Καθώς βλέπω τους φοιτητές να κρατούν τη σημαία της Παλαιστίνης στα αμερικανικά πανεπιστήμια, τους πάνοπλους μπάτσους να χτυπούν, τα γεράκια της Γουόλ Στρητ να απειλούν με ισόβια ανεργία, ακούω ξανά τον Γκίνσμπεργκ να απαγγέλει το «Ουρλιαχτό»:
«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου, / χαλασμένα από την τρέλα, / λιμασμένα υστερικά γυμνά, / να σέρνονται μέσα στους μαύρους δρόμους την αυγή / γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση, / φτωχοί και κουρελήδες με βαθουλωμένα μάτια, / που φτιαγμένοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας / στο υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων, / αρμενίζοντας πάνω από τις κορφές των πόλεων / αφοσιωμένοι στη τζαζ, / άνοιγαν το μυαλό τους στα Ουράνια / κάτω απ’ τον εναέριο σιδηρόδρομο / και βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους / τρεκλίζοντας φωτισμένοι / σε ταράτσες λαϊκών πολυκατοικιών / Αποβλήθηκαν απ’ τις ακαδημίες / γιατί ήταν λέει τρελοί / κι εξέδιδαν άσεμνες ωδές / στα παράθυρα της νεκροκεφαλής / τρέμανε σ’ αξύριστα δωμάτια με τα εσώρουχα, / καίγοντας τα λεφτά τους σε καλάθια αχρήστων / και στήνοντας αυτί / στον Τρόμο μέσα απ’ τον τοίχο / μπουρδολογώντας ουρλιάζοντας / ξερνοβολώντας ψιθυρίζοντας γεγονότα και μνήμες / κι ανέκδοτα και πλάκες που σπάσανε / και σοκ νοσοκομείων και φυλακών / και πολέμων, ολόκληρες διάνοιες / που ξεράστηκαν αναπολώντας με απόλυτη ακρίβεια / επτά μέρες και νύχτες / με μάτια που άστραφταν, / κρέας για τη Συναγωγή / πεταμένο στο πεζοδρόμιο / Έκαναν τρύπες από τσιγάρα στα μπράτσα τους / διαμαρτυρόμενοι για την ναρκωτική καταχνιά του ταμπάκου, / του καπιταλισμού, / έσπασαν κλαίγοντας / σε λευκά γυμναστήρια / γυμνοί και τρέμοντας / μπροστά στις μηχανές άλλων σκελετών, / βήχανε στον έκτο όροφο / στεφανωμένοι με φλόγα / κάτω από τον φυματικό ουρανό / πλαισιωμένοι από πορτοκαλιά σαράβαλα θεολογίας / μαγείρεψαν σάπια ζωα, / πλεμόνια, καρδιές, πόδια, ουρές / κάνοντας όνειρα για το αγνό βασίλειο των φυτών / ορνιθοσκαλίζανε όλη νύχτα / ροκεντρολλάροντας ανυπέρβλητες επωδές / που στο κίτρινο πρωινό / ήταν στροφές ασυναρτησιών / χωθήκανε κάτω από φορτηγά ψυγεία κρεάτων / ψάχνοντας για ένα αυγό, / πέταξαν τα ρολόγια τους απ’ την ταράτσα / για να ρίξουν την ψήφο τους / υπέρ της Αιωνιότητας έξω απ’ τον Χρόνο, / και ξυπνητήρια πέφταν κάθε μέρα στα κεφάλια τους, / καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία, / κόψανε τις φλέβες τους / τρεις φορές συνέχεια ανεπιτυχώς / το πήρανε απόφαση / και αναγκάστηκαν ν’ ανοίξουν μαγαζιά με αντίκες / όπου νιώθαν πως γερνούν και κλαίγανε / και γύρισαν μετά από χρόνια στ’ αλήθεια φαλακροί / αλλά με ματωμένο το κεφάλι / και τα δάκρυα και τα δάχτυλα, / σ’ ολοφάνερη καταδίκη της τρέλας / των θαλάμων των τρελοπόλεων / λογομαχώντας σε βρωμερά δωμάτια / με τους αντίλαλους της ψυχής, / χορεύοντας ροκ στις μεσονύχτιες / παντέρημες εκτάσεις της αγάπης, / ένα όνειρο ζωής ένας βραχνάς / κορμιά που γινήκαν πέτρα / βαρειά σαν το φεγγάρι»
Το «Ουρλιαχτό» (Howl) του Γκίνσμπεργκ ήταν ένα ξέσπασμα εναντίον του πολέμου, εναντίον του καταναλωτισμού, ήταν μια κραυγή και ένα κλάμα, μία φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ένα σπάραγμα στις παρυφές της κοινωνίας, όπου εναλλάσσονται η απελπισία και το χιούμορ, η καυστική σάτιρα και η οπτασιακή έκσταση, ο σαρκαστικός ρεαλισμός και η ονειρική περισυλλογή.
Είναι οι μπήτνικς, οι «της μη συμμορφώσεως άγιοι» του Εμπειρίκου, μια νέα φωνή της συνείδησης με οικολογικές, πολιτιστικές και εμμέσως πολιτικές συνδηλώσεις.
Ο Χολμς, ο Γκίνσπεργκ, ο Κέρουακ, ο Μπάροουζ, ο Νηλ Κάσαντυ, ο Κόρσο ήταν αυτοί που τη δεκαετία του ’50, την εποχή της προβολής της ιδεολογίας του «αμερικανικού ονείρου» σε όλο τον κόσμο, θα κηρύξουν ένα «νέο αγώνα» εναντίον της παράνοιας που είναι εγγενής στον «αμερικάνικο μύθο» της νέας Ιερουσαλήμ, του περιούσιου λαού, του αμερικανικού τρόπου ζωής, αυτής της μεγαλειώδους ζωτικής ψευδαίσθησης που γέννησε ένα έθνος και ύστερα μία αυτοκρατορία που έχει επιβληθεί σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα κοινό θέμα διαπερνά με δραματικό τρόπο τα έργα του Κέρουακ και του Γκίνσμπεργκ, όπως παλαιότερα του Χώθορν, κι αυτό είναι το θέμα της τρέλας.
Γράφει ο Κέρουακ: «Ακριβώς εκεί απέναντι υπάρχει ένα κέντρο αναψυχής - το βλέπεις! Λέγεται Nickel -O (Πενταροδεκάρες), βλέπεις τη μεγάλη επιγραφή; - κι εκεί περίπου στις τέσσερις το πρωί, παίρνεις μια γεύση αποσύνθεσης· …όλα τα αποβράσματα της αστικής κοινωνίας μαζεμένα εκεί... κι όταν βρεθείς εκεί ανάμεσα σ’ όλα τα παιδιά του θλιμμένου αμερικάνικου παράδεισου, δεν μπορείς παρά να κοιτάξεις κατάματα, στην κατάθλιψη της μπεζεντρίνης (...) Θα δεις μεγαλοβιομήχανους να καταρρέουν ξαφνικά και να τρελαίνονται, θα δεις ιεροκήρυκες στον άμβωνα ξάφνου να εκρήγνυνται... θα δεις πως όλοι έχουν γίνει παράφρονες - ένα παρανοϊκό σύμπαν»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου