του Γιώργου Λακόπουλου
Το συμπέρασμα των συμπερασμάτων από τις ευρωεκλογές: Υπάρχει αναντιστοιχία συσχετισμών ανάμεσα στη Βουλή και στην κοινωνία. Αυτό αποκαλύπτει και ταυτόχρονα αναπαράγει και επιτείνει δυο κρίσεις: Κρίση αντιπροσώπευσης και κρίσης εμπιστοσύνης.
Αν αξιολογήσουμε τη σχέση των επικεφαλής των κομμάτων της πρώτης τριάδας, προκύπτει ότι δεν αποτελούν επιλογή του εκλογικού σώματος ψηφισάντων και μη ψηφισάντων. Οι δύο το γνωρίζουν από τις κάλπες του 2023. Ο Μητσοτάκης το γεύεται τώρα.
Γνήσια υποσύνολα αυτών των διαπιστώσεων είναι οι – διαφορετικού βαθμού – αναταράξεις στα τρία κόμματα. Εύλογο: Οι ηγεσίες τους απέτυχαν στους στόχους που οι ίδιες έθεσαν. Οι διεργασίες αμφισβήτησης των επικεφαλής κορυφώνονται με κλιμακώσεις που διαφέρουν, ανάλογα με την κατανομή των ψηφοφόρων που έφτασαν ως την κάλπη. Τη γνώμη των υπολοίπων κανείς δεν μπορεί να εικάζει, να την ερμηνεύει ή να προεξοφλεί.
Στη Ν.Δ., ο πρωθυπουργός μετέφερε τη ευθύνη σε «ακάλυπτους» υπουργούς: Τους αντικατέστησε ως αποτυχόντες με άλλους που σε προγενέστερη φάση είχε αντικαταστήσει ως αποτυχόντες. Δεν έχει, όμως, διάθεση να αντικαταστήσει και αυτό που πραγματικά απέτυχε: Την πολιτική του. Διαφορετικά, στη θέση της – ατυχούς επιλογής – Δόμνας, θα πήγαινε η Άννα Ευθυμίου, που έχει συνάφεια με το χαρτοφυλάκιο και όχι η – εκπρόσωπος της αθηναϊκής ελίτ – Νίκη Κεραμέως..
Στον ΣΥΡΙΖΑ, ο – εξωκοινοβουλευτικός – Στέφανος Κασσελάκης, ωσάν το κόμμα του, να θριάμβευσε. Απορρίπτει την προοπτική σύμπτυξης όμορων δυνάμεων σε ενιαίο πολιτικό φορέα, αλλά προεξοφλεί ότι θα είναι υποψήφιος για την ηγεσία του, αν υπάρξει. Σαν να λέει: Να μαζευτείτε, να κερδίσω.
Στο ΠΑΣΟΚ, η κρίση παίρνει δραματικά χαρακτηριστικά. Το επιχείρημα Νίκου Ανδρουλάκη «αύξησα το ποσοστό», ακυρώνεται από τη μείωση των ψήφων. Χάνοντας το μομέντουμ της πρωτοβουλίας – προτού εκδηλωθεί ένα οιονει προνουτσιαμέντο απέναντί του – οδηγείται σε μια εσωκομματική διαδικασία, με τον χρόνο να δουλεύει εναντίον του. Ας μην κρύβονται στο ΠΑΣΟΚ: Δεν τον αμφισβητούν τώρα, τον αμφισβητούσαν από καιρό. Και από αυτή την άποψη το πραγματικό ερώτημα: Γιατί δεν τον θέλουν; Αφού πράγματι το κόμμα επί των ημερών του αύξησε την εκλογική επιρροή και στις ευρωεκλογές ενίσχυσε τα ποσοστά του, για ποιον λόγο τόσοι πολλοί θέλουν να διώξουν τον επικεφαλής του;
Πρώτα έστειλε μήνυμα η κομματική βάση, ακυρώνοντας την παρασκηνιακή καμπάνια Ανδρουλάκη να εκλέξει ευρωβουλευτή τον γραμματέα του κόμματος και φίλο του. Πρακτικά αυτό κατέρριψε τον μύθο για οργανωτική υπεροχή από τη «σέχτα της Θράκης» ,που περιστοιχίζει τον Ανδρουλάκη.
Στη συνέχεια όλες οι φυλές – Παπανδρεικοί, Γεννηματικοί, «εγω ΠΑΣΟΚ είμαι» κλπ. – στράφηκαν εναντίον του. Οι λόγοι πλανώνται από πολύ καιρό στον αέρα. Πρώτος: ο Ανδρουλάκης δεν είναι ηγετικός, δεν έχει πολιτικά προσόντα, δεν είναι ρήτορας, συμπεριφέρεσαι αυταρχικά, πάσχει από μικρομεγαλισμό – μέχρι και παρατσούκλι τον συνοδεύει. Δεύτερος: μένει μετέωρη η απάντηση στο διπλό ερώτημα γιατί ο Μητσοτάκης τον παρακολουθούσε επί τρεις μήνες, όταν ήταν ευρωβουλευτής, και σε ποιων τα χέρια βρίσκεται το προϊόν της παρακολούθησης;
Άλλοι λόγοι δεν χρειάζονται. Ακόμη και ενδεχόμενη επικράτησή του, οδηγεί σε διάσπαση. Ποιος μένει σε ένα κόμμα με αρχηγό κάποιον που δείχνει ως ανεπαρκής; Σε αυτές τις περιπτώσεις οι αρχηγοί που σέβονται τον εαυτό τους, έχουν μόνο μία επιλογή: Αποχώρηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου