Οι «κοινοί θνητοί» εκπαιδευμένοι να «βλέπουμε» έστω μετρίως αγαθούς προστάτες στους κατόχους ισχύος νιώθουμε την προδοσία και την εγκατάλειψη.
Το 1994, ο Κρίστοφερ Λας, ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς κοινωνιολόγους εξέδωσε το βιβλίο του με τίτλο «Η εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της δημοκρατίας». Στο βιβλίο μεταξύ άλλων σημείωνε: «Στην ενασχόλησή μας με τις λέξεις έχουμε πάψει να βλέπουμε τις σκληρές πραγματικότητες που δεν μπορούν να απαλυνθούν απλώς ωραιοποιώντας την εικόνα που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους». Ο Λας, τόσο στο συγκεκριμένο όσο και στα άλλα βιβλία του έγραφε για καταστάσεις που «φτάνουν» στην Ευρώπη και στην Ελλάδα μερικές δεκαετίες μετά και βεβαίως με τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που συνεπάγεται το γεγονός ότι ζούμε σε συνθήκες 15ετούς κρίσης και εσωτερικής αποικιοποίησης ως κοινωνία και κράτος.
Η βασική αρχή όμως είναι η ίδια: την ώρα που η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, αυτοί που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν «commoners» ή ελληνιστί «κοινούς ανθρώπους» πασχίζουμε να βρούμε τα αναγκαία για ένα απογευματινό χειρουργείο στο πρώην ΕΣΥ ή και για την ουσιαστικώς αναγκαστική νοσηλεία στην ιδιωτική υγεία, την ώρα που στα σούπερ μάρκετ καθημερινώς «παίζονται θρίλερ» και το κράτος γίνεται για τους πολλούς δυνάμει δολοφονικό, το μεγάλο κεφάλαιο, οι διαχειριστές του, οι διαμορφωτές κοινής γνώμης, η πολιτική ελίτ, οι κομπραδόροι, οι προσαρτημένες στους παραπάνω κοινωνικές ομάδες, μπορούν να κερδοσκοπούν ανελέητα εις βάρος μας με τις πλάτες του ίδιου αυτού κράτους. Έχουν τόση ισχύ, ώστε μπορούν να ελέγχουν το σύνολο των θεσμικών λειτουργιών, να επιβάλλουν σε εμάς το μιντιακό τοπίο αποβλάκωσης και χειραγώγησης που θέλουν, τον πλέον χαμηλού επιπέδου «πολιτισμό» και όποτε όλα τα παραπάνω αποτυγχάνουν, μια πολύπτυχη καταστολή, κρατική και παρακρατική. Την ώρα που το μονοπωλιακό κεφάλαιο μαζεύει ολοένα περισσότερο πλούτο, ένας στους τέσσερις Έλληνες αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της φτώχειας, ενώ ο πραγματικός μισθός έχει χάσει πάνω από 30% της αξίας του ως προς το 2009.
Αντίστοιχες καταστάσεις, αλλού λιγότερο έντονες και αλλού περισσότερο, λαμβάνουν χώρα στις περισσότερες κοινωνίες, ιδίως της «Δύσης»: όσο οι υπερ-πλούσιοι κυνηγούν τον δι-ανθρωπισμό και τον μετα-ανθρωπισμό, την ψηφιακή αθανασία και χτίζουν τα υπερπολυτελή καταφύγιά τους σε απομακρυσμένα νησιά, οι «κοινοί θνητοί» παλεύουν να επιβιώσουν κάνοντας μία, δύο και τρεις δουλειές.
Από την αρχαιότητα ακόμα γνωρίζουμε ότι δημοκρατία με τέτοιες ανισότητες δεν μπορεί να υπάρξει. Ο πλούτος που μαζεύεται σε τόσα λίγα χέρια συνεπάγεται αντίστοιχη συσσώρευση εξουσίας. Το πρόβλημα όμως δεν σταματάει εκεί: οι διευρυνόμενες ανισότητες συνεπάγονται έναν δημόσιο λόγο προσαρμοσμένο είτε στα ενδιαφέροντα του συστήματος εξουσίας είτε σε όσα το τελευταίο απαιτεί από τους τους «κοινούς θνητούς», με τον τρόπο που αυτό θέλει να τα συζητούν, ώστε να συνεχίζουν να ηγεμονεύονται από αυτό. Η πολιτική, ελεγμένη από το μαύρο χρήμα το οποίο διακινεί το σύστημα εξουσίας, καθίσταται το πεδίο προβολής όχι των αγωνιών των πολλών (έστω και αν ηττώνται σε αυτό) αλλά των αγωνιών που οι λίγοι θέλουν να έχουν οι πολλοί. Αυτή η συνθήκη εξορίζει τους πολλούς από την πολιτική και ταυτοχρόνως τους γεμίζει με οργή. Με οργή την οποία είτε καταπιέζουν και εσωτερικεύουν οι ίδιοι, είτε την καταστέλλει το σύστημα εξουσίας, όποτε αποπειρώνται να την εξωτερικεύσουν προς τα «πάνω».
Η διάχυτη οργή όμως, η οποία δεν εκδηλώνεται δημιουργικώς-επαναστατικώς, δεν εξαφανίζεται αλλά μετασχηματίζεται σε ένα γενικευμένο «κοινωνικό δηλητήριο». Αυτό το «δηλητήριο» προς τους «πάνω», όταν δεν μπορεί να εκδηλωθεί με τρόπο σημαντικό, λόγω ανισότητας ισχύος, εκδηλώνεται προς τους «δίπλα» και προς τους «πιο κάτω».
Οι «κοινοί θνητοί» εκπαιδευμένοι να αναμένουμε ή να «βλέπουμε» έστω μετρίως αγαθούς προστάτες στους κατόχους ισχύος ή και τους θεσμούς νιώθουμε την προδοσία και την εγκατάλειψη. Συμπεριφερόμαστε σαν πληγωμένα παιδιά που ξεσπούν με έναν τυφλό τρόπο (και ως εκ τούτου αναποτελεσματικό) όσο μας λείπουν τα μέσα διεισδυτικής ανάλυσης και αποτελεσματικής δράσης: το κόμμα «νέου τύπου», οι πολιτιστικοί οργανισμοί, τα συνδικάτα, οι ενώσεις, με μετασχηματιστικό-επαναστατικό ρόλο. Δίπλα σε αυτά, η γιγάντωση και ερημοποίηση ως προς την οικειότητα των μεγάλων αστικών κέντρων (στα καθ’ ημάς η Αθήνα και τμήματα της Θεσσαλονίκης) αποτελειώνουν τη δουλειά του ξεριζώματος των λαϊκών στοιχείων και στρωμάτων, με αποτέλεσμα τη λουμπενοποίηση.
Ο ίδιος ο στενός πυρήνας της πολιτικής διαδικασίας πείθει ότι οι πολλοί δεν επιτρέπεται να διαδραματίσουν κανέναν ουσιαστικό ρόλο: ποτέ δε ζητήθηκε η γνώμη του λαού πριν την υπογραφή μνημονίου, πλην μίας φοράς οπότε και η απόφαση του λαού ακυρώθηκε. Ποτέ δε ρωτήθηκε η γνώμη του για την εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια. Ποτέ για θέματα κοινωνικών δικαιωμάτων (από τις περικοπές των συντάξεων έως το θέμα του γάμου). Ποτέ για τη διαχείριση της πανδημίας. Οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται μεν με τυπικώς κοινοβουλευτικό τρόπο αλλά πάντα από πλειοψηφίες βουλευτικές οι οποίες έχουν διαμορφωθεί σε άλλο χρόνο και με άλλα επίδικα ή υποσχέσεις. Ταυτοχρόνως, τα λαϊκά στρώματα πιέζονται να δεχτούν ως μείζονα, ζητήματα που δεν τα απασχολούν σε τέτοιο βαθμό, με βάση κώδικες και κατευθύνσεις τις οποίες δεν ασπάζονται ή και δεν κατανοούν. Έχουμε λοιπόν σωρευτικώς, ανισότητες, φτωχοποίηση, εγκατάλειψη, αποξένωση, προδοσία, απώλεια συνεκτικής ταυτότητας εκπορευόμενης από τους υλικούς όρους παραγωγής, ανοίκειους κώδικες επικοινωνίας. Αυτή η κατάσταση φυσικά εκφράζεται πρώτα εναντίον των κομμάτων τα οποία υποτίθεται ότι θεμελιώνονται στα παραπάνω στρώματα και κατόπιν συνολικώς στην πολιτική διαδικασία. Αν το δούμε με όρους ελληνικής πραγματικότητας, πρώτα απαξιώθηκε το ΠΑΣΟΚ, μετά ο ΣΥΡΙΖΑ και έπειτα η δημοκρατική διαδικασία. Πρώτα η πολιτική (ως έννοια και ως βιωνόμενη πραγματικότητα), έπειτα οι θεσμοί και τέλος σε επικίνδυνο βαθμό η ίδια η επιστήμη.
Πρόκειται για ένα κενό και όχι για μια τάση προς την ακροδεξιά, όπως πολλοί υποστηρίζουν. Πρόκειται για ένα κενό το οποίο επιφανειακώς και πρόσκαιρα γεμίζει όποιος προσφέρει γεγονότα (και τέτοια για διαφόρους λόγους προσφέρουν ορισμένα δεξιά κόμματα). Πρόκειται επίσης για το κενό το οποίο επίσης προσπαθούν μάταια να καλύψουν οι φορείς του «μαγικού λόγου»: Επειδή δε μας νοιάζει ούτε προσπαθούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα, να την ονομάσουμε αλλιώς.
Το κενό όμως δε γεμίζει έτσι. Το κενό μπορεί να γεμίσει μόνο με ατομική και συλλογική, διανοητική δουλειά και πολιτική δράση σε μαζική κλίμακα. Υπ’ αυτήν την έννοια, θα έλεγε κανείς ότι χρειαζόμαστε ένα νέο ηρωικό παράδειγμα. Όχι την υποκατάσταση της οργανωμένης κοινωνίας, αλλά το πειστικό και βιωμένο παράδειγμα μιας ομάδας ανθρώπων, το οποίο θα δείξει ότι η πολιτική και η ζωή μπορούν να «γίνουν» αλλιώς και σε σύγκρουση με το πρότυπο το οποίο εμπεδώνει το σύστημα εξουσίας. Ένα παράδειγμα μέσα από τους «κοινούς θνητούς» το οποίο θα εκφράζει τις δικές τους ανάγκες και τους δικούς τους κώδικες στην καλύτερη εκδοχή τους, αντί εκείνων του συστήματος εξουσίας. Χρειαζόμαστε τις δυνάμεις εκείνες που θα βοηθήσουν να δούμε πιο καθαρά και να δράσουμε πιο τολμηρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου