Σε βλέπω που φτιάχνεις βαλίτσες. Θεέ μου τι χωράει εκεί μέσα. Πόσα όνειρα, πόσες ελπίδες, πόσες προσδοκίες, σχέδια, ψέματα, αυταπάτες, πόσα δάκρυα, πόσες δουλειές, πόσες ζωές. Σε βλέπω ατάραχο να επιθεωρείς τον χώρο. Κι εγώ το ίδιο κάνω, ψάχνω παντού μη και ξεχάσεις τίποτα δικό σου. Ούτε ένα θυμητάρι σου δε θέλω. Να τα μαζέψεις και να φύγεις. Μόνο αυτό ζητώ και δεν μπορώ πια να το κρύψω. Θα σε πετούσα απ’ το παράθυρο μα ξέρω πια τη δύναμή σου την κτηνώδη. Θα φύγεις μόνο όταν έρθει η ώρα. Την δωδεκάτη, όχι νωρίτερα, ούτε λεπτό νωρίτερα. Θα φύγεις παίρνοντας το γέλιο των παιδιών, το μέτρο των ωρίμων και τη σοφία των γερόντων, θα βάλεις στη βαλίτσα χάδια κι αγκαλιές και θα μαζέψεις τα φιλιά, κανένα να μη μείνει, θα πάρεις μέχρι και τα πρόσωπα αφήνοντας στη θέση τους μονάχα φιμωμένα προσωπεία, κέρινα ομοιώματα μιας άλλοτε ζωντάνιας.
Κι όταν σημάνει η δωδεκάτη θα χαθείς κι αν μείνει πόρτα να βροντήσεις πίσω σου θα τη βροντήξεις για να υπογραμμίσεις με θόρυβο πολύ πως νικητής απέρχεσαι, σφαγέας κραταιός και αλησμόνητος.
Μετά θα πρέπει να μαζέψω το ατσαλιό σου, να κλάψω πρώτα κι ύστερα με μάτια καθαρά να δω τι έμεινε, αν κάτι όρθιο άφησε το πέρασμά σου.
Σε βλέπω τώρα και μονολογώ από μέσα μου να μην μ’ ακούσεις. «Πάρε και τούτη τη ρωγμή βρε άθλιε, πάρε κι αυτόν τον πόνο τον οξύ, πάρε τη θλίψη την ασήκωτη, την ωκεάνια μοναξιά. Μα άσε λίγη ψυχή. Τη λώβιασες όσο μπορούσες, τη ρήμαξες, μη θες μαζί σου να την πάρεις τρόπαιο. Πάρε ό,τι άλλο θες μπορώ και δίχως τη σαβούρα σου να συνεχίσω. Μα αυτή, την κακοπαθημένη την ψυχή, οφείλεις να μου την αφήσεις. Με άριστα και τόνο αποφοίτησες. Μάστορα της βίας σε ανακήρυξα και σου αναγνωρίζω και ειδίκευση στο λιάνισμα των δικαιωμάτων, στο τσάκισμα των ελευθεριών, στο πλιάτσικο μα αν δεν αφήσεις μια σταλιά ψυχή, έστω και τσακισμένη, μια στάλα ανθρωπιά έστω και λαβωμένη, τι θα ‘βρει να λεηλατήσει ο επόμενος;»
Σε βλέπω που φτιάχνεις τις βαλίτσες σου. Διαβάζω το βιβλίο μου. (έχω τελειώσει το δικό σου και το έκρυψα να μην το βρει). Μεταδημοκρατία του Κόλιν Κράουτς. Αυτό κρατώ αλλά μονολογώ από μέσα μου να μην μ’ ακούσεις.
Προσποιούμαι ότι του εγκεφάλου μου η λειτουργία είναι ανέπαφη, αλώβητη, σώα. Ξέρω πως δεν μου δίνει σημασία κι ας έκανε πως με πιστεύει όταν του παρουσίασα αυτό το κλούβιο αυγό στη θέση του κρανίου μου. (Χάρισμα πες το ή κατάρα, πάντως όταν λέω αλήθεια, κανείς δεν με πιστεύει, την έμφυτη ειρωνεία μου αυθαίρετα εντελώς τη γενικεύουν. Νομίζουν ότι κοροϊδεύω. Σίγουρα Κατάρα). Διαβάζω λοιπόν και κάνω πως καταλαβαίνω μιας και ο εγκέφαλός μου λειτουργεί ρολόι. Κάνω πως διαβάζω –σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σαν να μην είναι τίποτα παράλογο, σαν να’ ναι μια χαρά ο εγκέφαλός μου- και κάνω πως καταλαβαίνω. Όμως το ξέρω και το ξέρει κι αυτός ο άθλιος Σάυλοκ τι με αληθινή αγωνία προσπαθώ να σώσω.
Κι όταν σημάνει η δωδεκάτη θα χαθείς κι αν μείνει πόρτα να βροντήσεις πίσω σου θα τη βροντήξεις για να υπογραμμίσεις με θόρυβο πολύ πως νικητής απέρχεσαι, σφαγέας κραταιός και αλησμόνητος.
Μετά θα πρέπει να μαζέψω το ατσαλιό σου, να κλάψω πρώτα κι ύστερα με μάτια καθαρά να δω τι έμεινε, αν κάτι όρθιο άφησε το πέρασμά σου.
Σε βλέπω τώρα και μονολογώ από μέσα μου να μην μ’ ακούσεις. «Πάρε και τούτη τη ρωγμή βρε άθλιε, πάρε κι αυτόν τον πόνο τον οξύ, πάρε τη θλίψη την ασήκωτη, την ωκεάνια μοναξιά. Μα άσε λίγη ψυχή. Τη λώβιασες όσο μπορούσες, τη ρήμαξες, μη θες μαζί σου να την πάρεις τρόπαιο. Πάρε ό,τι άλλο θες μπορώ και δίχως τη σαβούρα σου να συνεχίσω. Μα αυτή, την κακοπαθημένη την ψυχή, οφείλεις να μου την αφήσεις. Με άριστα και τόνο αποφοίτησες. Μάστορα της βίας σε ανακήρυξα και σου αναγνωρίζω και ειδίκευση στο λιάνισμα των δικαιωμάτων, στο τσάκισμα των ελευθεριών, στο πλιάτσικο μα αν δεν αφήσεις μια σταλιά ψυχή, έστω και τσακισμένη, μια στάλα ανθρωπιά έστω και λαβωμένη, τι θα ‘βρει να λεηλατήσει ο επόμενος;»
Σε βλέπω που φτιάχνεις τις βαλίτσες σου. Διαβάζω το βιβλίο μου. (έχω τελειώσει το δικό σου και το έκρυψα να μην το βρει). Μεταδημοκρατία του Κόλιν Κράουτς. Αυτό κρατώ αλλά μονολογώ από μέσα μου να μην μ’ ακούσεις.
Προσποιούμαι ότι του εγκεφάλου μου η λειτουργία είναι ανέπαφη, αλώβητη, σώα. Ξέρω πως δεν μου δίνει σημασία κι ας έκανε πως με πιστεύει όταν του παρουσίασα αυτό το κλούβιο αυγό στη θέση του κρανίου μου. (Χάρισμα πες το ή κατάρα, πάντως όταν λέω αλήθεια, κανείς δεν με πιστεύει, την έμφυτη ειρωνεία μου αυθαίρετα εντελώς τη γενικεύουν. Νομίζουν ότι κοροϊδεύω. Σίγουρα Κατάρα). Διαβάζω λοιπόν και κάνω πως καταλαβαίνω μιας και ο εγκέφαλός μου λειτουργεί ρολόι. Κάνω πως διαβάζω –σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σαν να μην είναι τίποτα παράλογο, σαν να’ ναι μια χαρά ο εγκέφαλός μου- και κάνω πως καταλαβαίνω. Όμως το ξέρω και το ξέρει κι αυτός ο άθλιος Σάυλοκ τι με αληθινή αγωνία προσπαθώ να σώσω.
Υ.Γ. Σου γράφω καιρό τώρα. Σαΐτες και σκονάκια. Αν δεν το έχεις ήδη καταλάβει, και όπως θέλεις παρ’ το, είμαι σε βαθμό κακουργήματος ειλικρινής κι αδιαφορώ ειλικρινώς, ειλικρινέστατα, πόση ειλικρίνεια έκαστος αντέχει. Τα παραπάνω τα ‘γραψα πέρσι τέτοιο καιρό κι όπως τα ξανακοίταγα κατάλαβα πως τίποτα δεν ήθελα να αλλάξω και για φέτος (εκτός απ’ τα βιβλία που διαβάζω τούτο τον καιρό, οπότε διόρθωσε Ernaux, Ζωγράφου και Ποντίκα). Μόνο ν’ ανοίξω, θέλω, το παράθυρο, να με φυσήξει παγωμένος ο αέρας και να ουρλιάξω ξεκουμπίδιααααα...καθώς θα του πετάω τα ημερολόγιά του να γεμίσω τη λαγκάτσα. Και να μπορούσε λέει το ουρλιαχτό αυτό να δώσει μία ώθηση στη Γη να ολοκληρώσει την περιφορά της σήμερα και η ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ν’ αρχίσει τα μεσάνυχτα (για όλους εμάς τους ανυπόμονους ειλικρινείς που βλέπουμε την αντοχή μας να εξαντλείται) χωρίς βεγγαλικά και δηθενιές αλλά με μία στάλα ανθρωπιά που φτάνει για να ποτιστεί η ελπίδα και ν’ ανθίσει.
Πηγή: ARTI NEWS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου