"Η εξαίρεση που προβλέπει το Σύνταγμα για λόγους εθνικής ασφάλειας συναρτάται με την ανάγκη προστασίας της χώρας σε ένα απαιτητικό διεθνές περιβάλλον που προϋποθέτει εγρήγορση και δύσκολες σταθμίσεις.", δήλωσε μεταξύ άλλων η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, προκειμένου να δικαιολογήσει τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ! Μόνο που η «εξαίρεση» αυτή παύει να είναι εξαίρεση όταν γίνεται κανόνας, όταν οι περίφημες «επισυνδέσεις» πολιτικών και δημοσιογράφων γίνονται επί χρόνια και ανεξέλεγκτα.
Η κατάσταση εξαίρεσης δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Σύμφωνα με τον Agamben, η κατάσταση εξαίρεσης και η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» επιβλήθηκε αρχικά στις ΗΠΑ μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στους δίδυμους πύργους και από εκεί εφαρμόσθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Μόνο που έγινε μια διαρκής κατάσταση, η οποία νομιμοποίησε τον απολυταρχισμό και τη βιοπολιτική του νεοφιλελευθερισμού. Σ’ αυτό το πλαίσιο η υγειονομική κρίση αλλά και η γεωπολιτική κρίση, το «απαιτητικό διεθνές περιβάλλον», όπως λέει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενίσχυσαν τους νομιμοποιητικούς λόγους της «εξαίρεσης», των παρακολουθήσεων και του ελέγχου, που έγιναν έτσι διαρκείς.
Στην κατάσταση της έκτακτης ανάγκης η κρατική εξουσία μπορεί να δράσει με ατιμωρησία σε μια ζώνη ακαθοριστίας στην οποία οι κανονικοί νομικοί περιορισμοί και προστασίες δεν ισχύουν πλέον. Εάν αυτή η κατάσταση εξαίρεσης είναι η θεμελιώδης αρχή της κρατικής εξουσίας, τότε ο νόμος δεν προσφέρει καμία προστασία από αυτή. Ο νόμος υποχωρεί μπροστά στην κρατική εξουσία. Γι’ αυτό η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε τη Συνταγματική πρόβλεψη. Μόνο που το Σύνταγμα αναφέρεται στην «εξαίρεση» από τον κανόνα και όχι σε μια διαρκή εξαίρεση, όπου η εξαίρεση γίνεται ο κανόνας.
Σε άρθρο του στην βρετανική εφημερίδα The Guardian ο David Runciman, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, σημειώνει ότι η «έκτακτη ανάγκη» μπορεί να περιλάβει περισσότερες «καταστάσεις εξαίρεσης» από ό,τι ένας πόλεμος με ορατό ή αόρατο εχθρό (όπως ο κορονοϊός) και να αποκαλύψει το δημοκρατικό έλλειμμα ή την μεταλλαγή της δημοκρατίας σε ένα ιδιότυπο αυταρχικό πολίτευμα με δημοκρατική επίφαση. Ο Runciman θεωρεί ότι αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι η αναστολή της πολιτικής δημοκρατικής διαδικασίας, αλλά «η απομάκρυνση του επάνω στρώματος της πολιτικής ζωής για να αποκαλύψει κάτι πιο ακατέργαστο από κάτω»! Και συνεχίζει ο καθηγητής: «Σε μια δημοκρατία τείνουμε να σκεφτόμαστε την πολιτική ως μία αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών κομμάτων προκειμένου να κερδίσουν την υποστήριξή μας. Επικεντρωνόμαστε στο ποιος και ποια, ποιοι είναι οι υποψήφιοι, τι μας προσφέρουν, ποιον ευνοούν. Θεωρούμε τις εκλογές ως την απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Όμως, οι μεγαλύτερες ερωτήσεις σε οποιαδήποτε δημοκρατία είναι πάντα για το πώς θα ασκούν οι κυβερνήσεις τις εξαιρετικές εξουσίες που τους δίνουμε. Και πώς θα ανταποκριθούμε όταν τις εφαρμόσουν». Σήμερα, όπως έγραφε ο Χόμπς, “η εξουσία του πολιτικού καθεστώτος είναι να έχει τη δύναμη ζωής και θανάτου πάνω στους πολίτες. Ο μόνος λόγος που θα μπορούσαμε να δώσουμε σε κάποιον αυτή την εξουσία είναι επειδή πιστεύουμε ότι είναι το τίμημα που πληρώνουμε για τη συλλογική μας ασφάλεια. Αλλά σημαίνει επίσης ότι αναθέτουμε αποφάσεις για τη ζωή και το θάνατο σε ανθρώπους που τελικά δεν μπορούμε να ελέγξουμε.". Από εδώ προκύπτει το δημοκρατικό κενό, από την αδυναμία δημοκρατικού ελέγχου.
Ήδη έχουμε δει, στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, τις πρωτοφανείς παραβάσεις σχετικά με τις πολιτικές ελευθερίες και τις απεριόριστες εξουσίες της επιτήρησης που προκύπτουν από τις κυβερνήσεις και τους μηχανισμούς ασφαλείας. Αυτό συνδυάζεται, βέβαια, με μια αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση του κράτους, και την προληπτική χρήση βίας κατά των εξωτερικών εχθρών, πραγματικών ή φανταστικών.
Το πρόβλημα με αυτό το νέο μοντέλο ασφαλείας του κράτους, όπως υποστηρίζει ο Agamben•, είναι ότι “πάντοτε είναι δυνατόν να προκληθεί από την τρομοκρατία για να γίνει κι αυτό με τη σειρά του το ίδιο τρομοκρατικό” (2002: 1).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου