Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

«Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη: Ένα μήνυμα ιδιαίτερης επικαιρότητας

Διάλεξη του Ακαδημαϊκού Παύλου Ν. Τζερμιά
στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών – Ίδρυμα Βούρου Ευταξία
 
Το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, στο οποίο θα ανατρέξω σήμερα, γράφτηκε με αξιοθαύμαστη ταχύτητα στην Αντίπολη στη Γαλλία, το 1948. Πρώτη γραφή 7 Ιουλίου ως 7 Σεπτεμβρίου, δεύτερη γραφή Νοέμβριος– Δεκέμβριος εκείνου του χρόνου. Στο έργο του τούτο, ο συγγραφέας και διανοητής προβάλλει με δύναμη το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Είναι κήρυκας δικαιοσύνης. Αυτόν τον τίτλο έδωσα σε κείμενό μου, που δημοσιεύτηκε σε αφιέρωμα στον Καζαντζάκη του περιοδικού «Καινούρια Εποχή» το φθινόπωρο του 1858. Εξήρα εκεί τα ακόλουθα: Μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της πολυσύνθετης προσωπικότητας του Νίκου Καζαντζάκη ξεδιπλώνεται στο μυθιστόρημά του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Στο έργο αυτό, που συνετέλεσε αποφασιστικά στη διεθνή επιβολή του δημιουργού του, ο μεγάλος συγγραφέας γίνεται φλογερός κήρυκας της Δικαιοσύνης. Και ο λόγος του μετατρέπεται -σύμφωνα με την εικόνα του προφήτη Ιερεμία- σε σφυρί που θρυμματίζει βράχους, τους αποτρόπαια σκληρούς βράχους της αδικίας και του φαρισαϊσμού.
O ιστορικός, ελληνιστής και πολιτικός αναλυτής διεθνής φήμης Ακαδημαϊκός
κ. Παύλος Τζερμιάς κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Μουσείο Πόλεως
των Αθηνών - Ίδρυμα Βούρου Ευταξία.
Τιμώντας τη μνήμη του αξέχαστου νεκρού, έγραφα στη συνέχεια, σταματώ ευλαβικά μπροστά σ’ αυτόν τον Καζαντζάκη, τον υπερασπιστή του δίκιου των φτωχών και των αδύναμων. Βέβαια, το κήρυγμα της δικαιοσύνης δεν εξαντλεί το νόημα και το περιεχόμενο μιας τεράστιας δημιουργίας, που απλώνει τις ρίζες της από τον Όμηρο μέχρι τον Δάντη, από τον Χριστό μέχρι τον Βούδα και από τον Μαρξ μέχρι τον Νίτσε. Όμως η στάση του Καζαντζάκη μπροστά στο πρόβλημα του δίκιου και του άδικου αποτελεί ένα θεμελιακό συστατικό στοιχείο της προσφοράς του στην ιστορία του πνεύματος. Και το στοιχείο αυτό αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα σε μιαν εποχή σαν τη δική μας. Ο Καζαντζάκης ήταν καλλιτέχνης και φιλόσοφος συνάμα. Συνταίριαζε τους δύο αυτούς ρόλους με ξεχωριστή αγάπη. Έτσι και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» είναι ταυτόχρονα αισθητική προσφορά και ηθική διδαχή. Όσοι στο μυθιστόρημα τούτο αντικρίζουν μόνον το καλλιτέχνημα, σπάζουν αυθαίρετα την ενότητα μορφής και περιεχομένου, ακρωτηριάζουν το έργο και του παίρνουν την εσωτερική δύναμη. Χρησιμοποίησα στο κείμενο εκείνο της «Καινούριας Εποχής» ενσυνείδητα, εμπρόθετα, τον όρο καλλιτέχνημα, για να τονίσω ακόμη περισσότερο την αισθητική προσφορά, τον καλαίσθητο και επιδέξιο τρόπο δόμησης του μυθιστορήματος. Η λέξη λογοτέχνημα μου φάνηκε κάπως άχρωμη.
Ακολούθησαν κάποιες παρατηρήσεις για το περιεχόμενο του μυθιστορήματος –παρατηρήσεις που κατά τη γνώμη μου είναι και σήμερα πολύ επίκαιρες. Στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» ο Καζαντζάκης μάς έδωσε το κοινωνικό του ευαγγέλιο. Εξωτερικά έπιασε το θέμα της προσφυγιάς, το συνέδεσε με τα πάθη του Χριστού και δημιούργησε ένα μυθιστόρημα με πολλά ηθογραφικά στοιχεία, που τραβούν την προσοχή ιδιαίτερα του ξένου κοινού. Μα, κάτω από την επιφάνεια της συναρπαστικής υπόθεσης κρύβεται το βαθύτερο κίνητρο της δημιουργίας, η καυστική καταδίκη ενός ανάποδου και ηθικά ανερμάτιστου κόσμου, όπου οι κακοί καλοπερνούν και οι καλοί μαρτυρούν. Η δικαιοσύνη είναι για τον Καζαντζάκη αντικειμενικός κανόνας και υποκειμενική αρετή ταυτόχρονα. Ως κανόνας επιβάλλει αναλογικά ίση μεταχείριση όλων: ο καθένας δίνει σύμφωνα με τις ικανότητές του και παίρνει σύμφωνα με τις ανάγκες του. Ως αρετή απαιτεί την υποταγή στον κανόνα, ακόμα και τη θυσία στο βωμό της Δικαιοσύνης.
Με το αποκορύφωμα του έργου, το σταύρωμα του Μανολιού, ο Καζαντζάκης υψώνει τη δικαιοσύνη σε σωκρατική αρετή. Το κοινωνικό πιστεύω του Καζαντζάκη πηγάζει έτσι από μιαν αξιολογική ενατένιση του κόσμου. Την πίστη του σε μια καλύτερη κοινωνία δεν την στηρίζει στην ιστορική αναγκαιότητα, μα στην πραγμάτωση ηθικών αξιών. Μερικοί ονόμασαν την τοποθέτηση του Καζαντζάκη «υπερχριστιανική» (με την έννοια υπέρμετρα χριστιανική). Ωστόσο η κρίση αυτή δείχνει μόνο πόσο απομακρυνθήκαμε από το αρχικό πνεύμα του Χριστιανισμού. Στην πραγματικότητα ο Μανολιός και οι «απόστολοί» του μιλούν τη γλώσσα των πρώτων χριστιανών. Ο Χριστός του Καζαντζάκη είναι ο Χριστός του φλογερού και ρωμαλέου αρχικού Χριστιανισμού, όπως το ξέρουμε από πάμπολλές πηγές.
Η κατάληξη του κειμένου μου στην «Καινούρια Εποχή» είχε ως εξής: Το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» φέρνει τον Καζαντζάκη κοντά στον Λέονχαρντ Ραγκάτς, τον μεγάλο θρησκευτικό φιλόσοφο της Ελβετίας. Μερικές σελίδες του μυθιστορήματος ανταποκρίνονται απόλυτα στη ραγκατσιανή ερμηνεία του Ευαγγελίου. Τολμηρή, ριζοσπαστική και αδυσώπητη είναι η ερμηνεία αυτή. Μα απολυτρωτική και –μ’ όλες τις αντιφάσεις της- οικοδομητική ενός καλύτερου κόσμου. Γιατί ο Καζαντζάκης της έδωσε λογοτεχνική μορφή, δεν αποτελεί, νομίζω, την πιο μικρή προσφορά του μεγάλου δημιουργού.
Ο Leonhard Ragaz (1868-1945), που ανέφερα στο κείμενο της «Καινούριας Εποχής», διετέλεσε από το 1908 έως το 1921 καθηγητής συστηματικής και πρακτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Το 1913 ενετάχθη στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Ελβετίας. Το 1921 άφησε την πανεπιστημιακή διδασκαλία, για να αφιερωθεί εντελώς στην μόρφωση των εργατών σε μια φτωχογειτονιά της Ζυρίχης. Με τη «στράτευσή» του υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης απόκτησε ενός φλογερού υποστηρικτή μιας πολιτικής φιλοσοφίας, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θρησκευτικός σοσιαλισμός ή ακόμα και θρησκευτικός κομμουνισμός. Το θρησκευτικοκοινωνικό όραμα του Ragaz στηριζόταν στο ηθικό δέον και όχι στο μαρξισμό. Βασική πηγή για την κατανόηση της διδασκαλίας του είναι το βιβλίο του για την επί του Όρους ομιλία. Εκεί, υποστηρίζει π.χ. πως το «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» δεν αποδίδει με ακρίβεια τη ρήση του Ιησού. Κατά τον Ragaz, εκείνο το «τω πνεύματι»» προσετέθη αργότερα από κάποιον μεταγενέστερο, στον οποίο δεν άρεσε το αρχικό «μακάριοι οι πτωχοί». Ο Ελβετός θρησκευτικός φιλόσοφος ερμηνεύει την επί του Όρους ομιλία ως κήρυγμα κατά του πλούτου και υπέρ των πτωχών, ως χαρμόσυνο μήνυμα δικαιοσύνης ήδη εδώ στη γη και όχι μόνον «στον ουρανό». Γράφει κατά λέξη: «Αυτή είναι η παγκόσμια επανάσταση του Χριστού».
Ο Καζαντζάκης έζησε στη Ελβετία από τον Οκτώβριο του 1917 έως το τέλος του 1918. Φιλοξενήθηκε στη χώρα των Άλπεων από τον φίλο του Γιάννη Σταυριδάκη, πρόξενο της Ελλάδας στη Ζυρίχη. Από τα διαθέσιμα στοιχεία δεν προκύπτει αν γνώρισε στην Ελβετία τον Ragaz ή αν άκουσε γι’ αυτόν. Ίσως ναι, ίσως όχι. Ίσως όχι, γιατί στην Ελβετία αναζήτησε τότε με μεσσιανική λαχτάρα τα λημέρια του Νίτσε. Αυτός φαίνεται να ήταν ο κύριος στόχος της περιήγησης, που έκανε από τη Ζυρίχη προς πολλές κατευθύνσεις. Παρά την με μεσσιανική λαχτάρα αναζήτηση προπαντός των χναριών του Νίτσε, δεν θα ήταν σωστό εντούτοις να αποκλειστεί εντελώς μια (εξ ακοής τουλάχιστον) «γνωριμία» του Καζαντζάκη με τον Ragaz. Εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη πως ο κοινωνιστικός ριζοσπαστισμός του Ragaz δεν ήταν άσχετος προς το κλίμα που επικρατούσε τότε στην Ελβετία (Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917). Πάντως, αναμφίβολα το μήνυμα του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» είναι ταυτόσημο με εκείνο το σκεπτικό του Ελβετού θρησκευτικού φιλοσόφου για την επί του Όρους ομιλία.. Είναι ένα μήνυμα που ανατρέχει στο αρχικό, αντρίκιο, γεμάτο αυτοθυσία κήρυγμα των πρώτων χριστιανών. Ένα πολύ ριζοσπαστικό μήνυμα που ακριβώς γι’αυτό ξένισε τον συντηρητικό κλασικό φιλόλογο και θρησκειολόγο Karoly (Karl) Kerényi (1897-1973).
Ας ακούσουμε κάποιες πτυχές αυτού του μηνύματος, όπως το εκφράζει ο Καζαντζάκης στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο συγγραφέας βάζει τον παπα-Φώτη να λέει στον αντίποδά του, τον παπα-Γρηγόρη, που διδάσκει, για να δικαιολογήσει την αδικία, πως «ό,τι γίνεται στον κόσμο γίνεται με το θέλημα του Θεού»: «…Παπα-Γρηγόρη, είμαι κι εγώ λειτουργός του Υψίστου, μελετώ κι εγώ τις Γραφές, κρατώ κι εγώ στα χέρια μου το Δισκοπότηρο με το σώμα και το αίμα του Χριστού. Είμαστε, θες δεν θες, ίσοι. Μπορεί να’σαι σύ πλούσιος κι εγώ φτωχός μπορεί να έχεις παχιά λιβάδια να βόσκεις το ποίμνιό σου, κι εγώ, το βλέπεις, δεν έχω πού την κεφαλή κλίναι, όμως, μπροστά στον Θεό είμαστε ίσοι. Μπορεί να ’μαι εγώ και πιο κοντά στον Θεό, γιατί πεινώ» (σελ. 43-44). Και σε άλλο σημείο του μυθιστορήματος λέει πάλι ο παπα-Φώτης: «Τώρα όλα θα τα βάλουμε κάτω… δεν έχει δικό σου και δικό μου, δεν έχει πια φράχτες και κλειδαριές και σεντούκια. Εδώ όλοι θα δουλεύουμε και όλοι θα τρώμε. Καθένας θα δουλεύει ό,τι μπορεί, όσο μπορεί. Άλλος ψαράς στη Βοϊδομάτα, άλλος κυνηγός, άλλος θα δουλεύει τη γης, άλλος θα βόσκει ό,τι ζωντανό μας πέψει ο Θεός. Αδέρφια είμαστε, μαθές, μια φαμίλια είμαστε, έναν πατέρα έχουμε, τον Θεό… Πώς ήσαν οι πρώτοι χριστιανοί;… Βοηθάτε, όλοι μαζί, καινούριο κόσμο να φυτέψουμε!» (σελ. 172-173). Ο Καζαντζάκης βάζει τον Μανολιό να διαβάζει το «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι τη γην» και τον Γιαννακό να ερμηνεύει τη ρήση με τα λόγια: “Aυτό πια είναι ολοφάνερο! Χαρά σ’ εκείνους που ’ναι τραγοί, πάει να πει αγαθοί, μαλακοί, ειρηνικοί. Αυτοί στο τέλος θα νικήσουν, κι η γης ολάκερη θα γίνει δική τους…» (σελ. 175-176). Και λίγο παραπάνω κάτι που μας θυμίζει πάλι τον Ragaz. Tι θα πει «πτωχοί τω πνεύματι;» ρωτάει ο Κωνσταντής. «Όσοι είναι αγράμματοι», σπεύδει να εξηγήσει ο Γιαννακός. Κι ο Μανολιός τον διορθώνει: «Όχι αγράμματοι».
Η δίψα για δικαιοσύνη εκφράζεται συγκλονιστικά και στον ακόλουθο διάλογο ενός παλικαριού με τον παπα-Φώτη: «Θα ξαναρχίσουμε πάλι τα ίδια, γέροντά μου; φώναξε ένα αγριεμένο παλικάρι, μ’ ένα κουρέλι στη μέση, χλομιασμένο από την πείνα. Πάλι τα ίδια, γέροντά μου; Φτου κι απαρχής; Το θυμάσαι καλά, δεν ήταν μονάχα πλούσιοι στο χωριό μας, ήταν και φτωχοί. Εμένα η μάνα μου πέθανε της πείνας την εποχή που το χωριό κολυμπούσε στο λάδι και στο κρασί κι όλοι οι φούρνοι της γειτονιάς ξεφούρνιζαν ψωμί κι η μάνα μου λιγοθυμούσε από τη μυρωδιά!… Πάλι τα ίδια το λοιπόν, γέροντά μου, πάλι πλούσιοι και φτωχοί; Ο παπα-Φώτης κατέβασε το κεφάλι. Κάμποση ώρα έμεινε συλλογισμένος.
-Πέτρο, είπε τέλος, είσαι ντόμπρος και αψύς και μου αρέσεις. Ό,τι ρωτάς συ από μένα, το ρωτώ κι εγώ μέρα νύχτα από τον Θεό και τον παρακαλώ να με φωτίσει. Καινούρια θεμέλια, φωνάζω στον Θεό, θέμε καινούρια θεμέλια, Κύριε, για το καινούριο χωριό μας. Όχι πια αδικίες. Ή όλοι να πεινούν και να κρυώνουν ή όλοι να τρών’ και να ντύνονται. Δεν μπορούμε, Κύριε, να βάλουμε δικαιοσύνη στον κόσμο;» (σελ. 171). Ο παπα-Φώτης μαζεύει στο μυθιστόρημά το λαό του και του λέει: «…Είχαμε να διαλέξουμε -από τη μια μεριά ο θάνατος, από την άλλη ο αγώνας να ζήσουμε. Διαλέξαμε τον αγώνα. Όλοι σύμφωνοι; -Σύμφωνοι, γέροντα. Όλοι! Ρώτησα και τον Βιγλάτορα που στέκεται από πάνω μας, τον καπετάν Ηλία. Σύμφωνος κι αυτός. Ρώτησα και την καρδιά μου. Σύμφωνη κι αυτή. Ό,τι επιχειρούμε σήμερα το επιχειρούμε όχι στα τυφλά, παρά με τα μάτια ανοιχτά, με καθαρό μυαλό, σαν άνθρωποι ελεύτεροι. Θα πάμε να ζητήσουμε το δίκιο μας. Όχι ελεημοσύνη, δικαιοσύνη! Έχουμε στον κάμπο περιβόλια και αμπελοχώραφα, έχουμε ελιές και σπίτια, να μας τα δώσουν! Δε ζητούμε να πατήσουμε ξένα χώματα, ζητούμε να δουλέψουμε τα δικά μας, να ζήσουμε. Όχι στρατός της πείνας – στρατός των αδικημένων που βαρέθηκαν πια ν’ αδικούνται. Δεν θα χτυπήσουμε πρώτοι. Μα, αν χτυπηθούμε, χέρια έχουμε, χέρια μας έδωσε ο Θεός, θα χτυπήσουμε κι εμείς. Τι μπορεί να κάμει, πώς μπορεί να προκόψει η δικαιοσύνη σ’έναν κόσμο άδικο κι άτιμο, αν δεν είναι αρματωμένη; Θ’ αρματώσουμε τη δικαιοσύνη. Πώς αρματώνουν αυτοί την αδικία; Θα δείξουμε σήμερα πως κι αρετή έχει χέρια. Ο Χριστός δεν είναι μονάχα αρνί, είναι και λιοντάρι. Θα ’ρθει σήμερα μαζί μας σα λιοντάρι» (σελ. 423-424).
Για τον Καζαντζάκη τού «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», η γήινη και η θεϊκή δικαιοσύνη συνιστούν μιαν αδιάσπαστη ενότητα. Όλο το μυθιστόρημα διαπνέεται από το αίτημα της ρύθμισης των γήινων πραγμάτων σύμφωνα με τις επιταγές της θείας δικαιοσύνης. Αυτό το μήνυμα δίνει ο Μανολιός, όταν βροντοφωνάζει: «Αλίμονο στο Λυκοβρυσιώτη που τρώει και χορταίνει και δεν συλλογείται τα παιδιά της Σαρακήνας. Κάθε κορμί στην αυλή μας που πεθαίνει της πείνας, κρεμιέται στο λαιμό του καθενός μας και μας βουλιάζει στην πίσσα… Κι έτσι στολισμένοι θα παρουσιαστούμε μεθαύριο στον Κύριο» (σελ. 284). Ο Καζαντζάκης τού «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» απορρίπτει τη «διττή διδασκαλία», δηλαδή τη διάκριση ανάμεσα στη «βασιλεία των ουρανών» και στην επίγεια πραγμάτωσή του. Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο «διττή διδασκαλία» με την έννοια την οποία δίνει στην έκφραση Doppelheit de Belehrung ο Ελβετός θεολόγος Emil Brunner (1881-1966). Στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» ο Καζαντζάκης βάζει τον παπα-Γρηγόρη, που, όπως είπα, δικαιολογεί την αδικία, να λέει τούτα τα απάνθρωπα: «…Άλλη η δικαιοσύνη του Θεού, άλλη των ανθρώπων. Ο Θεός έκαμε τους πλούσιους και τους φτωχούς. Αλίμονο σε όποιον επιχειρήσει να χαλάσει την τάξη. Παραβαίνει το θέλημα του Θεού!» (σελ. 285). Βάζει ωστόσο τον Μανολιό να υποστηρίζει την ενότητα της θείας και της γήινης δικαιοσύνης. Να την υποστηρίζει με απλά, μα συγκλονιστικά στην ανθρωπιά τους λόγια: «Τι θα πει πιστεύω στον άλλο κόσμο; Πως όλες μας οι πράξεις εδώ, στην επίγεια ζωή, θα ζυγιαστούν στον άλλο κόσμο –κι οι κακές θα τιμωρηθούν, οι καλές θα πληρωθούν. Όποιος ελεήσει τους αδελφούς του εδώ στην πρόσκαιρη ζωή, θα πλερωθεί με την αιώνια» (σελ. 283).
Καθώς είχα την ευκαιρία να επισημάνω ήδη, πριν από δεκαετίες, σε σειρά δοκιμίων και άλλων κειμένων μου, το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» τελειώνει με τη δυναμικοπολιτική ήττα των αγωνιστών του δικαίου. Τον Μανολιό τον σκοτώνουν. «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Επιφανειακά έχουμε να κάνουμε με μιαν άφατα θλιβερή κατάληξη. Κι όμως, το ξανασταύρωμα είναι για τον Καζαντζάκη του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» η πεμπτουσία της απάντησης στο θέμα της δικαιοσύνης. Ο αληθινός χριστιανός θα σταυρώνεται και θα ξανασταυρώνεται. Ο πραγματικά δίκαιος θα είναι πάντα έτοιμος να θυσιαστεί για τη δικαιοσύνη. Σ’αυτό το φως ο θάνατος του Μανολιού δεν είναι ήττα. Είναι μια θαυμάσια νίκη. Μια νίκη της αρετής. Κι αυτή η μετάβαση από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό στοιχείο της δικαιοσύνης είναι συνάμα και η ανάβαση από τον ευδαιμονισμό στην αυτοθυσία. Ας σημειωθεί πως τούτη η υπέρβαση του ευδαιμονισμού, τούτη η κατάληξη της αυτοθυσίας, αντίθετα προς το τέλος του μυθιστορήματος, δεν είναι τόσο προφανής στη θαυμάσια ταινία του Jules Dassin τη βασισμένη στο έργο του Καζαντζάκη. Στην ταινία αφήνεται ανοιχτό το θέμα αν οι πρόσφυγες θα μπορέσουν να ριζώσουν στο χωριό τους. Αναφέρω την ταινία του Dassin κι ανατριχιάζω από συγκίνηση. Αναθυμάμαι τα όσα έζησα την πρώτη δεκαετία μετά τον θάνατο του δημιουργού του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ύστερα από παράκλησή της, βοήθησα την αείμνηστη Ελένη Καζαντζάκη στις αξιοθαύμαστες σε ένταση και έκταση προσπάθειές της για τη διάδοση της λογοτεχνικής και γενικότερα πνευματικής κληρονομιάς του συντρόφου της. Ήταν ένας αγώνας μετ’ εμποδίων. Έπρεπε να ξεπεραστούν πολλές δυσκολίες, που οφείλονταν σε άγνοια, παρανοήσεις και στερεότυπα. Στην υπέρβαση των δυσχερειών βοήθησε σημαντικά το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Σε εκδηλώσεις στον γερμανόγλωσσο χώρο (αρκετές φορές με παρούσα την αξέχαστη Ελένη) μιλούσα για το συγκλονιστικό μυθιστόρημα κι ακολουθούσε προβολή του φιλμ του Dassin. Η σύντροφος του Καζαντζάκη ήταν κατασυγκινημένη. Αναφέρω ενδεικτικά μια φράση από γράμμα της: «…Τι χαρά, αγαπητέ φίλε, να ξέρω πως υπάρχουν μερικοί Έλληνες που δεν τον ξεχνούν…». Η φράση αυτή γράφτηκε το 1959, δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Καζαντζάκη. Κι απευθυνόταν στον φευ, όχι πλέον και τόσον νέον, ομιλούντα…
Χρησιμοποίησα προηγουμένως αρκετές φορές την έκφραση: ο Καζαντζάκης του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Κι αυτό γιατί ο Καζαντζάκης υπήρξε ιδεολογικοπολιτικά πολυπρόσωπος. Έχω αναλύσει αυτή την ιδιαιτερότητά του στο βιβλίο μου «Ο “πολιτικός” Νίκος Καζαντζάκης. Αυτός ο άγνωστος διάσημος». Παραπέμπω τους ενδιαφερόμενος σ’ αυτό μου το βιβλίο, γιατί βέβαια δεν μπορώ στο πλαίσιο μιας ομιλίας μου να μπω σε λεπτομέρειες. Περιορίζομαι επιγραμματικά στην επισήμανση πως άλλος ο Καζαντζάκης τής «Οδύσσειας», όπου κυριαρχεί ο πολυσυζητημένος ηρωικός μηδενισμός, κι άλλος ο Καζαντζάκης τού «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Όπως έγραφα ήδη το 1959 στη «Νέα Εστία»», η κατανόηση του έργου του Καζαντζάκη προϋποθέτει τη μεθοδική διείσδυση στην πολυσύνθετη ιδεολογία του. Ήταν δέκτης ποικίλων κοσμοθεωρητικών και βιοθεωρητικών αντιλήψεων ο Καζαντζάκης. Κι αυτό ανταποκρινόταν σε γνήσιες εσωτερικές ανάγκες του. Η διαπίστωση αυτή έχει μεγάλη μεθοδολογική σημασία για την ανάλυση και κριτική αντιμετώπιση της κοινωνικής φιλοσοφίας του. Εδώ ο κίνδυνος της μονόπλευρης ερμηνείας και των σχηματικών απλοποιήσεων είναι σοβαρός, γιατί η δημιουργία του συγγραφέα κλείνει μέσα της στοιχεία διαμετρικά αντιθέτων κοινωνικοφιλοσοφικών θεωριών. Η διονυσιακή ατμόσφαιρα του «Ζορμπά» π.χ. απέχει πολύ από το πνεύμα τού «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Εκεί διακηρύσσεται το δήθεν δίκαιο του ισχυροτέρου, εδώ βροντοφωνάζεται η κοινωνική δικαιοσύνη. Η αντινομία έχει την πηγή της στην πολυθρύλητη και αδιάκοπη πάλη του Καζαντζάκη με ό,τι στη νεανική του διατριβή «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας» αποκαλούσε χάσμα μεταξύ Ηθικής και Φυσιολογίας. Έγραφε εκεί: «Ως τι βαθύτατα, υπό ανθρωπίνην αντίληψιν, ανήθικον και τερατώδες αποκαλύπτεται η Φύσις, σκληρά και μητρυιά διά τους λεπτούς και αδυνάτους, δύναμις τυφλή και αγρία καταστρέφουσα διά να δημιουργήση και δημιουργούσα όπως και πάλιν καταστρέψη».
Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κωστής
Στεφανόπουλος με τον Ακαδημαϊκό κ. Παύλο Τζερμιά.
Μπροστά σ’αυτή τη «δυαδική πηγή των νόμων», όπως την ονόμαζε στη νεανική του διατριβή, ο Καζαντζάκης ταλαντεύθηκε και βασανίστηκε σ’όλη του τη ζωή. Το μυαλό του δίδασκε τη σκληρότητα της φύσης, που κακομεταχειρίζεται τους λεπτούς και τους αδυνάτους. Μα, η καρδιά του τον τραβούσε ακριβώς κοντά σ’αυτούς τους λεπτούς και αδυνάτους. Καθαρά το εξομολογείται τούτο στον «Ζορμπά». Ό,τι ο Καζαντζάκης ονομάζει «δυαδική πηγή των νόμων», δεν είναι –σε τελευταία ανάλυση– παρά η αντίθεση ανάμεσα στο Ον και στο Δέον. Την αντίθεση αυτή την είδε, όπως ο Νίτσε, από τον οποίο επηρεάστηκε πάρα πολύ. Κι όμως. Το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» δείχνει πως στο βάθος της ψυχής του δεν είχε εκλείψει εντελώς εκείνο το ιδανικό της αγάπης και της αδελφοσύνης, που αποτελεί τον αντίποδα της νιτσεϊκής κοινωνικής φιλοσοφίας. Έτσι εξηγείται, γιατί στο μυθιστόρημα αυτό μας χάρισε συγκλονιστικές σελίδες όπου η ίση μεταχείριση όλων των ανθρώπων υψώνεται σε κεντρικό αίτημα κοινωνικής ηθικής. Μ’όλο που στο τέλος του μυθιστορήματος το δίκιο νικιέται, μ’όλο που το Ον νικά το Δέον, μένει και μιλάει στο νου και στη ψυχή μας το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, που στα μάτια του Νίτσε δεν ήταν παρά πρόσχημα επιβολής των αδύνατων και ανίκανων. Στη νεανική του διατριβή ο Καζαντζάκης έγραφε για τον Νίτσε: «Σύστημα στερρώς εχόμενων της λογικής αρμονίας δεν είναι δυνατόν να εξαχθή εκ της διδασκαλίας του». Ό,τι έγραψε για τον Νίτσε, ισχύει για τον ίδιο τον εαυτό του. Όμως το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» περιέχει το σπέρμα μιας γνήσιας αξιολογικής θεώρησης, που οδηγεί τελικά στην οικοδόμηση μιας ανθρωπιστικής κοινωνικής ηθικής.
Ακριβώς για τούτο αυτό το μυθιστόρημα έχει σφραγίσει τη ζωή μου, μ’ έχει συνεπάρει σε κρίσιμες εποχές. Όταν για παράδειγμα τα Χριστούγεννα του 1967, μαύρα Χριστούγεννα, γιατί στην Ελλάδα κυβερνούσε η χούντα, σε μια μεγάλη αίθουσα της Ζυρίχης πάμπολλοι Έλληνες και Ελβετοί τιμούσαμε τη μνήμη του Καζαντζάκη δίνοντας ταυτόχρονα ένα βροντερό αντιδικτατορικό μήνυμα. Μετά τα εισαγωγικά δικά μου λόγια προβλήθηκε η ταινία του Jules Dassin. Κρίσιμη είναι και η τωρινή εποχή. Έτσι το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», που είναι πάντα επίκαιρο, έχει ιδιαίτερη επικαιρότητα. Είναι επίκαιρο όχι μόνο γιατί πλησιάζει το Πάσχα, πλησιάζουν τα Πάθη του Χριστού, είναι προπαντός για τον λόγο επίκαιρο ότι ξανασταυρώνεται ο Χριστός με την ευρύτερη, αλληγορική έννοια. Ξανασταυρώνεται το δίκιο. Ξανασταυρώνεται η δικαιοσύνη. Το διαπιστώνω καθημερινά, μολονότι έχω την τύχη να ζω στην Ελβετία. Το διαπιστώνω καθημερινά, ακριβώς επειδή ζω στην Ελβετία. Γιατί τούτο είναι τύχη και ατυχία συνάμα. Είναι η ατυχία να αντιμετωπίζεις καθημερινά τα φοβερά στερεότυπα που κυκλοφορούν συχνά στο εξωτερικό για την Ελλάδα μας. Τ’ακούς, τα διαβάζεις, και ξέροντας πόσος κόσμος δεινοπαθεί στην πατρίδα σου, καταριέσαι την τύχη, που είναι ατυχία. Όπως γράφω στον πρόλογο του βιβλίου μου «Περιήγηση στην ελληνική φιλοσοφία», συνθέτοντάς το παρακολουθούσα εντατικά και τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Και παρακολουθούσα βέβαια εξίσου εντατικά, και το πώς είδαν την οικονομική κρίση στην Ελλάδα στον μη ελλαδικό κόσμο. Παρακολουθούσα και σπάραζα. Παρακολουθώ και σπαράζω. Παρακολουθούσα και οργιζόμουν. Παρακολουθώ και οργίζομαι.
Οργίζομαι γιατί είχα κι έχω την ακράδαντη πεποίθηση πως ο ελληνικός λαός είναι άξιος καλύτερης μοίρας και καλύτερης εικόνας στο εξωτερικό απ’ αυτή που έχει δημιουργηθεί. Για την κατάσταση αυτή κύριοι υπεύθυνοι είναι, καθώς έχω τονίσει ήδη σε ανύποπτο χρόνο, όσοι σε διεθνή κλίμακα στηρίζουν και προωθούν εκείνον τον ασύδοτο οικονομισμό ο οποίος δημιουργεί αυταπάτες βασισμένες στη συρρίκνωση του καίριου προβλήματος της οικονομίας και κοινωνίας σε χρηματοπιστωτικούς αριθμούς. Σε μια ομιλία μου, που έγινε στις αρχές αυτού του χρόνου στην Ελβετία, και σ’ένα εκτενές κείμενο, το οποίο δημοσιεύτηκε αυτές τις μέρες στο έγκυρο αυστριακό περιοδικό Europaϊsche Rundschau, είχα την ευκαιρία να καταδικάσω έντονα την κατασυκοφάντηση ολόκληρου του πληθυσμού της Ελλάδας ως δήθεν ενός λαού τεμπέληδων, φαύλων, φοροφυγάδων και ανθρώπων δοσμένων σ’ έναν ασύδοτο ευδαιμονισμό. Ξέρω, ξέρω. Υπάρχουν κι αυτοί, όπως υπάρχουν και σ’όλα τα μέρη της γης. Ξέρω, ξέρω. Έγιναν και στην Ελλάδα πάρα πολλά λάθη. Τα έχω καταγράψει σε πάμπολλα κείμενά μου. Μα έχω επικρίνει ταυτόχρονα και τα στερεότυπα για τον Έλληνα, είτε αυτά είναι γεμάτα άκριτη εξιδανίκευση είτε εμπεριέχουν υπεραπλουστευτική απαξιωτική γενίκευση. Σ’ένα ογκώδες εικονογραφημένο γερμανόγλωσσο βιβλίο μου ο τίτλος ενός κεφαλαίου είναι Ο Έλληνας δεν υπάρχει. Υπάρχουν Έλληνες. Κι ο καθένας έχει ευτυχώς την ιδιαιτερότητά του. Λυπούμαι πάρα πολύ, που λέω αυτονόητα πράγματα. Αλλά κι οι κοινοτοπίες χρειάζονται, όταν έχεις ν’ αντιμετωπίσεις στερεότυπα.
Ο Ακαδημαϊκός κ. Παύλος Τζερμιάς με τον
Πρόεδρο του Δ.Σ. του Μουσείου Πόλεως
Αθηνών Ιδρύματος Βούρου Ευταξία
 κ. Αντώνιο Βογιατζή.
Ακούστε ένα από τα πολλά παραδείγματα που θα μπορούσα να αναφέρω. Ένας φιλελεύθερος Ελβετός πολιτικός λέγεται Pascal Broulis. Ζει στη γαλλόφωνη Ελβετία κι είναι εκεί, όπως έδειξαν πρόσφατες εκλογές δημοφιλής. Κάποτε μάλιστα είχε ερωτοτροπήσει με την ιδέα να γίνει μέλος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου, δηλαδή υπουργός της ελβετικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ο Broulis είναι από πατέρα Έλληνας, από μητέρα Ελβετός. Ο πατέρας του είχε μεταναστεύσει από την Ελλάδα στην Ελβετία, για να κερδίσει το ψωμί του ως εργάτης βιομηχανίας. Πέρσι ο Βroulis δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο «L’ impôt heureux», «Ο ευτυχισμένος φόρος». Σ’ αυτό συνηγορεί πολύ σωστά υπέρ ενός δημοσιονομικά υγιούς κράτους, ώστε αυτό να είναι σε θέση να κάνει γερές παροχές στους πολίτες του και να φροντίζει για τους κοινωνικά ασθενείς. Επίσης πολύ σωστά, ο Broulis δράττεται της ευκαιρίας να επικρίνει το γεγονός πως πολύ πλούσιοι στην Ελλάδα φοροδιαφεύγουν. Προσοχή: Ο συγγραφέας του μικρού βιβλίου δεν μιλάει για όλους τους Έλληνες. Μιλάει για πάρα πολλούς πλούσιους Έλληνες. Κι όμως. Μολονότι ο Βroulis δεν αποκάλεσε κάθε Έλληνα υπεραπλουστευτικά και προσβλητικά φοροφυγάδα, σε μια εφημερίδα το βιβλίο του παρουσιάστηκε σε αυτή τη βάση. Ήδη ο τίτλος της βιβλιοπαρουσίασης πήγαινε προς αυτήν την κατεύθυνση. Έλεγε: «Ο Έλληνας που πληρώνει ευχαρίστως φόρους». Κι εννοούσε τον Broulis. Mα προπαντός στο κείμενο της βιβλιοπαρουσίασης το στερεότυπο ήταν εξοργιστικό. Ο δημοσιογράφος «εξηγούσε» την αγάπη του Broulis προς τους φόρους ως εξής: «Πιθανώς ο νεαρός Broulis βύζαξε από την… μητέρα του ελβετικές αρετές σαν την οικονομία και το αίσθημα της κοινωνικής ωφέλειας». Ο συντάκτης του άρθρου με άλλα λόγια προϋπέθετε: Όλοι οι Έλληνες είναι σπάταλοι κι εγωιστές. Όλοι οι Ελβετοί είναι οικονόμοι και υπηρετούν το κοινωνικό όφελος.Καθώς προανέφερα, θα μπορούσα να δώσω και πολλά άλλα παραδείγματα στερεοτυπικών προσεγγίσεων του Έλληνα. Όμως δεν έχει νόημα. Δεν θέλω να σας κουράσω. Ή να σας εξοργίσω. Περιορίζομαι στην επισήμανση πως τα στερεότυπα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αναφερθείσα συρρίκνωση του καίριου κοινωνικου-οικονομικού προβλήματος, το οποίο άλλωστε σε τελευταία ανάλυση δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, σε μια χρηματοπιστωτική θεώρηση. Αυτή κοντά στ’άλλα κλείνει και τα δυο μάτια μπροστά στη νεοελληνική Ιστορία – μιαν Ιστορία γεμάτη δυσκολίες.
Για τούτο τόσο στην ομιλία μου στην Ελβετία όσο και στο κείμενό μου στο αυστριακό περιοδικό θύμισα κάμποσα από τα όσα πέρασε ο ελληνικός λαός στο διάβα του χρόνου. Θύμισα για παράδειγμα τη ναζιστική κατοχή και το δράμα της πείνας στην Αθήνα του χειμώνα 1941/1942 – ένα δράμα που έζησα και προσωπικά. Κι αφού απαρίθμησα σε τηλεγραφικό στιλ τα πάθη του ελληνικού λαού στο διάβα του χρόνου, τόνισα πως η Ελλάδα μου δεν είναι η Ελλάδα των σπεκουλαδόρων. Κι είπα πως αυτοί αναζητούν την Ελλάδα με το ευρώ, ενώ ο Γκαίτε, που δεν την επισκέφθηκε ποτέ, την αναζήτησε με την ψυχή.
Αναφέρθηκα επίσης σε έναν πολύ εύστοχο λόγο του Helmut Schmidt στις 4 Δεκεμβρίου του 2011 στη Γερμανία, όπου ο πεπειραμένος πολιτικός έδειξε μεγάλη κατανόηση για την ανησυχία της ευρωπαϊκής περιφέρειας απέναντι σ’ ένα ισχυρό ευρωπαϊκό κέντρο. Ο Helmut Schmidt είδε και βλέπει ό,τι δεν θέλουν να δούν οι εγκλωβισμένοι στο στενό χρηματοπιστωτικό καλούπι. Η πολυθρύλητη ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν στηρίχθηκε στη σωστή βάση της ανάπτυξης της κοινωνικοοικονομικά αδύναμης περιφέρειας. Για να το πω στη γλώσσα τού «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»: Κυριάρχησε και κυριαρχεί ο παπα-Γρηγόρης κι όχι ο παπα-Φώτης. Και σταυρώνεται ο Μανολιός. Τώρα η περιφέρεια καλείται (διατάσσεται) να πληρώσει τα σπασμένα εν ονόματι ενός τυφλού μπροστά στις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας νομισματοπιστωτικού σκεπτικού. Ζούμε μια δεύτερη «αρπαγή της Ευρώπης». Η πρώτη, η μυθολογική, έγινε από τον Δία. Η δεύτερη, η πραγματική, γίνεται από έναν απάνθρωπο κεφαλαιουχικό μηχανισμό. Και γίνεται και εις βάρος της ίδιας της γενέτειρας της Ευρώπης.
«Είμαστε όλοι Έλληνες», έγραφε το φθινόπωρο του 1821 ο Shelley, ένας από τους φλογερούς εκπροσώπους εκείνου του φιλελληνικού ρεύματος το οποίο σφράγισε σε σημαντικό μέτρο τις διεθνείς πνευματικές διεργασίες κατά τον 19ο αιώνα. Τώρα, ανοίγεις το πρωί τις ξένες εφημερίδες και βλέπεις το ουσιαστικό Έλληνας και το επίθετο ελληνικός να είναι αρνητικά χρωματισμένα. Δηλαδή, ο τόνος είναι συχνά ο ακόλουθος: Εμείς ή αυτοί δεν είναι σαν τους Έλληνες, σ’εμάς ή σ’αυτή τη χώρα δεν επικρατούν ελληνικές συνθήκες. Τελευταία μια γερμανόγλωσση ελβετική εβδομαδιαία εφημερίδα δημοσίευσε ένα επικριτικό για τους γαλλόφωνους Ελβετούς άρθρο. Τους χαρακτήρισε «Έλληνες της Ελβετίας», γιατί, λέει, έχουν δημοσιονομικό χρέος και ζούν εις βάρος των Γερμανοελβετών. Το δημοσίευμα έκανε κρότο. Αλλά μόνο γιατί συνιστούσε μιαν άδικη επίθεση κατά ενός τμήματος του ελβετικού συναινετικού έθνους, το οποίο συντίθεται από διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία. Δυστυχώς όμως δεν έκανε κρότο και για έναν άλλο, επίσης σοβαρό, λόγο: την συλλήβδην απαξίωση των Ελλήνων. Ήδη το 1997 είχα στο βιβλίο μου «Η εικόνα της Ελλάδας στον ξένο κόσμο» επισημάνει την κρίση του παραδοσιακού ουμανισμού (της αναζήτησης της αρχαίας Ελλάδας ως ανθρωπιστικού ιδανικού). Έγραφα κατά λέξη: «Η κρίση αυτή συνιστά σε σημαντικό βαθμό και το βαθύτερο λόγο εκείνων των αρνητικών τοποθετήσεων σε αλλοδαπά ΜΜΕ, οι οποίες προκαλούν συχνά απογοήτευση ή θλίψη ή και κλίμα οργής στην Ελλάδα. Ασφαλώς οι τοποθετήσεις αυτές οφείλονται όχι σπάνια και σε άλλους λόγους.
Αλλά η κρίση του ουμανίσμου υποβόσκει σε σειρά περιπτώσεων. Κι είναι χρήσιμο να έχουν υπόψη τους τόσο η ελληνική κοινή γνώμη όσο κι η ελληνική πολιτική ηγεσία τη σχέση αιτίου και αιτιατού. Πριν από 15 χρόνια τα έγραψα αυτά. Κι από τότε το κλίμα έγινε πολύ χειρότερο. Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έγινε πριν από αιώνες γνωστός με το όνομα El Greco, ο Έλλην. Πως θα αισθανόταν στον σημερινό κόσμο;»
Ο ομιλητής Ακαδημαϊκός κ. Π.Τζερμιάς ο Πρόεδρος του Μουσείου Πόλεως
Αθηνών κ. Αντώνιος Βογιατζής και ο δημοσιογράφος κ. Ελευθέριος Σκιαδάς.
Θα το ξαναπώ: Έγιναν στην Ελλάδα πάμπολλα λάθη. Πάμπολλες κακές πράξεις. Δεν έλειψαν και δεν λείπουν αυτοί, που η πολιτεία τους έδωσε και δίνει λαβή στον απαξιωτικό χρωματισμό της λέξης Έλληνας. Μα, αφού ο λόγος είναι για το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», ας θυμηθούμε το «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω». Δεν υπάρχει φαυλοκρατία και σε άλλες χώρες; Δεν υπάρχουν φορολογικοί παράδεισοι; Δεν γίνονται οικονομικά σκάνδαλα; Δεν πληρώνουν για όλα αυτά τη νύφη, για να μιλήσω και πάλι με τη γλώσσα του Καζαντζάκη, οι φτωχούληδες του Θεού, ο πολύς λαός, ο πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος; Ο στρατευμένος στο ιδανικό της κοινωνικής δικαιοσύνης λογοτέχνης Lion Feuchtwagner (1884-1958), που ο ναζισμός τον έκανε πολύπαθο Οδυσσέα, μας άφησε ένα θαυμάσιο και διδακτικό συνάμα διήγημα με τον τίτλο «Ο Οδυσσέας και οι χοίροι». Στο διήγημα αυτό βάζει τον ομηρικό ήρωα να ξαναπηγαίνει στη χώρα των Φαιάκων. Και να αποκαθιστά λέει, την αλήθεια για το επεισόδιο με τους χοίρους στο νησί της Κίρκης. Όχι, λέει, δεν κατόρθωσε να επαναφέρει τους χοίρους στην ανθρώπινη μορφή τους. Δεν το κατόρθωσε, γιατί οι σύντροφοί του οι γουρουνοποιημένοι δεν το ήθελαν. Μόνον σε μία περίπτωση πέτυχε η ανθρωποποίηση -στην περίπωση του Ελπήνορος, του πιο κουτού από τους συντρόφους. Αλλά κι αυτός φώναζε, μόλις ξανάγινε άνθρωπος: Γιατί δεν με άφηνες στην ησυχία μου, Οδυσσέα; Γιατί ήρθες να μας ξαναβασανίζεις με αναζητήσεις; Ήταν γλυκιά η γουρουνίσια ζωή. Είπε τα λόγια τούτα ο Ελπήνωρ, μπεκρούλιασε, ξάπλωσε στη στέγη του σπιτιού της Κίρκης και αποκοιμήθηκε. Μα, τον ξύπνησαν οι γουρουνοποιημένοι συντρόφοί του κι αυτός στην λαχτάρα του να τους ξαναβρεί, παραπάτησε -μισοκοιμισμένος και μεθυσμένος, όπως ήταν-, έπεσε από τη στέγη και σκοτώθηκε.
Ο μύθος του Fechtwagner είναι μια καυστική σάτιρα της διανοητικής νοθρώτητας, της τεμπέλικης αδιαφορίας μπροστά στο νέο, της απώθησης της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης, που τρέφει την επιστημονική σκέψη και ανοίγει τον δρόμο της προόδου. Ο Οδυσσέας του Fechtwagner προσπάθησε να βγάλει τους συντρόφους του από τη γουρουνίσια ζωή και να τους σπρώξει σε καινούργιες προσπάθειες για το νέο. Δεν τα κατάφερε. Και δυστυχώς απελπίστηκε. Και ο Οδυσσέας του Fechtwagner λοιπόν ένας desperadο, όπως εκείνος του Καζαντζάκη; Όχι. Το διήγημα έχει τον υπότιτλο: Ή η δυσφορία, αν θέλετε, η βαρεμάρα με τον πολιτισμό. Ο μύθος του Fechtwagner δηλοί, πως για την καταπολέμηση της διανοητικής νωθρότητας και την επίτευξη προόδου χρειάζεται αγώνας. Είναι ο αέναος αγώνας για τον άνθρωπο. Η λαχτάρα για τη γνώση με πυξίδα το ηθικό δέον. Η συμβατότητα με την ηθική αποτελεί Conditio sine que non. Όμορφα πάντρεψε ο Dante, τον οποίο λάτρεψε και με τον οποίο ανταγωνίστηκε ο Καζαντζάκης, την conoscenza με την victute. Aκούστε τους στίχους στη μετάφραση του Καζαντζάκη: Σεις δεν πλαστήκατε σα ζα να ζείτε. Μα γνώση κι αρετή να ακολουθάτε! Εκείνο το σα ζα (σαν ζώα) να ζείτε σημαίνει σαν τους χοίρους στο νησί της Κίρκης. Το μήνυμα είναι ιδιαίτερο επίκαιρο σε μιαν εποχή ασύστολου ευδαιμονισμού στο όνομα της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, που συχνά δεν είναι παρά μακντοναλντοποίηση. Σε μιαν εποχή πνευματικής νωθρότητας και ηθικού ωχαδερφισμού, που θυμίζει την αντίσταση των γουρουνοποιημένων συντρόφων του Οδυσσέα στον εξανθρωπισμό τους.
Επιτρέψτε μου να τελειώσω την ομιλία μου με μια προσωπική εξομολόγηση. Είπα, πως το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» έχει σφραγίσει τη ζωή μου. Κι αποτελεί και τώρα την παρηγοριά μου. Παρηγοριά για τα πάθη της Ελλάδας. Και πίστη για έναν καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο, όπου θα επικρατήσει η φωνή των αδικημένων αυτής της γης, των πεινασμένων, που η περιλάλητη παγκοσμιοποίηση δεν είναι ικανή να διαθρέψει. Έναν κόσμο των πραγματικών, όχι των χρηματιστηριακών αξιών. Έναν κόσμο, στον οποίο ο Homo culturalis δεν θα είναι υποταγμένος στον homo economicus ο οποίος δεν θα θέλγεται από τις σειρήνες της εμπορευματοποίησης του πνεύματος που θα αποφεύγει, τόσο τη Σκύλλα της υπεροψίας της οποίας εξουσίας των ισχυρών, όσο και τη Χάρυβδη της αδιαφορίας για τα κοινά. Έναν κόσμο εμποτισμένο από τα θαυμάσια λόγια του Νίκου Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» – λόγια που ο λογοτέχνης βάζει στο στόμα ενός Τούρκου: «Αν ο Μουχαμέτης μας κι ο Χριστός σας έπιναν ρακή και σκουντλούσαν, όπως εμείς οι δύο, καπετάνιο, θα γίνονταν φίλοι γκαρδιακοί, δεν θα’θελε να βγάλει ο ένας τα μάτια του άλλου. Μα δεν έπιναν και κύλησαν τον κόσμο στα αίματα». Έναν κόσμο, όπου το χριστιανικό αγαπάτε αλλήλους θα αγκαλιάζει τις όποιες άλλες θρησκευτικές δοξασίες. Όπου δεν θα συκοφαντούνται ολόκληροι λαοί με ρατσιστικά στερεότυπα. Μιαν ανθρωπότητα, όπου όλοι θα είναι αδέρφια: τα μέλη όλων των εθνοτήτων εικονολάτρες και εικονοπλάστες, πιστοί και αιρετικοί, θεοφοβούμενοι, αγνωστικιστές και άπιστοι. Έναν κόσμο με πάντα έναν στόχο: τον άνθρωπο και την αξία του. Έναν κόσμο, όπου ο Χριστός δεν θα ξανασταυρώνεται πια.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου