-Λάλα το Χρήστο, λάλα το μες στ’ αυτί σε λέω. You know, ίσα μέσα στο μυαλό να πάει, να τ’ ακούσουν κι οι πεθαμένοι. Εμ’ τι θαρρείς, εδώ μέσα στη γκλάβα μου κοιμούνται όλοι. Λάλα το να ξυπνήσουν, να καταλάβουν πως ήρθα ξανά στο πανηγύρι. Να με καλωσορίσουν, να σφάξουν τ’ αρνιά, να στρώσουν τα τραπέζια, κουρμπάνι να γενεί και φέτος. Λάλα το Χρήστο μ’, να πάρε κι αυτό το εκατοδόλαρο. Χαλάλι σου μπρε, τέτοιο παίξιμο κανένας. Nobody σε λέω. Να το ζηλεύουν τα πουλιά, ο πάνω κι ο κάτω κόσμος. Σαν τ’ ανοιξιάτικα αηδόνια στον νόχτο κελαηδάει το κλαρίνο σου. Άι μωρέ Χρήστο, τι να με κάνουν κι οι μπάντες στο Σικάγο, εγώ τη Greek jazz λαχταράω. Έτσι τη λέει ο κανακάρης μου. Okey, καλές κι αυτές οι μουσικές, αλλά μόνο με το κλαρίνο πεταρίζει η καρδιά μου. Τι να καταλάβει όμως το παιδί; Εκεί στο Αμέρικα γεννήθηκε, από μάνα Ιρλανδέζα. Γιατί Ιρλανδέζα; Οχού, τι με ρωτάς τώρα; Από πού ν’ αρχίσω; Σαν δε μου δώκαν την Ευθαλία, you know, φτωχός, ούτε στον ήλιο μοίρα που λένε, poor, very poor και με πατέρα αντάρτη, έφτιαξα τα χαρτιά κι έφυγα με το βαπόρι. Ένα μήνα ταξίδι Χρήστο μ’, ξέρασα τα σωθικά μου στη θάλασσα. Είπα εκεί θα με θάψουν, θα με ρίξουν στον Ατλάντικ να με φάνε τα ψάρια, μα γλύτωσα.
Δύσκολα στην αρχή, δεν έμεινε μαξιλάρι για μαξιλάρι που να μην το μουσκέψω. Μέχρι και το τελευταίο, το πουπουλένιο που μου έκανε δώρο στην αλλαγή του χρόνου η Shannon, έτσι τη λένε την κυρά, κι αυτό γρήγορα το χάλασα.
Δύο φορές μόνο την έφερα την Ιρλανδέζα στα χώματά μας. Την περπάτησα στο βουνό να δει τα δέντρα μας, να ξεδιψάσει στα πηγάδια, στην ποταμιά να βρέξει τα πόδια της με καθαρό νερό. Στα ξωκλήσια την πήγα ν’ ανάψουμε τα καντήλια, στα μνήματα να δει τις ρίζες μου. Να, της είπα, μέσα στις πέτρες έστρωσαν και κοιμούνται όλοι. Μόνο αρκούδες και αλεπούδες περνούν από δω, αυτές είναι η συντροφιά τους.
Beautiful land, amazing views but poor, very poor village, Stergios, έλεγε και ξανάλεγε η Σάνον. Και να σκεφτείς, δεν είχε δει ούτε είχε ακούσει πώς ζούσαμε πριν τον πόλεμο. Λίγα πράγματα της είχα πει. Ήθελα και γω να ξεχάσω πολλά. Εκείνη πάλι, και τις δυο φορές που ήρθε, σκάλιζε όσα είχαν απομείνει στο πατρικό μου κι όλο ερωτήσεις έκανε. Βρήκε στο ράφι, δίπλα στο σβησμένο τζάκι, τη φωτογραφία που είχαμε βγάλει με τον δάσκαλό μας έξω απ’ το σχολείο. Δες, της είπα, σαράντα δύο παιδιά, όλα ξυπόλυτα. Κουρέλια τα ρούχα μας κι εγώ να κρατάω το χέρι της Ευθαλίτσας. Φτώχεια καταραμένη, Χρήστο. Έτσι γέμισε η Αμερική από δικούς μας. Χίλια βαπόρια φορτωμένα φτώχεια και πόλεμο.
Άστα τώρα, τι να σου μολογάω. Θαμμένη από χρόνια κι η Ευθαλίτσα, στον λόφο που βλέπεις αντίκρυ στο χοροστάσι μας. Αχ, δε χόρευε το κορίτσι μου, πετούσε. Σαν λαφίνα περνούσε απ’ το σοκάκι μας, κοιτούσε την πόρτα μας κι αναστέναζε. Μα δεν μου την έδωκαν. Σάμπως κι αυτός που της έδωκαν ήταν πιο πλούσιος; Τρεις κατσίκες παραπάνω από μας. Πάνω στην τρίτη γέννα η Φθαλίτσα πέθανε. Απόμειναν τα έρμα ορφανά. Τι έφταιγαν; Poor, very poor, Χρήστο. Εγώ είχα φτιαχτεί οικονομικά. Τρεις ντάινες* έχω στο Σικάγο. Έστελνα το τσέκι χωριστά στη μάνα, να τα ταΐζει τα ορφανά κρυφά απ’ όλους. Το κατάλαβε η Σάνον, έλειπαν τα λεφτά, μα δεν είπε κουβέντα. Καλή γυναίκα, διακριτική. Γι’ αυτό πήρα την ξένη. Και για να μη μου θυμίζει καμία τη Φθαλίτσα, καμία να μη χορεύει σαν κι αυτήν, να μη μιλάει τη γλώσσα μας. Κατάλαβες τώρα γιατί δεν γύρισα να πάρω κορίτσι από τον τόπο μας; Έκανα τάμα όμως, κάθε Ιούλη να ’ρχομαι στο πανηγύρι της Αγιά Παρασκευής, μόνος μου, χωρίς την κυρά και τον μοναχογιό. Καλοί κι οι δυο τους, δε λέω, nice people, very nice, με νοιάζονται, but you know Χρήστο, τι να καταλάβουν από Greek jazz;
Γι’ αυτό σου λέω, εγώ να χορεύω και συ να το λαλάς το όργανο μέσα στ’ αυτί μου. Να μου μιλούν οι πεθαμένοι με το κλαρίνο σου. Ξέρεις τι είναι να σου μιλούν οι πεθαμένοι; Πες μου βρε Χρήστο, δε μπορεί, τους ακούς και συ όταν το λαλάς. Μέσα στο κεφάλι μου πάνε κι έρχονται. Και τραγουδούν, τους ακούω. Την Ευθαλίτσα τη βλέπω κιόλας. Σέρνει πρώτη τον χορό, κουνάει με το λιανό χεράκι της το κεντημένο μαντίλι. Με αυτό με χαιρέτησε όταν έφυγα για το Αμέρικα. Τη θυμάμαι, φορούσε κόκκινο φουστάνι όλο τρύπες στον ποδόγυρο και με κοιτούσε αμίλητη μαζί με τις άλλες γυναίκες κάτω από το κλαψόδεντρο, εκεί που αποχαιρετούσαν όσους περνούσαν το πετρογέφυρο και έφευγαν για πάντα. Έβαλε μόνο το μαντίλι μες στην τσέπη, στο σακάκι μου. Δεν είχε τίποτα άλλο να μου δώσει. Είχαν τόση λύπη τα μάτια της που είπα, πάει, θα μαραθεί απ’ τα δάκρυα το δέντρο. Λύγισαν τα γόνατά μου, ήθελα να γυρίσω πίσω.
Και θα το ’κανα, αν η μάνα μου δεν με στέριωνε ξανά. Έριξε στα πόδια μου την κανάτα με το νερό. Στο καλό γυιόκα μου, φώναξε, δεν έχει ζωή εδώ, χαΐρι δεν έχει ο τόπος, τράβα για να χορτάσεις το ψωμί.
Και χόρτασα. Και έστελνα σε όλους. Μα η ψυχή, άι πες μου βρε Χρήστο, αυτή χορταίνει ποτέ;
Γι’ αυτό σου λέω, you know, λάλα το, μη σταματάς καθόλου. Σκύψε μωρ’ αδερφέ, να σε δωρίσω κι άλλο ένα πενηνταδόλαρο, χαλάλι σου. Μάζεψε το κορμί μου τόσα χρόνια εκεί στη ντάινα, σκύψε και δε σε φτάνω. Μα αυτή δίπλα σου, με το άσπρο το φουστάνι, ποια είναι; Φθαλίτσα ήρθες;
-Βρε τι έπαθα η άτυχη. Δεν είναι εφημερία αυτή, πανηγύρι είναι. Κύριε Στέργιο, σας παρακαλώ, μην κουνιέστε, θα φύγει η πεταλούδα από τη φλέβα σας. Με τόσο κόπο την έβαλα. Ένα επεισόδιο είχατε αλλά το ελέγχουμε. Γιατί μου δείχνετε το αυτί; Πονάτε; Την παλάμη σας γιατί την κολλάτε στο μέτωπό μου; Τι θέλετε να μου πείτε; Ποιους φωνάζετε; Γεωργία με λένε, η νοσοκόμα είμαι. Στο νοσοκομείο είστε. Σας έφεραν τρεις άντρες από το πανηγύρι της Αγιά Παρασκευής. Χορέψατε πολύ φαίνεται, κουράστηκε η καρδιά. Της Ευθαλίας οι γιοι μας είπαν πως είναι, ξέρετε εσείς, και να σας προσέξουμε.
Σας παρακαλώ, κύριε Στέργιο, μην το κουνάτε το χέρι σας σαν να κρατάτε μαντίλι. Σχόλασε το πανηγύρι. Do you understand me?
Αθηνά Παπανικολάου 25/6/24
*ντάινα: το εστιατόριο στο ιδίωμα των Ελληνοαμερικανών, από τη λέξη dinner
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου