, μαγείρεψε για την επόμενη μέρα, βοήθησε την κόρη της με μια άσκηση γεωμετρίας, έβγαλε βόλτα τον σκύλο. Όταν είδε την Ντίνα να κατουράει κατάλαβε ότι αυτό ήταν κάτι που είχε ξεχάσει να κάνει.
Φρόντιζε τους πάντες, τα πάντα, αλλά δεν προλάβαινε, έπρεπε κάτι να παραμελήσει.
Παραμελούσε τον εαυτό της, ήταν πιο εύκαιρος.
Στις 23:38 κατούρησε.
Μετά φώναξε στην κόρη της να κλείσει το κινητό και να κοιμηθεί. Βγήκε στο μπαλκόνι. Ήταν κάτι που είχε συνηθίσει, από τότε που κάπνιζε. Έκοψε το κάπνισμα, της έμεινε η συνήθεια. Έκατσε στην καρέκλα και κοίταξε απέναντι. Το πάρκο της Νομαρχίας, η συνοικία Ουζιέλ. Εκείνος ο χειμώνας δεν έμοιαζε καθόλου με χειμώνα.
Και πήγε να κοιμηθεί, γιατί είχε πρωινή βάρδια.
Ο Γενικός δεν ήθελε. Έβαλε τον Γάμμα, που ήταν εκεί μόλις έξι μήνες.
«Δεν έχεις ηγετικές ικανότητες», της είπε ο Γενικός.
Η Άλφα γύρισε με τα πόδια, τραγουδώντας: «Εγώ δεν θέλω, στη ζωή να κυβερνήσω.» Τραγουδούσε για να μην κλάψει.
Μπήκε στο σπίτι στις 22:12. Έβαλε πλυντήριο, έπλυνε τα πιάτα, μαγείρεψε για την επόμενη μέρα, βοήθησε την κόρη της με μια άσκηση γεωμετρίας, έβγαλε βόλτα τον σκύλο. Όταν είδε την Ντίνα να κατουράει κατάλαβε ότι αυτό ήταν κάτι που είχε ξεχάσει να κάνει.
Φρόντιζε τους πάντες, τα πάντα, αλλά δεν προλάβαινε, έπρεπε κάτι να παραμελήσει.
Παραμελούσε τον εαυτό της, ήταν πιο εύκαιρος.
Στις 23:38 κατούρησε.
Μετά φώναξε στην κόρη της να κλείσει το κινητό και να κοιμηθεί. Βγήκε στο μπαλκόνι. Ήταν κάτι που είχε συνηθίσει, από τότε που κάπνιζε. Έκοψε το κάπνισμα, της έμεινε η συνήθεια. Έκατσε στην καρέκλα και κοίταξε απέναντι. Το πάρκο της Νομαρχίας, η συνοικία Ουζιέλ. Εκείνος ο χειμώνας δεν έμοιαζε καθόλου με χειμώνα.
Και πήγε να κοιμηθεί, γιατί είχε πρωινή βάρδια.
~~~~~~~~~~
Ονειρεύτηκε ότι τη λέγαν Σάρα. Ένας αξιωματικός των ΕΣ-ΕΣ τη ρώτησε γιατί πέρασε τα κουπόνια αγορών χωρίς να τα ελέγξει πρώτα. Του είπε ότι είχε πολύ κόσμο και δεν προλάβαινε ούτε να κατουρήσει. Ο αξιωματικός ξεκίνησε να φωνάζει στα γερμανικά, κάτι έλεγε για τα γουρούνια.
Ονειρεύτηκε ότι τη λέγαν Σάρα. Ένας αξιωματικός των ΕΣ-ΕΣ τη ρώτησε γιατί πέρασε τα κουπόνια αγορών χωρίς να τα ελέγξει πρώτα. Του είπε ότι είχε πολύ κόσμο και δεν προλάβαινε ούτε να κατουρήσει. Ο αξιωματικός ξεκίνησε να φωνάζει στα γερμανικά, κάτι έλεγε για τα γουρούνια.
~~~~~~~~~~
Ξύπνησε ταραγμένη. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει το ρολόι. Ήταν πολύ νωρίς. Αλλά έτσι και ξυπνούσε δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έφτιαξε καφέ κι άνοιξε τον υπολογιστή για να χαζέψει.
Κι εκείνη η μέρα δεν διέφερε σε τίποτα. Τα γεγονότα και τα συμβάντα, οι λέξεις κι οι πράξεις, μέχρι τις 23:38 ήταν τα ίδια. Μετά βγήκε στο μπαλκόνι για να μην καπνίσει. Κι είδε το φως.
Ήταν πολύ έντονο φούξιε, σχεδόν νέον. Σε κάποιο παράθυρο της Ουζιέλ. Εκεί δεν υπήρχε μπαράκι, το ήξερε. Τι ήταν το φως;
Το σύμπαν ήταν στη θέση του και το χοιρινό κρέας σε προσφορά -30%. Χωρίς καμιά προφανή αιτία η Άλφα σηκώθηκε, έβαλε τα παπούτσια της, είπε στην κόρη της ότι θα βγει και πήγε προς την Ουζιέλ.
~~~~~~~~~~
Ξύπνησε ταραγμένη. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει το ρολόι. Ήταν πολύ νωρίς. Αλλά έτσι και ξυπνούσε δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έφτιαξε καφέ κι άνοιξε τον υπολογιστή για να χαζέψει.
Κι εκείνη η μέρα δεν διέφερε σε τίποτα. Τα γεγονότα και τα συμβάντα, οι λέξεις κι οι πράξεις, μέχρι τις 23:38 ήταν τα ίδια. Μετά βγήκε στο μπαλκόνι για να μην καπνίσει. Κι είδε το φως.
Ήταν πολύ έντονο φούξιε, σχεδόν νέον. Σε κάποιο παράθυρο της Ουζιέλ. Εκεί δεν υπήρχε μπαράκι, το ήξερε. Τι ήταν το φως;
Το σύμπαν ήταν στη θέση του και το χοιρινό κρέας σε προσφορά -30%. Χωρίς καμιά προφανή αιτία η Άλφα σηκώθηκε, έβαλε τα παπούτσια της, είπε στην κόρη της ότι θα βγει και πήγε προς την Ουζιέλ.
~~~~~~~~~~
Μια φορά γίνεται κανείς δεκάξι. Το ‘πε στη μάνα της. Εκείνη το ‘ξερε.
«Το ξέρω», της είπε.
«Τότε γιατί να μη γιορτάσω;» ρώτησε η Σίγμα.
Η μάνα της δεν μίλησε.
«Ε, μαμά; Τότε γιατί να μη…»
«ΕΠΕΙΔΗ!»
Παλιότερα δεν της φώναζε. Αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι. Η μητέρα όλο φώναζε, ο πατέρας όλο βουβαινόταν, ο κόσμος κρατούσε την ανάσα του.
Κι ήταν άνοιξη, οι γκιόνηδες καλούσαν, τα άνθη στην Ανθέων άνθιζαν, η μέρα φούσκωνε.
«Σε παρακαλώ», είπε η Σίγμα. «Εσύ δεν γιόρτασες στα δεκάξι σου;»
Η μάνα την κοίταξε και προσπάθησε να θυμηθεί. Τι είχε κάνει στα δεκάξι; Ήταν κάποτε δεκάξι; Ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα. Μπήκε ο πατέρας. Αθόρυβος σαν ίσκιος, κι ακόμα λιγότερο, σαν σκιά ονείρου. Η Σίγμα πήγε και τον αγκάλιασε.
«Σου ‘φερα κάτι», της είπε.
«Δεν το ξέχασες!»
Της έδωσε ένα μαλακό πακέτο, τυλιγμένο σε χαρτί αφής. Η Σίγμα χοροπήδησε ως το δωμάτιο της.
«Πώς είναι έξω;» ρώτησε η μητέρα.
«Δεν ακούγονται καλά», έκανε εκείνος.
Έβγαλε ένα τσιγάρο. Το χτύπησε στο πακέτο του να στρώσει πριν τ’ ανάψει.
«Δηλαδή; Τι λένε;»
«Άσε. Δεν θέλω να τα λέω. Άσε.»
Η Σίγμα ξεκίνησε να ουρλιάζει από χαρά.
«Τι της έφερες;»
«Να χαρεί λιγάκι. Δεκάξι γίνεται.»
Πήγαν στο δωμάτιο. Η Σίγμα κρατούσε ένα φούξιε φόρεμα, όλο οργάντζα και τούλι, σχεδόν πριγκιπικό. Το έβαζε μπροστά της και κοιτιόταν στον καθρέφτη, όσο μπορούσε να δει στο ημίφως.
«Πώς το πλήρωσες αυτό;» ρώτησε η μάνα.
«Μου το ‘δωσε ο Άλτσεχ. Τι να πληρώσω; Ποιος πληρώνει; Με τι;»
Η Σίγμα έβγαλε το νυχτικό για να φορέσει το φόρεμα. Η μάνα κι ο πατέρας κοίταξαν το σώμα της, που είχε γίνει γυναικείο. Θυμήθηκαν εκείνο το μωρό-κουνέλι. Έτσι την είχε πει η μαμή.
Ντύθηκε κι έκανε μια στροφή, όλο χαρά.
«Δεν βλέπω καλά», είπε ο πατέρας για να κρύψει τα δάκρυα. «Φέρε τις λάμπες.»
«Τι λες;» έκανε η μάνα.
«Φέρε όλες τις λάμπες που έχουμε, φερ’ τες.»
«Τρελάθηκες;»
«Το παιδί μου γίνεται δεκάξι.»
Πήγε στο διπλανό δωμάτιο, και στο παραδίπλα, και πήρε αγκαλιά τις λάμπες πετρελαίου. Η μάνα τον εμπόδισε.
«Τι κάνεις;» του είπε.
«Δεν έχει σημασία», της είπε εκείνος.. «Ως εδώ ήταν.»
«Τι σου είπαν;»
Η μάνα κατάλαβε ότι υπήρχαν χειρότερα απ’ αυτά που άντεχε ν’ ακούσει, αλλά έπρεπε να τ’ ακούσει, μάνα ήταν.
«Αύριο θα μας πάνε στο Χιρς.»
«Το στρατόπεδο; Τι να κάνουμε εκεί;»
«Λένε πως…» Αναστέναξε. Κι ο κόσμος ήταν πολύ μικρός για να χωρέσει τον αναστεναγμό του. Η μάνα ένιωσε τα γόνατα της να λύνονται. Κρατήθηκε όρθια.
«Πάρε τις λάμπες», είπε στη γυναίκα του. «Να δει πόσο όμορφη είναι. Ποτέ ξανά δεν θα ‘ναι τόσο όμορφη.»
Πήγαν τις λάμπες στο δωμάτιο σαν να πήγαιναν σε κηδεία. Το δωμάτιο φωτίστηκε. Το πρόσωπο της Σίγμα φωτίστηκε. Το φούξιε φόρεμα φωτίστηκε. Ένα παράθυρο φωτίστηκε στη Θεσσαλονίκη.
«Το ξέρω», της είπε.
«Τότε γιατί να μη γιορτάσω;» ρώτησε η Σίγμα.
Η μάνα της δεν μίλησε.
«Ε, μαμά; Τότε γιατί να μη…»
«ΕΠΕΙΔΗ!»
Παλιότερα δεν της φώναζε. Αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι. Η μητέρα όλο φώναζε, ο πατέρας όλο βουβαινόταν, ο κόσμος κρατούσε την ανάσα του.
Κι ήταν άνοιξη, οι γκιόνηδες καλούσαν, τα άνθη στην Ανθέων άνθιζαν, η μέρα φούσκωνε.
«Σε παρακαλώ», είπε η Σίγμα. «Εσύ δεν γιόρτασες στα δεκάξι σου;»
Η μάνα την κοίταξε και προσπάθησε να θυμηθεί. Τι είχε κάνει στα δεκάξι; Ήταν κάποτε δεκάξι; Ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα. Μπήκε ο πατέρας. Αθόρυβος σαν ίσκιος, κι ακόμα λιγότερο, σαν σκιά ονείρου. Η Σίγμα πήγε και τον αγκάλιασε.
«Σου ‘φερα κάτι», της είπε.
«Δεν το ξέχασες!»
Της έδωσε ένα μαλακό πακέτο, τυλιγμένο σε χαρτί αφής. Η Σίγμα χοροπήδησε ως το δωμάτιο της.
«Πώς είναι έξω;» ρώτησε η μητέρα.
«Δεν ακούγονται καλά», έκανε εκείνος.
Έβγαλε ένα τσιγάρο. Το χτύπησε στο πακέτο του να στρώσει πριν τ’ ανάψει.
«Δηλαδή; Τι λένε;»
«Άσε. Δεν θέλω να τα λέω. Άσε.»
Η Σίγμα ξεκίνησε να ουρλιάζει από χαρά.
«Τι της έφερες;»
«Να χαρεί λιγάκι. Δεκάξι γίνεται.»
Πήγαν στο δωμάτιο. Η Σίγμα κρατούσε ένα φούξιε φόρεμα, όλο οργάντζα και τούλι, σχεδόν πριγκιπικό. Το έβαζε μπροστά της και κοιτιόταν στον καθρέφτη, όσο μπορούσε να δει στο ημίφως.
«Πώς το πλήρωσες αυτό;» ρώτησε η μάνα.
«Μου το ‘δωσε ο Άλτσεχ. Τι να πληρώσω; Ποιος πληρώνει; Με τι;»
Η Σίγμα έβγαλε το νυχτικό για να φορέσει το φόρεμα. Η μάνα κι ο πατέρας κοίταξαν το σώμα της, που είχε γίνει γυναικείο. Θυμήθηκαν εκείνο το μωρό-κουνέλι. Έτσι την είχε πει η μαμή.
Ντύθηκε κι έκανε μια στροφή, όλο χαρά.
«Δεν βλέπω καλά», είπε ο πατέρας για να κρύψει τα δάκρυα. «Φέρε τις λάμπες.»
«Τι λες;» έκανε η μάνα.
«Φέρε όλες τις λάμπες που έχουμε, φερ’ τες.»
«Τρελάθηκες;»
«Το παιδί μου γίνεται δεκάξι.»
Πήγε στο διπλανό δωμάτιο, και στο παραδίπλα, και πήρε αγκαλιά τις λάμπες πετρελαίου. Η μάνα τον εμπόδισε.
«Τι κάνεις;» του είπε.
«Δεν έχει σημασία», της είπε εκείνος.. «Ως εδώ ήταν.»
«Τι σου είπαν;»
Η μάνα κατάλαβε ότι υπήρχαν χειρότερα απ’ αυτά που άντεχε ν’ ακούσει, αλλά έπρεπε να τ’ ακούσει, μάνα ήταν.
«Αύριο θα μας πάνε στο Χιρς.»
«Το στρατόπεδο; Τι να κάνουμε εκεί;»
«Λένε πως…» Αναστέναξε. Κι ο κόσμος ήταν πολύ μικρός για να χωρέσει τον αναστεναγμό του. Η μάνα ένιωσε τα γόνατα της να λύνονται. Κρατήθηκε όρθια.
«Πάρε τις λάμπες», είπε στη γυναίκα του. «Να δει πόσο όμορφη είναι. Ποτέ ξανά δεν θα ‘ναι τόσο όμορφη.»
Πήγαν τις λάμπες στο δωμάτιο σαν να πήγαιναν σε κηδεία. Το δωμάτιο φωτίστηκε. Το πρόσωπο της Σίγμα φωτίστηκε. Το φούξιε φόρεμα φωτίστηκε. Ένα παράθυρο φωτίστηκε στη Θεσσαλονίκη.
~~~~~~~~~~
Η Άλφα έφτασε ως την Ουζιέλ. Έψαξε για το φούξιε παράθυρο. Δεν μπορούσε να το βρει. Ο οικισμός ήταν φτιαγμένος από πανομοιότυπα σπίτια. Κι όπως είχε έρθει από μακριά, όπως ήταν σκοτάδι, δεν μπορούσε να καταλάβει πού ήταν.
Το σκέφτηκε να γυρίσει. Το πρωί δούλευε. Έκανε ένα βήμα πίσω. Στο δέντρο δίπλα της καθόταν ένας γάτος. Ήταν όμορφος και καθαρός, σχεδόν χαμογελαστός. Της μίλησε, με τη γατίσια φωνή του.
«Εσύ ξέρεις πού είναι;» ρώτησε τον γάτο.
Εκείνος πήδηξε απ’ το δέντρο. Η Άλφα τον ακολούθησε. Ανέβηκαν ως την παιδική χαρά κι ύστερα έστριψαν προς τα κάτω ξανά, σ’ άλλο δρομάκι της Ουζιέλ. Εκεί ήταν το φούξιε παράθυρο.
Η Άλφα άνοιξε την αυλόπορτα, ανέβηκε τα σκαλιά, χτύπησε την πόρτα. Από μέσα ακούγονταν φωνές και γέλια. Μέχρι που χτύπησε. Τότε έγινε σιγή.
Χτύπησε ξανά. Ρώτησε αν είναι κανείς μέσα. Ήταν παράλογο αυτό που έκανε. Το ρολόι της έδειχνε 23:38
Ακούστηκαν βήματα αθόρυβα σαν ίσκιοι. Ένα αντρικό πρόσωπο φάνηκε στο παράθυρο. Μετά βήματα ως την πόρτα. Της άνοιξε το πρόσωπο.
«Τι θέλετε;»
«Συγνώμη, το ξέρω ότι είναι ακατάλληλη η ώρα, αλλά πρέπει να μάθω τι είναι το φούξιε παράθυρο.»
Τα είπε αυτά χαμογελώντας. Ο άντρας έμεινε ανέκφραστος. Κοίταξε πίσω της, να δει αν είχε κάποιον μαζί της.
«Αν είσαι σπιούνος άργησες», της είπε.
«Τι εννοείτε;» τον ρώτησε η Άλφα.
«Είσαι με τα καλά σου;» της είπε ο άντρας.
Άνοιξε και της έκανε νόημα να μπει. Μέσα είδε μια γυναίκα στην ηλικία της πάνω κάτω κι ένα κορίτσι. Με το πιο όμορφο φούξιε φόρεμα.
«Εσύ είσαι το φως;» τη ρώτησε η Άλφα.
Η Άλφα έφτασε ως την Ουζιέλ. Έψαξε για το φούξιε παράθυρο. Δεν μπορούσε να το βρει. Ο οικισμός ήταν φτιαγμένος από πανομοιότυπα σπίτια. Κι όπως είχε έρθει από μακριά, όπως ήταν σκοτάδι, δεν μπορούσε να καταλάβει πού ήταν.
Το σκέφτηκε να γυρίσει. Το πρωί δούλευε. Έκανε ένα βήμα πίσω. Στο δέντρο δίπλα της καθόταν ένας γάτος. Ήταν όμορφος και καθαρός, σχεδόν χαμογελαστός. Της μίλησε, με τη γατίσια φωνή του.
«Εσύ ξέρεις πού είναι;» ρώτησε τον γάτο.
Εκείνος πήδηξε απ’ το δέντρο. Η Άλφα τον ακολούθησε. Ανέβηκαν ως την παιδική χαρά κι ύστερα έστριψαν προς τα κάτω ξανά, σ’ άλλο δρομάκι της Ουζιέλ. Εκεί ήταν το φούξιε παράθυρο.
Η Άλφα άνοιξε την αυλόπορτα, ανέβηκε τα σκαλιά, χτύπησε την πόρτα. Από μέσα ακούγονταν φωνές και γέλια. Μέχρι που χτύπησε. Τότε έγινε σιγή.
Χτύπησε ξανά. Ρώτησε αν είναι κανείς μέσα. Ήταν παράλογο αυτό που έκανε. Το ρολόι της έδειχνε 23:38
Ακούστηκαν βήματα αθόρυβα σαν ίσκιοι. Ένα αντρικό πρόσωπο φάνηκε στο παράθυρο. Μετά βήματα ως την πόρτα. Της άνοιξε το πρόσωπο.
«Τι θέλετε;»
«Συγνώμη, το ξέρω ότι είναι ακατάλληλη η ώρα, αλλά πρέπει να μάθω τι είναι το φούξιε παράθυρο.»
Τα είπε αυτά χαμογελώντας. Ο άντρας έμεινε ανέκφραστος. Κοίταξε πίσω της, να δει αν είχε κάποιον μαζί της.
«Αν είσαι σπιούνος άργησες», της είπε.
«Τι εννοείτε;» τον ρώτησε η Άλφα.
«Είσαι με τα καλά σου;» της είπε ο άντρας.
Άνοιξε και της έκανε νόημα να μπει. Μέσα είδε μια γυναίκα στην ηλικία της πάνω κάτω κι ένα κορίτσι. Με το πιο όμορφο φούξιε φόρεμα.
«Εσύ είσαι το φως;» τη ρώτησε η Άλφα.
~~~~~~~~~~
Η Σίγμα έκανε ένα βήμα πίσω. Η μητέρα κοίταξε το στήθος της ξένης γυναίκας, στ’ αριστερά.
«Δεν φοράει», είπε στον άντρα της.
«Το είδα», έκανε εκείνος ψιθυριστά. «Μάλλον τρελή είναι.»
Η ξένη γυναίκα προσπάθησε να τους εξηγήσει. Τους είπε ότι έμενε απέναντι, στην πολυκατοικία κάτω απ’ την Ανθέων, πεντακόσια μέτρα, κι ότι είδε το φως στο παράθυρο.
«Στο είπα», είπε η μητέρα στον άντρα της. «Σάρα, τρέξε να σβήσουμε τις λάμπες. Μας έχουν δει όλοι. Θα έρθουν.»
Ο πατέρας εμπόδισε τη Σίγμα.
«Δεν πειράζει», είπε και χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης του. «Ας τους να ‘ρθουν.»
Κάλεσαν τη γυναίκα στο σαλόνι. Τη φίλεψαν δυο παξιμάδια σκέτα. Η Σίγμα έδειξε με νόημα ένα ντουλάπι.
«Ε, ναι», είπε ο πατέρας. «Βάλε να το πιούμε, χαμένο θα πάει κι αυτό.»
Γέμισαν τέσσερα ποτηράκια με το κρασί κασσέρ. Ο πατέρας είπε ένα καντίς.
~~~~~~~~~~
Η Άλφα σκέφτηκε ότι ονειρευόταν. Όλα ήταν τόσο vintage. Σαν να είχε μπει στο σκηνικό ταινίας εποχής. Ποιας εποχής; Μεσοπόλεμος μάλλον. Ίσως λίγο πριν.
«Σας ονειρεύομαι», τους είπε.
«Μακάρι να ήταν όνειρο», είπε ο άντρας. «Έστω εφιάλτης. Και να ξυπνούσαμε.»
«Μπορεί εμείς να ονειρευόμαστε εσένα», είπε το κορίτσι.
«Έχω σταματήσει να ονειρεύομαι», είπε η γυναίκα. «Κάποτε νόμιζα ότι οι άνθρωποι είναι άνθρωποι. Με τα καλά τους και τ’ άσχημα, αλλά άνθρωποι.»
«Και τι είναι;» ρώτησε η Άλφα.
«Βρικόλακες.»
Η Σίγμα έκανε ένα βήμα πίσω. Η μητέρα κοίταξε το στήθος της ξένης γυναίκας, στ’ αριστερά.
«Δεν φοράει», είπε στον άντρα της.
«Το είδα», έκανε εκείνος ψιθυριστά. «Μάλλον τρελή είναι.»
Η ξένη γυναίκα προσπάθησε να τους εξηγήσει. Τους είπε ότι έμενε απέναντι, στην πολυκατοικία κάτω απ’ την Ανθέων, πεντακόσια μέτρα, κι ότι είδε το φως στο παράθυρο.
«Στο είπα», είπε η μητέρα στον άντρα της. «Σάρα, τρέξε να σβήσουμε τις λάμπες. Μας έχουν δει όλοι. Θα έρθουν.»
Ο πατέρας εμπόδισε τη Σίγμα.
«Δεν πειράζει», είπε και χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης του. «Ας τους να ‘ρθουν.»
Κάλεσαν τη γυναίκα στο σαλόνι. Τη φίλεψαν δυο παξιμάδια σκέτα. Η Σίγμα έδειξε με νόημα ένα ντουλάπι.
«Ε, ναι», είπε ο πατέρας. «Βάλε να το πιούμε, χαμένο θα πάει κι αυτό.»
Γέμισαν τέσσερα ποτηράκια με το κρασί κασσέρ. Ο πατέρας είπε ένα καντίς.
~~~~~~~~~~
Η Άλφα σκέφτηκε ότι ονειρευόταν. Όλα ήταν τόσο vintage. Σαν να είχε μπει στο σκηνικό ταινίας εποχής. Ποιας εποχής; Μεσοπόλεμος μάλλον. Ίσως λίγο πριν.
«Σας ονειρεύομαι», τους είπε.
«Μακάρι να ήταν όνειρο», είπε ο άντρας. «Έστω εφιάλτης. Και να ξυπνούσαμε.»
«Μπορεί εμείς να ονειρευόμαστε εσένα», είπε το κορίτσι.
«Έχω σταματήσει να ονειρεύομαι», είπε η γυναίκα. «Κάποτε νόμιζα ότι οι άνθρωποι είναι άνθρωποι. Με τα καλά τους και τ’ άσχημα, αλλά άνθρωποι.»
«Και τι είναι;» ρώτησε η Άλφα.
«Βρικόλακες.»
~~~~~~~~~~
Κι ήταν μεσάνυχτα όταν ακούστηκαν δώδεκα χτυπήματα στην πόρτα. Τραντάχτηκε όλο το σπίτι.
«Ήρθανε», είπε η μητέρα.
«Δεν θέλω», έκανε η Σίγμα.
«Ήρθανε.»
Ο πατέρας σηκώθηκε πρώτος.
«Βάλτε πανωφόρια να φύγουμε», τους είπε. «Τι τώρα, τι αύριο;» Κοίταξε την ξένη γυναίκα. «Εσύ τι ήθελες να μπλέξεις;»
Άλλα δώδεκα χτυπήματα απέξω. Και φωνές. Και φορτηγό. Και αρβύλες.
«Τι γίνεται;» ρώτησε η ξένη γυναίκα.
«Το τέλος του ανθρώπου», είπε ο πατέρας.
Κι ήταν μεσάνυχτα όταν ακούστηκαν δώδεκα χτυπήματα στην πόρτα. Τραντάχτηκε όλο το σπίτι.
«Ήρθανε», είπε η μητέρα.
«Δεν θέλω», έκανε η Σίγμα.
«Ήρθανε.»
Ο πατέρας σηκώθηκε πρώτος.
«Βάλτε πανωφόρια να φύγουμε», τους είπε. «Τι τώρα, τι αύριο;» Κοίταξε την ξένη γυναίκα. «Εσύ τι ήθελες να μπλέξεις;»
Άλλα δώδεκα χτυπήματα απέξω. Και φωνές. Και φορτηγό. Και αρβύλες.
«Τι γίνεται;» ρώτησε η ξένη γυναίκα.
«Το τέλος του ανθρώπου», είπε ο πατέρας.
~~~~~~~~~~
Ακούστηκε η πόρτα να σπάει. Γερμανικές φωνές και μπότες. Η Άλφα είδε Γερμανούς στρατιώτες, έτσι όπως τους ήξερε απ’ τις ταινίες, Γερμανούς στρατιώτες του δεύτερου παγκόσμιου, να μπαίνουν κραδαίνοντας τ’ αυτόματα. Πίσω τους ένας αξιωματικός που γάβγιζε.
~~~~~~~~~~
Ο πατέρας, η μητέρα, η Σίγμα, είχαν φορέσει τα παλτό, με το αστέρι στο στήθος. Τους οδήγησαν έξω με κλωτσιές.
~~~~~~~~~~
Ο αξιωματικός στάθηκε μπρος στην Άλφα. Της φώναξε κάτι. Εκείνη σκεφτόταν ότι έπρεπε να ξυπνήσει. Τη χτύπησε στην κοιλιά. Εκείνη σκεφτόταν ότι έπρεπε να ξυπνήσει. Αλλά δεν μπορούσε να ξυπνήσει.
~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~
Το επόμενο πρωινό η Σίγμα είδε στο στρατόπεδο Χιρς την ξένη γυναίκα. Την είχαν χτυπήσει άσχημα, ήταν κάτω πεταμένη σαν κουρέλι. Πήγε να τη βοηθήσει.
«Τι ώρα είναι;» είπε η γυναίκα. «Πρέπει να βγάλω βόλτα την Ντίνα. Να ξυπνήσω τη μικρή για το σχολείο. Κι έχω πρωινή βάρδια.»
Είχε σπασμένη μύτη και πρησμένα μάτια. Αιμορραγούσε από παντού.
«Δεν είσαι από ‘δω», είπε η Σίγμα, που παρατήρησε για πρώτη φορά τα παράξενα ρούχα που φορούσε η γυναίκα.
Εκείνη προσπάθησε κάτι να πει, αλλά δεν είχε αρκετό αίμα για να γεμίσει την καρδιά της. Η Σίγμα έσκισε ένα κομμάτι φούξιε οργάντζα για να της σκεπάσει το πρόσωπο.
~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία της συνοικίας Ουζιέλ από εδώ
«Τι ώρα είναι;» είπε η γυναίκα. «Πρέπει να βγάλω βόλτα την Ντίνα. Να ξυπνήσω τη μικρή για το σχολείο. Κι έχω πρωινή βάρδια.»
Είχε σπασμένη μύτη και πρησμένα μάτια. Αιμορραγούσε από παντού.
«Δεν είσαι από ‘δω», είπε η Σίγμα, που παρατήρησε για πρώτη φορά τα παράξενα ρούχα που φορούσε η γυναίκα.
Εκείνη προσπάθησε κάτι να πει, αλλά δεν είχε αρκετό αίμα για να γεμίσει την καρδιά της. Η Σίγμα έσκισε ένα κομμάτι φούξιε οργάντζα για να της σκεπάσει το πρόσωπο.
~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία της συνοικίας Ουζιέλ από εδώ
Πηγή: sanejoker.info
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου