Ασφάλεια ή αξιοπρέπεια; Όσο δεν θέτουμε το ερώτημα «τι προκαλεί ένα φαινόμενο», τόσο δεν θα παίρνουμε την κατάλληλη απάντηση.
Όπως και να έχει, το ερώτημα που έρχεται και επανέρχεται είναι «τι να κάνουμε;», «πώς να διορθώσουμε το πρόβλημα;» Τι θα κάνουμε με τον ρατσισμό, τι θα κάνουμε με την άνοδο της ακροδεξιάς, τι θα κάνουμε με την ανεργία, τι θα κάνουμε με το μεταναστευτικό, τι θα κάνουμε με την οικονομική κρίση ή τη φτώχεια ή τον πόλεμο; Αλλά μήπως θέτουμε το λάθος ερώτημα; Μήπως το σωστό ερώτημα θα ήταν «γιατί;» «Γιατί συμβαίνει αυτό που συμβαίνει;» Ή ίσως «τι συμβαίνει πραγματικά;». Όσο δεν θέτουμε το ερώτημα «τι προκαλεί ένα φαινόμενο», τόσο δεν θα παίρνουμε την κατάλληλη απάντηση.
Πρέπει να ήμουν όχι μεγαλύτερος από 13 χρόνων όταν ο πατέρας μου, μου έκανε δώρο ένα βιβλίο που λεγόταν «Η ιστορία των ελληνικών επαναστάσεων». Στην πραγματικότητα ο τίτλος έπρεπε να λέει «Η ιστορία των ελληνικών πραξικοπημάτων» ή κάτι τέτοιο, αλλά μιας και ήταν το μοναδικό βιβλίο που ο πατέρας μου μου δώρισε θεωρώ πως ακόμη μέχρι και σήμερα έχει μια ιδιαίτερη αξία. Προφανώς ήμουν πολύ μικρός τότε για να καταλάβω τη διαφορά ανάμεσα στην επανάσταση και στο πραξικόπημα, αλλά εντούτοις συχνά πυκνά ανατρέχω μέχρι και σήμερα στο ερώτημα που μου γέννησε εκείνο το βιβλίο. Γιατί τόσο δίψα για εξουσία; Γιατί τόση ανάγκη για δύναμη;
Ακόμη και σήμερα αναρωτιέμαι για το ίδιο πράγμα. «Γιατί;». Ιδιαίτερα σήμερα όταν κοιτώ τον κόσμο από την οπτική του ψυχολόγου, γυρνώ σε αυτόν τον έφηβο που κατοικεί μέσα μου και αυτός μου θέτει το ίδιο ερώτημα. «Γιατί;». Και εγώ το μόνο που έχω να του απαντήσω, από την θέση αυτή του κοινωνικού επιστήμονα, είναι πως στον δυτικό κόσμο ή μάλλον στον παγκοσμιοποιημένο πλέον κόσμο, η ψυχική και η σωματική ασθένεια αυξάνεται δραματικά, όλο και πιο πολύ. Αρκεί να δει κανείς τη ραγδαία αύξηση της ΔΕΠΥ, που δεν υπήρχε καν σε παλαιότερες εποχές, ή τα αυτοάνοσα νοσήματα – έχασα την μητέρα μου από αυτοάνοσο και ξέρω πολύ καλά τι εστί.
Αν κοιτάξει κανείς τα στατιστικά της σκλήρυνσης κατά πλάκας, όπως λέει ο Dr. Gabor Mate, θα δει πως στις δεκαετίες του 1930-1940 o επιπολασμός ήταν ίσος για γυναίκες και άνδρες, ενώ σήμερα είναι 3,5 γυναίκες για έναν άνδρα. Αν δούμε το άσθμα, που αυξάνεται ραγδαία στις παιδικές ηλικίες, θα διαπιστώσουμε πως σύμφωνα με μια έρευνα που διεξήχθη πρόσφατα στις ΗΠΑ όσο περισσότερα επεισόδια ρατσισμού βιώνει μια μαύρη γυναίκα τόσο μεγαλύτερο κίνδυνο άσθματος αντιμετωπίζει το παιδί της. Γιατί ξέρουμε πια πως όσο υψηλότερο το στρες που βιώνει μια μητέρα τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος εμφάνισης άσθματος στο παιδί της. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε μερικά εκατομμύρια παιδιά στην Αμερική λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή για κατάθλιψη, για άγχος, για ΔΕΠΥ. Μερικές φορές και κοκτέιλ σκευασμάτων για όλα αυτά. Οι διαγνώσεις στο φάσμα του αυτισμού αφορούν σήμερα σε 40 φορές μεγαλύτερο επιπολασμό απ’ ότι πριν από 40 χρόνια. Η αγχώδης διαταραχή είναι η ταχύτερα «αναπτυσσόμενη» διάγνωση ανάμεσα στους νέους. Όλοι επίσης όσοι εργάζονται με παιδιά, ψυχολόγοι, δάσκαλοι, σύμβουλοι, παιδαγωγοί και λοιπά, είναι πιο πολύ πιο προβληματισμένοι με τα παιδιά απ’ ότι παλαιότερα ή από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα.
Είναι λοιπόν όλα αυτά απλώς βιολογικά-σωματικά ζητήματα; Είναι μήπως ασθένειες συναρτώμενες με γονιδιακούς παράγοντες; Αλλά αρκεί να θυμηθούμε αυτό που πριν ανέφερα για την αναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών στον επιπολασμό της σκλήρυνσης κατά πλάκας, για να αντιληφθούμε πως μάλλον δεν είναι έτσι τα πράγματα. Δεν μπορεί να είναι γονιδιακό το πρόβλημα, γιατί τα γονίδια δεν αλλάζουν σε έναν πληθυσμό μέσα σε 70 χρόνια. Μήπως είναι το κλίμα; Μήπως είναι η διατροφή; Αλλά και αυτό δεν έχει αλλάξει ανάμεσα στα δύο φύλα.
Τι συμβαίνει λοιπόν στην πραγματικότητα;
Ας το σκεφτούμε κάπως διαφορετικά. Αν έχουμε μερικά φυτά στον κήπο μας και ξαφνικά μια μέρα αυτά τα φυτά αρχίζουν να «συμπεριφέρονται» με τρόπους παθολογικούς που δεν υποστηρίζουν την ανάπτυξη τους, που δεν εξασφαλίζουν ότι θα έχουν την μεγαλύτερη δυνατή διάρκεια ζωής, αν η ανάπτυξη τους με κάποιο τρόπο εμποδίζεται, αν είμαστε οι κηπουροί τι θα κάναμε; Νομίζω μια καλή σκέψη θα ήταν «ποια είναι η φύση αυτών των φυτών και ποιες συνθήκες υποστηρίζουν την υγιή ανάπτυξη αυτής της φύσης;». Δηλαδή, αντί να ψάχνουμε για διαγνώσεις ασθενειών ή προβληματικών συμπεριφορών, γιατί δεν εξετάζουμε ποια είναι η ανθρώπινη φύση και ποιες συνθήκες είναι απαραίτητες για την ανάπτυξή της; Θα μπορούσαμε επίσης να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει όταν αυτές οι συνθήκες δεν εκπληρώνονται. Με άλλα λόγια, αντί να βλέπουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά ως ένα είδος εγγενούς παθολογίας, γιατί δεν την βλέπουμε ως αποτέλεσμα των συνθηκών-περιστάσεων;
Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν είναι, ποια είναι η ανθρώπινη φύση και ποιες συνθήκες προάγουν την υγιή ανάπτυξη της ή ποιες συνθήκες την υπονομεύουν; Με άλλα λόγια, πώς ένας πολιτισμός ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ανθρώπινων όντων και πώς προωθεί την υγιή ή την ανθυγιεινή ανάπτυξη; Και προφανώς αυτά είναι τα κριτήρια με τα οποία καλούμαστε να κρίνουμε κάθε κοινωνία. Αλλά σήμερα τα κριτήρια που έχουμε είναι το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, Δηλαδή, στο σύστημα που έχουμε αυτό το οποίο μετράμε είναι ο πλούτος, αυτό καθορίζει την επιτυχία της κοινωνίας.
Στην υλιστική μας κοινωνία μετράμε την επιτυχία με κριτήριο την κατοχή, τον έλεγχο, την παραγωγή της ύλης. Και αυτό σημαίνει να είσαι υλιστής: ότι τα υλικά πράγματα έχουν σημασία. Αλλά είναι αυτό το αληθινό κριτήριο, η μεζούρα, μιας κοινωνίας; Μπορεί μια κοινωνία να θεωρηθεί περισσότερο επιτυχημένη επειδή ελέγχει ή παράγει ή κατέχει περισσότερη ύλη από μια άλλη; Ή μήπως το κριτήριο είναι σε ποιο βαθμό αυτή η κοινωνία ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης και πόσο καλά προωθεί την υγιή ανθρώπινη ανάπτυξη και σε ποιο βαθμό ή με ποιους τρόπους την υπονομεύει;
Επομένως, ποια είναι η «φύση» της ανθρώπινης φύσης;
Είναι άραγε αυτό που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μας δίδαξαν (και οι περισσότεροι μάλλον πιστεύουν), πως η ανθρώπινη φύση είναι ουσιαστικά εγωιστική, ατομικιστική, επιθετική και ανταγωνιστική; Οπότε, όταν κάποιος συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο όλοι λέμε: «έτσι είναι η ανθρώπινη φύση». Νομίζω πως αν σκέφτεσαι έτσι, έχεις κάνει ένα θεμελιώδες λάθος, εκλαμβάνοντας αυτές τις συμπεριφορές ως πρότυπο αυτού που υποτίθεται ότι είναι οι άνθρωποι. Είναι αλήθεια ότι έχουμε μάθει να συμπεριφερόμαστε έτσι, αλλά και να σκεφτόμαστε έτσι, καθώς οι πιο πετυχημένοι άνθρωποι στην κοινωνία μας συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο και για αυτό είναι επιτυχημένοι. Και αυτό γίνεται ακόμη και όταν αυτή η εγωιστική, επιθετική, ανταγωνιστική συμπεριφορά, θέτει σε κίνδυνο ή αποβαίνει σε βάρος της ίδιας της ύπαρξης μας. Οπότε ναι, αν αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, τι μπορούμε να κάνουμε… αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Αλλά τι γίνεται αν αυτή δεν είναι η ανθρώπινη φύση; Τι γίνεται αν αυτό δεν είναι παρά μια διαστρέβλωση της ανθρώπινης φύσης; Τι γίνεται αν στην πραγματικότητα η ανθρώπινη φύση απαιτεί κάτι εντελώς διαφορετικό;
Ποιες είναι λοιπόν οι ανάγκες του παιδιού, τι ανάγκες έχει πραγματικά ένα ανθρώπινο ον όταν είναι παιδί, Και αντί να προσπαθούμε να προσδιορίσουμε την ανθρώπινη φύση με βάση την συμπεριφορά των ανθρώπων ή πως οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σε διάφορες καταστάσεις, ας το δούμε από την οπτική των ανθρώπινων αναγκών. Γιατί αν προσπαθείς να προσδιορίσεις την ανθρώπινη φύση με βάση τις συμπεριφορές μπορείς να έχεις ένα Χίτλερ ή έναν Ιησού. Χρειάζεται λοιπόν να σκεφτούμε ότι δεν είναι η ανθρώπινη φύση που προσδιορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά υπάρχει μια ανθρώπινη φύση που έχει ανάγκες και αν αυτές οι ανάγκες δεν ικανοποιηθούν, θα συμπεριφερθούμε με συγκεκριμένους προβλέψιμους τρόπους. Επομένως η συμπεριφορά μας δεν προσδιορίζεται ή προβλέπεται τόσο από τη φύση μας, αλλά από τις ανάγκες μας. Για αυτό άλλωστε υπάρχουν και τόσο διαφορετικές ανθρώπινες συμπεριφορές.
Στην πραγματικότητα ανθρώπινη φύση σημαίνει ότι έχουμε συγκεκριμένες υπαρξιακές ανάγκες. Που σημαίνει πως αν αυτές οι ανάγκες ικανοποιηθούν, θα συμπεριφερθούμε με συγκεκριμένο προβλέψιμο τρόπο και αν αυτές οι ανάγκες δεν ικανοποιηθούν, αντίστοιχα θα συμπεριφερθούμε με έναν διαφορετικό, αλλά πάλι συγκεκριμένο και προβλέψιμο τρόπο. Συνεπώς οι συμπεριφορές απλά αντανακλούν το αν αυτές οι ανάγκες μας ικανοποιήθηκαν ή όχι.
Αν κοιτάξουμε τα πράγματα από αυτήν την οπτική γωνία μπορούμε να καταλάβουμε πως ό,τι ονομάζουμε σωματική ή ψυχική παθολογία, οι διαγνώσεις και λοιπά, είναι απλά ένας τρόπος να δούμε τα πράγματα. Δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα την πραγματικότητα. Ή μπορεί να περιγράφει μια πραγματικότητα, όμως δεν εξηγεί αυτή την πραγματικότητα. Και πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην «περιγραφή» και στην «ερμηνεία».
Ποιες είναι λοιπόν οι ανθρώπινες ανάγκες, αυτές που χρειάζεται κάθε παιδί, κάθε ανθρώπινο ον, είτε αναφερόμαστε στους ανθρώπους που ζουν στον Νότιο Πόλο είτε στον Βόρειο Πόλο, στην Ανατολή ή στην Δύση, στην Ευρώπη, στην Ασία ή στην Αφρική;
Η βασική ανάγκη του παιδιού είναι η ανάγκη για προσκόλληση-σύνδεση. Είναι μια βιολογική ορμή για σύνδεση με ένα άλλο ανθρώπινο πρόσωπο. Και είναι μια θεμελιώδης ανάγκη, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να επιβιώσουμε. Απ’ όλα τα θηλαστικά το παιδί είναι το πιο ανώριμο, το πιο εξαρτημένο, το πιο ευάλωτο πλάσμα στο σύμπαν. Οπότε όποιος/α φροντίζει το παιδί, το κάνει να επιβιώνει. Αυτή η προσκόλληση με αυτή την έννοια είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή η αγάπη είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Με άλλα λόγια, γεννιόμαστε για αγάπη. Δηλαδή, μια άλλη λέξη για την προσκόλληση είναι η αγάπη. Όχι μόνο η προσκόλληση ή η αγάπη του παιδιού στους γονείς, αλλά και η προσκόλληση του γονέα προς το παιδί. Οπότε η προσκόλληση είναι αυτή η ορμή που ωθεί/έλκει δυο ανθρώπους να είναι μαζί με σκοπό την φροντίδα. Και αυτή η δύναμη τραβάει τους ανθρώπους να είναι μαζί σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Εδώ χρειάζεται να πούμε ότι από τα βάθη της ανθρώπινης προϊστορίας, που δεν είναι και τόσο μακριά όσο φανταζόμαστε μέσα στα όρια του κοσμικού χρόνου, τα ανθρώπινα όντα δεν έζησαν όπως ζούμε εμείς σήμερα. Στην πραγματικότητα δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ζούσαμε σαν τροφοσυλλέκτες σε μικρές ομάδες 60, 80 ή 200 ανθρώπων που ζούσαν μαζί. Και αυτό σημαίνει πως τα παιδιά ήταν συνέχεια μαζί με ή γύρω από τους γονείς τους. Όχι μόνο δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ παιδιών και γονιών, αλλά και ολόκληρη η ομάδα των ενηλίκων λειτουργούσαν ως γονεϊκές φιγούρες στη ζωή των παιδιών (οι κοινωνικοί γονείς μας που λέει ο Μάρεϊ Μπούκτσιν). Έτσι, το παιδί μεγάλωνε μέσα σε ένα δίκτυο πολύ ασφαλών προσκολλήσεων. Ασφαλές με την έννοια ότι όλοι νοιάζονταν για αυτό. Όταν μελετήσουμε ομάδες τροφοσυλλεκτών θα δούμε ότι μεταφέρουν παντού και πάντα τα παιδιά τους.
Στο Ναϊρόμπι, στην Κένυα, άνοιξε ένα κατάστημα παιδικών ειδών με παιδικά καρότσια κτλ., το οποίο δεν πήγαινε πολύ καλά. Ο δημοσιογράφος ρώτησε τον ιδιοκτήτη πώς και δεν πάνε καλά οι δουλειές σε αυτήν την μεγάλη σύγχρονη πόλη και αυτός απάντησε πως οι άνθρωποι εδώ δεν καταλαβαίνουν γιατί να βάζουν τα παιδιά σε μια μηχανή και να τα σπρώχνουν και να μην τα μεταφέρουν παντού κρατώντας τα πάνω τους. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν είναι σπάνιο στις μέρες μας να δούμε ένα γονιό με το ένα χέρι να σπρώχνει ένα παιδικό καρότσι και με το άλλο χέρι να κάνει scrolling στο κινητό του. Αλλά πιστεύουμε πραγματικά ότι το παιδί στο καρότσι με τους γονείς στο κινητό τους λαμβάνει τις ίδιες πληροφορίες για τον κόσμο με το παιδί που το κρατούν οι γονείς του στην πλάτη ή στην αγκαλιά τους;
Αυτό λοιπόν, το να ζουν οι άνθρωποι σε μικρές ομάδες και τα παιδιά να απολαμβάνουν αυτή τη σταθερή φροντίδα ήταν η ανθρώπινη φύση μας. Πολλές προσκολλήσεις, καθώς πολλοί ενήλικες προστάτευαν και καθοδηγούσαν τα παιδιά, τα παιδιά μεταφέρονταν παντού και επίσης δεν άφηναν τα παιδιά τους να κλάψουν. Και αυτό δεν σημαίνει πως κάπως απαγόρευαν το κλάμα, αυτό δεν μπορεί να απαγορευτεί, αλλά αν έκλαιγαν, τα αγκάλιαζαν αμέσως.
Αντίθετα, στον δυτικό κόσμο, εδώ και δεκαετίες μαθαίνουμε τους γονείς να μην αγκαλιάζουν τα μωρά τους όταν κλαίνε, σαν μια προπόνηση για να μάθουν να κοιμούνται ίσως. Στην πραγματικότητα λέμε στους γονείς να μην πιάνουν τα παιδιά τους όταν κλαίνε τη νύχτα, γιατί θέλουμε τα παιδιά να κοιμούνται τη νύχτα, και αν δεν το κάνουμε τα παιδιά θα κακομάθουν ότι μπορούν να μας ξυπνούν μέσα στη νύχτα και μετά δεν θα μπορούμε να πάμε στη δουλειά το πρωί. Το τέταρτο πράγμα που συνέβαινε σε αυτές τις κοινότητες είναι ότι δεν υπήρχε ο ξυλοδαρμός ως τιμωρία.
Ένα μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στον Καναδά σχετικά με την αλληλεπίδραση των Ευρωπαίων αποίκων με τους ιθαγενείς περιγράφει πως οι Ευρωπαίοι ήταν τρομοκρατημένοι με τις πρακτικές ανατροφής των ιθαγενών, επειδή οι ιθαγενείς δεν χτυπούσαν τα παιδιά τους. Ένας Ιησουίτης γράφει για τους «άγριους» αυτούς στους ανωτέρους του στη Γαλλία: «Τα παιδιά και τα σκυλιά των άγριων αυτών τρέχουν τριγύρω χωρίς να τα φροντίζει κανείς και κυλιούνται μες στα χώματα. Αν υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο δεν θα συνηθίσω ποτέ είναι η αδυναμία των άγριων να τιμωρήσουν τα παιδιά τους. Σε όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω δει έναν άγριο ενήλικα να σηκώνει θυμωμένος το χέρι του ενάντια σε ένα παιδί. Πράγματι, αυτή θα πρέπει να είναι μια από τις πρώτες συμπεριφορές που χρειάζεται να αλλάξουμε». Οι Ευρωπαίοι είχαν μείνει πραγματικά άναυδοι με το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν χτυπούσαν ποτέ τα παιδιά τους.
Ας αναρωτηθούμε τώρα γιατί ένα παιδί κλαίει. Γιατί τα παιδιά δεν έχουν άλλο τρόπο για να ζητήσουν βοήθεια. Το κλάμα είναι σημάδι στρες ή στεναχώριας. Και το στρες εμφανίζεται όταν δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες μας. Οπότε αν ένα παιδί πεινάει, θα κλαίει. Εάν το παιδί νοιώθει άβολα, επειδή η πάνα του είναι βρώμικη και βρεγμένη, θα κλάψει. Εάν χρειάζεται προσκόλληση, επαφή, θα κλάψει. Όταν ικανοποιηθούν οι ανάγκες του, το παιδί ανακουφίζεται και το νευρικό του σύστημα χαλαρώνει. Όταν οι ανάγκες δεν ικανοποιούνται, το παιδί ενοχλείται και οι ορμόνες τους στρες περνούν από ολόκληρο το σώμα στον εγκέφαλο. Οι ορμόνες του στρες, όπως η κορτιζόλη και η αδρεναλίνη, ιδιαίτερα η κορτιζόλη, παρεμβαίνει στην υγιή ανάπτυξη του εγκεφάλου. Που πάει να πει πως όταν δεν παίρνουμε τα παιδιά μας αγκαλιά παρεμβαίνουμε στην ανάπτυξη του εγκεφάλου τους. Προφανώς αυτό δεν χρειαζόταν να το πούμε στους ιθαγενείς, αλλά στη σύγχρονη κοινωνία χρειάζεται να το διδάξουμε.
Συμπερασματικά, στη σύγχρονη κοινωνία αρνούμαστε τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων για υγιή ανάπτυξη από την πρώτη στιγμή της ζωής τους. Συν ότι ζούμε σε μια κοινωνία όπου οι γονείς είναι πολύ αγχωμένοι και όταν οι γονείς είναι αγχωμένοι τα παιδιά είναι και αυτά αγχωμένα. Είναι τόσο απλό. Γιατί τα παιδιά βασίζονται απόλυτα στους γονείς.
Οπότε, οι συμπεριφορές μας δεν έχουν να πουν τίποτα για την ανθρώπινη φύση μας. Οι συμπεριφορές μας λένε πάντα για τις υπαρξιακές μας ανάγκες και το αν αυτές καλύφθηκαν ή όχι. Η φύση μας, κατά κάποιο τρόπο, «γίνεται» κάθε φορά η ανάγκη μας που καλύφθηκε ή όχι.
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε υπαρξιακή ανάγκη για ασφάλεια, κοινωνική αποδοχή, συναισθηματικές συνδέσεις, αυτονομία, ελευθερία, αυτοέκφραση και αξιοπρέπεια. Αυτή είναι η βιολογία της εξέλιξης μας. Και ξέρουμε πια πως είτε πρόκειται για σεξουαλική κακοποίηση, είτε για την παραμέληση ενός παιδιού, είτε για τις επιπτώσεις του ρατσισμού και της ομοφοβίας, είτε για τα φαινόμενα mobbing στο χώρο της εργασίας, στην πραγματικότητα πρόκειται για ανταποκρίσεις στο Τραύμα, δηλαδή για «τραυματικές απαντήσεις» στις ανεκπλήρωτες αυτές υπαρξιακές μας ανάγκες.
Το Τραύμα καταστρέφει ένα μέρος της αξιοπρέπειας μας. Και εύλογα τότε εμφανίζονται οι ενσωματωμένες σε όλους μας στρατηγικές επιβίωσης: η αντίδραση πάλης ή φυγής ή το συναισθηματικό πάγωμα ή η αποστασιοποίηση. Πώς περιμένουμε λοιπόν από έναν τραυματισμένο-συναισθηματικά μουδιασμένο άνθρωπο να αντιδράσει, να βγει από την παθητικοποίηση, όταν έχει ακρωτηριαστεί η αξιοπρέπεια του; Μπορούμε άραγε να φανταστούμε την οδυνηρή εσωτερική σύγκρουση που βιώνει ο ανθρώπινος ψυχισμός, που για να νοιώθει μια κάποια ασφάλεια δεν μπορεί να νοιώθει αξιοπρέπεια; Πώς νοιώθει άραγε ο άνθρωπος που μπορεί να συνδεθεί συγκροτώντας συλλογικότητες, αλλά για να το κάνει πρέπει να εγκαταλείψει την ασφάλεια του ή την αξιοπρέπεια του;
Χρειάζεται πλέον να το πούμε καθαρά, ότι αυτό ακριβώς είναι το Τραύμα που προκαλεί ο καπιταλισμός: μια διαρκής εσωτερική δυσφορία, μια απελπισία που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, επειδή τίποτα δεν έχει συνοχή.
Και το πιο «καταπληκτικό» είναι πως όλοι μας σχεδόν είμαστε πεισμένοι πως ο καπιταλισμός και το Τραύμα είναι εντελώς άσχετα. Η θεραπεία και το πολιτικό πεδίο δεν συναντιούνται πουθενά. «Έτσι ήταν πάντα τα πράγματα ή τώρα είναι πολύ καλύτερα!» θα σου πουν οι αρκετοί, ανενημέρωτοι και οι ίδιοι πως στην πραγματικότητα «μιλάει» το δικό τους τραύμα, κλείνοντας τα μάτια στα δραματικά στοιχεία αύξησης του επιπολασμού μιας σειράς ψυχικών ή ψυχογενών παθήσεων. Έχουμε να κάνουμε πλέον με μια πανδημία ψυχικής νόσου, αλλά αυτό είναι απλά ένα άθροισμα μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων ατομικών περιπτώσεων, που δεν έχει καμία σχέση με την τοξική κουλτούρα του καπιταλισμού!
Όμως το πραγματικά ερώτημα είναι πως ξεμπλέχτηκαν αυτά τα δύο; Πώς στο καλό το κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό σύστημα έφτασε να θεωρείται άσχετο με την ψυχική και σωματική υγεία των ανθρώπων; Πώς ο καπιταλισμός είναι αθώος για το Τραύμα; Και η απάντηση είναι πως και αυτό είναι συνέπεια του καπιταλιστικού Τραύματος, που κατάφερε να «φαίνεται» αόρατο, όπως ακριβώς οι μεγάλες μάζες των αόρατων ανθρώπων που τραυματίζει .
Η μεγαλύτερη «επιτυχία» του καπιταλισμού έγκειται στο ότι κατάφερε να διαχωρίσει το τι συμβαίνει στην ύπαρξη, στο σώμα, στις οικογένειες και στα σπίτια μας με το τι συμβαίνει στον πολιτικό-κοινωνικό χώρο, πείθοντας μας πως αυτά είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους.
Η αλήθεια είναι πως το ένα είναι συνέπεια του άλλου και πως αυτά τα δυο είναι εγγενώς συνδεδεμένα μεταξύ τους, με τον ίδιο τρόπο που ένα άνυδρο, ανήλιο και βραχώδες περιβάλλον είναι καταστροφικό για την ανάπτυξη της ζωής ενός δέντρου! Το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που κυριαρχεί είναι πολλαπλά τραυματικό.
Όπως λέει η Marianne Williamson, υποψήφια πρόεδρος στις ΗΠΑ, «Μεγάλο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας είναι μια παρανόηση. Είμαστε παρα-πληροφορημένοι. Από την πρώτη στιγμή της ζωής μας διδασκόμαστε λανθασμένα τη ζωή και ενστικτωδώς γινόμαστε πιο επιρρεπείς στο φόβο, πιο επιρρεπείς στο θυμό, πιο επιρρεπείς στην άμυνα, σε σημείο που μια φυσική στοργική σκέψη να μας φαίνεται αφύσικη, ώσπου η αφύσικη σκέψη που βασίζεται στο φόβο γίνεται φυσική. Η πολιτική είναι το τέλειο παράδειγμα για αυτό. Το να καταστρέφουν τη γη φαίνεται φυσικό, φυσιολογικό, κανονικό, ενώ η αγάπη, η αλληλεγγύη, η κοντινότητα με τον άλλο, φαίνονται ανόητα και γελοία».
Όπως, επίσης, υποστηρίζει η Staci K. Haines, συγγραφέας του βιβλίου The Politics of Trauma: Somatics, Healing and Social Justice, «Οι βαθύτερες αιτίες του τραύματος, ακόμη και σωματικά, είναι η ανισότητα, τα οικονομικά και κοινωνικά συστήματα που βασίζονται στην κυριαρχία, γιατί ακριβώς τα συστήματα αυτά διατηρούνται μέσω της βίας και της κατάχρησης. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, είναι και όλη η προοπτική κυριαρχίας στη γη, σαν να είμαστε ξέχωροι από τη γη και όχι η ίδια η γη. Και αυτό διαιωνίζεται ιστορικά. Η βασική αιτία του τραύματος, είναι η δουλεία, η αποικιοκρατία και ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Η βαθύτερη αιτία των πολλαπλών τραυμάτων είναι η συστημική καταπίεση».
«Υπάρχει ισχυρή διασύνδεση ανάμεσα στην «φλεγμονή» στο πολιτικό πεδίο και στην φλεγμονή στο σωματικό πεδίο», επισημαίνει η Dr. Rupa Marya, ακτιβίστρια και καθηγήτρια Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας . Οι ρίζες όλου αυτού βρίσκονται στον αποικιοκρατικό καπιταλισμό. Είναι το τραύμα που προκλήθηκε από νοοτροπίες που απαιτούν να διακόψουμε τη σχέση μας με τα πράγματα που μας κρατούν καλά και υγιείς στο ζωή μας, στις σχέσεις μεταξύ μας και στα καθήκοντα μας προς τους άλλους. Το τραύμα είναι φανερό στη γη, στο νερό, είναι έκδηλο σε όλα γύρω μας. Αλλά έχει καταστεί αόρατο. Ό,τι συμβαίνει στο σώμα μας είναι συνέπεια της κοινωνικής αδικίας».
Εισήγηση προς τους μεταπτυχιακούς φοιτητές Παιδοψυχοπαθολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου