Στο βιβλίο του «Οι δολοφόνοι της μνήμης» (Maspero, 1981, La Découverte 2005) ο ιστορικός Πιερ Βιντάλ Νακέ, μιλά για την εσκεμμένη διαστρέβλωση όχι μόνον της επιστήμης της Ιστορίας, αλλά και αυτήν της συλλογικής μνήμης, που, υπερβαίνοντας το επιστημονικό πεδίο, ανοίγεται στο πολιτικό/πολιτισμικό. Παιδί εκτελεσμένων στα ναζιστικά στρατόπεδα, συναγωνιστής των Αλγερίνων κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας, που πλήρωσε με βασανιστήρια τη στάση του, σύντροφος εμπράκτως και των Ελλήνων που αντιστάθηκαν στη χούντα, ο συγγραφέας επιτίθεται σε όλους εκείνους, ακροδεξιούς και λοιπούς αρνητές με δήθεν προοδευτικό προσωπείο, που προσπάθησαν, πλαστογραφώντας Ιστορία και μνήμη, να σβήσουν τη γενοκτονία των Εβραίων από τον χιτλερισμό.
Το βιβλίο του Ι. Χανδρινού «Ολη νύχτα εδώ. Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου» (εκδ. Καστανιώτη) ασχολείται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, συλλέγοντας ογδόντα τέσσερις μαρτυρίες ανθρώπων που σχετίζονται με αυτήν. Δεν δηλώνει ότι η εξέγερση και η καταστολή της δεν υπήρξαν. Αλλά επιλέγει και μεταχειρίζεται το πολύτιμο και ευαίσθητο αυτό υλικό με τρόπο που να φέρνει στον νου τον τίτλο που μόλις ανέφερα. Η προφορική ιστορία είναι με μία έννοια ένα υποκατάστατο της ψυχαναλυτικής διαδικασίας.
Ενας συλλέκτης αφηγήσεων, εκτός από ιστορική γνώση, οφείλει να σέβεται το πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί με τους αφηγητές που επιλέγει. Ιδιαίτερα όταν αυτοί δεν είναι αμιγής ομάδα. Ενα έντυπο συγκατάθεσης συνηθίζεται να υπογράφεται μεταξύ τους. Η ειλικρίνεια που ζητά από αυτούς προϋποθέτει τη δική του απέναντί τους. Η έρευνα δεν μπορεί να συγχέεται με την άγρα σκανδάλου. Ιδού γιατί:
Ατόπημα πρώτο: Το θεωρητικό μοντέλο που εφαρμόζει αντλείται από μία βιβλιογραφία προφορικών ιστοριών. Και από κάποιες μελέτες σχετικές με γεγονότα όπως οι φυλετικές και άλλες εξεγέρσεις καθώς και τα κινήματα διαμαρτυρίας στις ΗΠΑ. Ετσι φαίνεται να δέχεται ότι ισχύει και στο παράδειγμα της καταστολής της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η άποψη ότι η βία μιας εξέγερσης είναι εγγενής και επομένως αυτή προκάλεσε την τελική λύση που υιοθέτησε η χούντα (!) (σελ. 37, τα περί «κλιμάκωσης» και «δυναμικής αλληλεπίδρασης διαδηλωτών - αστυνομίας»).
Ατόπημα δεύτερο: Υπόσχεται ότι θα αποκαταστήσει τη «μαρτυρία ως εργαλείο κατανόησης μιας ιστορικής περιόδου [...] μακριά από λογικές δημοσιογραφικής κατασπατάλησης του μνημονικού της κεφαλαίου» (σελ. 13). Οταν, ωστόσο, παραθέτει τον αριθμό και την κοινωνική προέλευση νεκρών και τραυματισμένων στο Πολυτεχνείο, αντλεί τα στοιχεία από τη δημοσιογραφική έρευνα της «Εφ.Συν.» (2012) και την παλαιότερη της «Πανσπουδαστικής» (1974) (σελ. 16). Παράλληλα, σημειώνει ότι «αμιγώς ιστορικές μελέτες ή μονογραφίες απουσιάζουν», ενώ (υπάρχουν) «σποραδικές και σχεδόν εντελώς αόρατες στη βιβλιογραφία μαρτυρίες» (σελ. 16-17). Ομως σε άλλη παράγραφο λέει: «Αυτό που αποθαρρύνει την εμπλοκή της ιστοριογραφίας είναι η πληθωριστική χρήση της μαρτυρίας» (αν και αόρατης; – σελ. 18). Σε συνέντευξή του στο «Βήμα» για να αποδείξει τη μοναδικότητα της προσέγγισής του εις βάρος κάθε άλλης, προτείνει τη «βιωματική εξιστόρηση» στη θέση της «μαρτυρίας», σαν κάθε σοβαρή μαρτυρία να μην είναι και αυτή μία εξιστόρηση βιωματική –και συχνά τραυματική– η οποία πλουτίζεται όσο βαθαίνει ο χρόνος.
Ατόπημα τρίτο: Σε αντίθεση με τους «βετεράνους (sic!) του ’40» που υπήρξε προνομιακό όπως λέει target group για έρευνα, θεωρεί ότι «οι υποψήφιοι μάρτυρες που εξακολουθούν να είναι ενταγμένοι στην παραγωγή, στην κοινωνική δράση, ακόμα και στην ενεργό πολιτική», δεν είναι. Διότι η ένταξή του αυτή δημιουργεί ενδοιασμούς σε έναν «υποψήφιο φορέα εμπειρίας» να δεχτεί τον ρόλο του «αφηγητή» σε μια έρευνα διαφορετική από ένα «εγώ-κείμενο» (!) και τελικά να κατανοήσει ότι «η μνήμη είναι ένα κεφάλαιο που για να τοκιστεί χρειάζεται την υποστήριξη της επιστημονικής έρευνας*» (*σύμφωνα με τον Γερμανό Jeggle Utz σε ομαδικό βιβλίο, σελ. 24).
Ο επιμελητής επιλέγει έτσι στην ιστορική κεφαλαιαγορά τον επικερδή τοκισμό του κεφαλαίου της «μνήμης» των μαρτύρων του. Το γεγονός βέβαια ότι οι αφηγητές του δεν έχουν ακόμα αλτσχάιμερ, γράφουν, αντιδρούν, δεν έχουν δηλαδή αναχωρήσει από την κοινωνική δράση, την παραγωγή, τη δημιουργία, έχει όντως τα μειονεκτήματά του, καθώς ενδέχεται να διεκδικήσουν μερίδιο από τους «τόκους».
Ατόπημα τέταρτο: Μιλά για την προσπάθειά του να βρει πρόσωπα πέραν του «σκληρού πυρήνα» του τότε φοιτητικού συνδικαλισμού. Να βρει δηλαδή «απλούς» εξεγερμένους με την προϋπόθεση να έχουν ενδιαφέρουσες ιστορίες να πουν. Αλλά φυσικά και εκπροσώπους των δυνάμεων καταστολής. Δεν ξέρω πόση απλότητα πρέπει να έχει ένας εξεγερμένος ή πόσο αίμα να έχει χύσει για να γίνει ενδιαφέρουσα η ιστορία του.
Ούτε και με ποια κριτήρια επέλεξε τους εκπροσώπους των δυνάμεων καταστολής. Υποθέτω με απλά. Ετσι που οι δύο από τους τρεις να είναι εντελώς τυχαία από την ίδια μονάδα: ο ένας φαντάρος που μόνο καλά είχε να πει για τον επικεφαλής του. Και ο επικεφαλής να αφηγείται ότι οι φοιτητές του θύμισαν πρόβατα καθώς αποχωρούσαν από το μαντρί. Ενώ ο Κ. Λαλιώτης που είχε πάει να διαπραγματευτεί είναι που του έριξε την ιδέα να μπει το τανκ για να ανοίξει την πύλη. Το ιστορικό αυτό ψέμα που δείχνει τους πολιορκημένους πολιορκητές του εαυτού τους, η συκοφαντία αυτή, δεν σχολιάζεται από τον επιμελητή ούτε και γνωστοποιήθηκε στον Κ. Λαλιώτη και στους υπόλοιπους αφηγητές. Γιατί αφορά βεβαίως στο σύνολο την εξέγερση του ’73, στο σύνολο τη συλλογική μνήμη του τόπου μας.
Αντιμετωπίστηκε ως σκάνδαλο. Ετσι για να μη γίνει «κατασπατάληση του μνημονικού κεφαλαίου», αυτό πήρε νέα μορφή: έγινε εργαλείο προπαγάνδας. Από έναν άξιο συνταγματάρχη των καταδρομέων. Που ήταν πιστός εξ αρχής της χούντας για να περάσει στη συνέχεια με τον Δ. Ιωαννίδη και να αποταχθεί το 1975 από τον Ευ. Αβέρωφ, διότι μαζί με ομοϊδεάτες του απειλούσε επιστροφή της δικτατορίας. Η δολοφονία της συλλογικής μνήμης επιτελείται έτσι με έναν παιγνιώδη τρόπο, χωρίς καμία αντίδραση του επιστήμονα. Με την προσθήκη ότι η μαρτυρία αυτή προβάλλεται χωρίς κριτικό σχολιασμό στην εισαγωγή του, επειδή θεωρεί «άκρως ενδιαφέροντες» τους «θεματικούς/μνημονικούς της άξονες».
Μένει το ερώτημα για το κατά πόσο τα ατοπήματα αυτά έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τη σχέση του επιμελητή με την ιστορία, μικρή και μεγάλη. Και αυτό διότι όταν προβάλλεις έναν απολογητή της χούντας που δολοφονεί τη μνήμη διασπείροντας ψέματα, κινδυνεύεις να είσαι εκ των υστέρων πνευματικός συνεργός. Έτσι βιωματικά και απλά.
ΥΓ του blog: ...η αρθρογράφος είναι το κορίτσι που όταν το τανκ μπήκε στο Πολυτεχνειο ρίχνοντας και διαλύοντας την πόρτα διέλυσε και την μερσεντες που βρισκόταν εκεί και η μερσεντες το ποδι της τοτε φοιτήτριας Χημείας. Η Πέπη Ρηγοπούλου ιστορικός τέχνης και Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών σήμερα, ήταν και είναι μια από τις πιο σεμνές μορφές της
Αντίστασης κατά της χούντας,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου