Κάθε μέρα περνώ έξω από το ίδιο μπαλκόνι. / πότε οι κουρτίνες κρύβουν ό,τι βρίσκεται πίσω από αυτό, / πότε είναι τραβηγμένες και το βλέμμα μπορεί να δει τα πάντα / – θαρρείς πως κατασκοπεύει
«Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος.
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα.
Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά.
Για ν’ αποκαλύπτουν ορίζοντες.
Για να υπόσχονται το «παραπέρα».
Για να λούζουν στο αληθινό φως τ’ άδεια δωμάτια.
Για να φτιάχνουν σκιές με χρώμα πάνω στους λευκούς τοίχους…»
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα.
Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά.
Για ν’ αποκαλύπτουν ορίζοντες.
Για να υπόσχονται το «παραπέρα».
Για να λούζουν στο αληθινό φως τ’ άδεια δωμάτια.
Για να φτιάχνουν σκιές με χρώμα πάνω στους λευκούς τοίχους…»
(Ο. Ελύτης: [Δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα])
Κάθε μπαλκόνι και μια φωτογραφία / Ένα ανάγλυφο κάδρο που κρέμεται στον τοίχο / Άλλοτε φυλάσσει μέσα του στιγμές με ζωντανά χρώματα και συναισθήματα / Άλλοτε στέκει εκεί αδειανό, άσπρο στο άσπρο. Κενό / Μοναδικός επισκέπτης εκείνος με την τραγιάσκα και τα ψαρά μαλλιά / Τον βλέπω να στέκεται εκεί και να μονολογεί / Μοιάζει να εξιστορεί τη ζωή του στους περαστικούς / Μοιάζει κιόλας να μην τον ακούει κανείς / Ο κόσμος αεικίνητος – εκείνος στέκει σαν σε σταθμό
«[…] σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει […]»
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει […]»
(Γ. Σεφέρης, Τελευταίος σταθμός)
Την τελευταία φορά που πέρασα από το μπαλκόνι, έλειπε / Είπαν πως έφυγε ταξίδι μακρινό / να βρει εκείνη που έχασε σαν ήτανε παιδί / Δεν τον έχω δει εδώ και μήνες / και στέκει το παράθυρο εκεί / αδειανό, άσπρο στο άσπρο / Κενό.
«[…] Στην πλώρη αυτή κατάστρεψα τον ήρεμον εαυτό μου
και σκότωσα την τρυφερή παιδιάτικη ψυχή.
Όμως ποτέ δε μ’ άφησε το επίμονο όνειρό μου
και πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει, όταν αχεί.»
και σκότωσα την τρυφερή παιδιάτικη ψυχή.
Όμως ποτέ δε μ’ άφησε το επίμονο όνειρό μου
και πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει, όταν αχεί.»
(Ν. Καββαδίας, Η πλώρη μας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου