Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Όταν οι Έλληνες Κομμουνιστές πήραν την εξουσία

 
του Βλάση Αγτζίδη*
 
Από τη στιγμή που τα σύγχρονα σύνορα χαράχτηκαν όταν οι πολυεθνικές Αυτοκρατορίες παραχώρησαν μέσα από βασανιστικές διεργασίες τη θέση τους στα εθνικά κράτη, συνηθίσαμε να θεωρούμε ότι το άπαν βρίσκεται εντός των συνόρων. Τα ελλαδικά όρια όπως τελικά διαμορφώθηκαν με την τραγωδία του ’22 επεκτάθηκαν και στον τρόπο αντίληψης της...
 σύγχρονης ιστορίας. Ο τρόπος αυτός επεκτάθηκε και στη θεώρηση της ιστορίας της ελληνικής Αριστεράς. Μιας Αριστεράς τόσο πολύμορφης και πολυδιάστατης, όσο και ο παλιός οικουμενικός κόσμος πριν αυτός περιοριστεί από τα σύνορα και τις νόρμες του εθνικού κράτους. Μόνο μια από τις πολλές εκδοχές έγινε κυρίαρχη γιατί επιβίωσε του αδυσώπητου ιστορικού χρόνου. Η Αριστερά των Ελλήνων στη Σμύρνη, την Τραπεζούντα, την Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό και το Σοχούμι εξαφανίστηκε εντελώς από το πεδίο, ακόμα και αυτό των ιστορικών. Και όμως! Κάποιες απ’ αυτές τις εκδοχές, ίσως και να ήταν σπουδαιότερες στο χρόνο τους από αυτήν που τελικά επέζησε. 
Ένα από τα πιο άγνωστα θέματα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος υπήρξε η δράση των ελληνικών κομμουνιστικών οργανώσεων στη Σοβιετική Ένωση μέχρι το ’37. Στην ΕΣΣΔ είχαν παραμείνει δεκάδες χιλιάδες Έλληνες και είχε ήδη διαμορφωθεί μια νέα ελληνική μπολσεβίκικη ηγεσία, η οποία προσπάθησε με κάθε τρόπο να αναπτύξει πολιτισμικά και πολιτικά τις ελληνικές κοινότητες. Διαμορφώθηκε έτσι ένας σημαντικός και πολυάνθρωπος σοβιετικός ελληνισμός, πλήρως αυτονομημένος από την Ελλάδα και σε σύγκρουση με το ιδεολόγημα της “μητέρας-πατρίδας”. Ο ελληνισμός αυτός συγκροτήθηκε σ’ ένα ιδιαίτερο ελληνικό κέντρο, απέκτησε εσωτερική ζωή και ενδιαφέρουσες δομές, υπήρξε το καταφύγιο και το αποκούμπι των κυνηγημένων αριστερών από την “αστική Ελλάδα”, συνομίλησε ισότιμα με το σοβιετικό περιβάλλον, υλοποίησε τις πλέον προχωρημένες ιδέες του ελληνικού δημοτικισμού (που σήμερα μας παραξενεύουν αρκετά). Τη σοβιετική κυριαρχία επί των πολυάνθρωπων ελληνικών κοινοτήτων εξασφάλιζαν οι ελληνικές κομματικές οργανώσεις, οι οποίες ασκούσαν έτσι την εξουσία και υλοποιούσαν και τις πιο τολμηρές πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις (όπως η καθιέρωση της δημοτικής και του 20γράμματου αλφάβητου). Τα θέματα αυτά παρέμει- ναν άγνωστη σελίδα της νεοελληνικής Ιστορίας, αφενός γιατί οι πρωταγωνιστές –παρότι πιστοί στο Κόμμα και στις νέες αξίες που κυριάρχησαν– έπεσαν θύματα της αντιμειονοτικής-ρατσιστικής πολιτικής του σταλινισμού και αφετέρου γιατί η ελλαδική ιστοριογραφία υπήρξε βαθύτατα εσωστρεφής. 
Στη Σοβιετική Ένωση του Μεσοπολέμου οι Έλληνες κομμουνιστές πήραν και άσκησαν την εξουσία για μια ολόκληρη 20ετία. Η εθνική πολιτική που ακολουθήθηκε στη Σοβιετική Ένωση ευνοούσε την πολιτική εκπροσώπηση των διαφόρων εθνών που συναπάρτιζαν το σοβιετικό κοινωνικό οικοδόμημα. Έτσι, την εξουσία επί των πολυάνθρωπων ελληνικών κοινοτήτων της ΕΣΣΔ ασκούσαν οι Ελληνικές Κομματικές Οργανώσεις, που ήταν βεβαίως ενταγμένες στο αντίστοιχο Κόμμα. Με μια έννοια, οι Έλληνες κομμουνιστές πήραν και άσκησαν όντως πραγματικά εξουσία, διαμόρφωσαν τις κοινωνικές δομές, επηρέασαν τις πολιτιστικές κατευθύνσεις, διαμόρφωσαν μια παράδοξη σοβιετική Ελλάδα στα μαυροθαλασσίτικα παράλια, με ξεκάθαρη πολιτισμική ταυτότητα, σε απόλυτη σύγκρουση με την αστική Ελλάδα των Βαλκανίων.
 
Ο ελληνο-σοβιετικός πληθυσμός
 
Οι Έλληνες που παρέμειναν στη Σοβιετική Ένωση αποτελούσαν μια από τις 160 περίπου εθνικές ομάδες που συγκροτούσαν το πολυεθνικό μόρφωμα. Μπορούν να υπολογιστούν σε 300.000 - 440.000 άτομα περίπου, από τους οποίους το 80% ήταν αγρότες. Απ’ αυτούς το ένα τρίτο περίπου είχε την ελληνική υπηκοότητα. Η ελληνική εθνότητα χαρακτηριζόταν από τη μεγάλη διασπορά στο χώρο της ΕΣΣΔ και από τη μη επαρκή γνώση της ρωσικής γλώσσας. Το 1925 οι σοβιετικοί θα ισχυριστούν ότι μόνο οι Έλληνες υπήκοοι που διάβηκαν στα εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης ανέρχονταν σε 300.000 άτομα. Σε μια αναφορά του σοβιετικού πρέσβη στην Αθήνα υπάρχει η εκτίμηση περί 200.000 Ελλήνων υπηκόων. 
Υπήρχε επίσης και η εκτίμηση των 250.000 Ελλήνων σ’ όλη την ΕΣΣΔ –από τους οποίους οι 160.000 ήταν ποντιόφωνοι– που βασιζόταν στη σοβιετική απογραφή της 17ης Δεκεμβρίου 1926. Η εκτίμηση αυτή περί 250.000 ατόμων, την οποία βρίσκουμε και στην ελληνική εφημερίδα του Καυκάσου Κόκκινος Καπνάς (Κόκινος Καπνας), είναι μάλλον ανακριβής, γιατί όσους μιλούσαν τη μαριουπολιτική διάλεκτο, τους τουρκόφωνους και ταταρόφωνους Έλληνες, τους υπολογίζει μόλις σε 90-100.000, ενώ η ίδια εφημερίδα θεωρεί ότι οι Μαριουπολίτες είναι περί τους 150.000. Τουλάχιστον για την περιοχή της Υπερκαυκασίας που έχει μελετηθεί καλύτερα, η απογραφή του 1926 φαίνεται ότι έδινε αριθμό Ελλήνων, που μπορεί να αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο μόνο του πραγματικού αριθμού. 
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης διακρίνονταν σε Πόντιους ή Ρωμιούς του Πόντου, Μαριουπολίτες και Ανατολίτες. Η διάκριση συνεχιζόταν και σε περισσότερα υποσύνολα. Για παράδειγμα, στην ποντιακή ομάδα του πληθυσμού υπήρχε διάκριση μεταξύ των Καρσιωτών (των προερχόμενων από το Καρς του Καυκάσου) και των Τραπεζούντιων (των προερχόμενων από το μικρασιατικό Πόντο). H διάκριση και η σύγκρουση των δύο αυτών τμημάτων της ποντιακής ομάδας του ελληνικού πληθυσμού οφειλόταν στη διαφορετική οικονομική και ιδεολογική τους θέση. 
Σημαντικά κέντρα των Ελλήνων βρίσκονταν στην περιοχή του Κουμπάν, γύρω από την κωμόπολη Κρίμσκαγια και στην περιοχή της Μαριούπολης. 20.000 Έλληνες κατοικούσαν και στην Κριμαία, στις πόλεις Γιάλτα, Σεβαστούπολη, Ευπατόρια, Συμφερούπολη και Κερτς, καθώς και στις περιφέρειες των πόλεων αυτών. Στον Καύκασο τα σημαντικά κέντρα των Ελλήνων βρίσκονταν στην κεντρική Γεωργία, στην Αμπχαζία και στην περιοχή του Βατούμι. Σε 90 χωριά και πόλεις της περιοχής της Γεωργίας και της Αμπχαζίας υπήρχαν Έλληνες, ενώ λίγο νοτιότερα, στην Ατζαρία, οι Έλληνες συναντιόνταν σε 11 χωριά και πόλεις. Η εφημερίδα Κόκκινος Καπνάς παρουσίαζε συστηματικά τις ελληνικές κοινότητες και τις μεταβολές που σημειώθηκαν στις συνθήκες ζωής, ως αποτέλεσμα της σοβιετοποίησης. Επίσης περιέγραφε το πώς τα ελληνικά χωριά της Αμπχαζίας γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια τις μεγάλες σοβιετικές επετείους, όπως την Ημέρα της Επανάστασης, την Πρωτομαγιά κ.λπ. και τις διάφορες σοβιετικές γιορτές, όπως η Ημέρα της Γυναίκας, η Ημέρα του Σοβιετικού Στρατού κ.λπ. Κατά τη διάρκεια των επίσημων τελετών οι Έλληνες της περιοχής παρέλαυναν ως εθνική ομάδα με τις δικές τους σημαίες. Γενικά στα ελληνικά χωριά γιορταζόταν με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια η Πρωτομαγιά. 
Στις περιοχές των Ελλήνων τα κολχόζ που δημιουργούνται μετά την αναγκαστική κολεχτιβοποίηση (1928) παίρνουν ελληνικά ονόματα, δανεισμένα από την ιστορία του ελληνικού και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Τέτοια ονόματα είναι “Νίκη”, “Εμπρός”, “Ριζοσπάστης”, “Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας”, “Νίκος Ζαχαριάδης”, “Ένωση”, “Παράδειγμα”, “8ο κομματικό συνέδριο”, “Εμπρός στο σοσιαλισμό”, “Μπολσεβίκος”, “Κόκκινος Στρατός”, “Καρλ Λίμπκνεχτ”, “Έλληνας”, “Κόκκινη Σημαία”, “Κόκκινο Παρχάρι”, “Άστρο”, “Λένιν”, “Στάλιν”, “12 χρόνια του κόκκινου στρατού” κ.λπ. Δημιουργούνται επίσης αμιγείς ελληνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις αρτοποιών, τσαγκάρηδων, επιπλοποιών καθώς και ενώσεις καταναλωτών.
 
Ντόπιοι και πρόσφυγες
 
Υπήρχαν οι ντόπιοι και οι πρόσφυγες Έλληνες με σαφή διάκριση μεταξύ τους. Ντόπιοι θεωρούνταν όσοι είχαν μετακινηθεί από το μικρασιατικό Πόντο κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ πρόσφυγες όσοι είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους, τον Πόντο αλλά και την υπόλοιπη Μικρά Ασία, την αμέσως επόμενη περίοδο, κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού και του ελληνοτουρκικού πολέμου. Οι ντόπιοι ήταν πιο ευπροσάρμοστοι στο σοβιετικό σύστημα, είχαν μεγαλύτερα ποσοστά πολιτικά ενεργοποιημένου πληθυσμού και κολεκτιβοποιημένων αγροτών. Αντίθετα οι πρόσφυγες ζούσαν με την ελπίδα να φύγουν για την Ελλάδα, την οποία θεωρούσαν μητέρα-πατρίδα. Οι κομμουνιστικές εφημερίδες της Σοβιετικής Ένωσης παρουσίαζαν ότι διακατέχονταν από συντηρητική κοινωνική συμπεριφορά, πατριωτισμό και θρησκευτική πίστη. Οι πρόσφυγες ήταν σε μεγάλο βαθμό Έλληνες υπήκοοι. Για όσους ήθελαν να αποκτήσουν σοβιετική υπηκοότητα, οι αρχές απαιτούσαν εκτός από την αίτηση και δημόσια δήλωση νομιμοφροσύνης του τύπου «Υποσχόμαστε να ’μαστε τίμιοι πολίτες της Ένωσης ΣΣΔ και να τηρήσουμε τους νόμους της». 
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν σε επίσημες αναφορές και σε έντυπα εκείνης της περιόδου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η μέση αγροτική ελληνική οικογένεια ήταν πενταμελής. Οι όροι που χρησιμοποιούσαν τα διάφορα ελληνικά έντυπα, για να προσδιορίσουν τον ελληνικό πληθυσμό, ήταν: «Έλληνες», «Ρωμιοί» και «Γραικοί». Οι όροι αυτοί είχαν την ίδια ακριβώς σημασία. 
Οι διαφορές των Ελλήνων της ΕΣΣΔ από τους Έλληνες της Ελλάδας αντιμετωπίζονταν ως φυσική εξέλιξη που συνέβη με το πέρασμα των αιώνων. Η θέση όμως όλων ήταν ότι οι Έλληνες της Ελλάδας ήταν φυσικοί αδελφοί, ήταν «η ρίζα-μας». Το αίσθημα αυτό διατυπωνόταν με ακόμα μεγαλύτερη άνεση, όταν οι «εξωσοβιετικοί» Έλληνες ήταν κομμουνιστές ή έκαναν κινήσεις εναρμονισμένες με τις σοβιετικές επιλογές, όπως για παράδειγμα η συμμετοχή τους στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό των δημοκρατικών. Η διάκριση των εντός από τους εκτός των ορίων της Σοβιετικής Ένωσης Ελλήνων γινόταν με τη χρήση των όρων «Έλληνες της ΕΣΣΔ» ή «Έλληνες του εσωτερικού» για όσους κατοικούσαν εντός των σοβιετικών συνόρων ή «ελληνική εθνικότητα της Σοβ. Ένωσης» και «Έλληνες του εξωτερικού». Σε χρήση βρίσκονταν και οι εκφράσεις «ρωμαίικη εθνικότητα» και «ρωμαίικες μάζες της ΕΣΣΔ».
 
Στο επαναστατικό κίνημα
 
Η σχέση των ρωσικών επαναστατικών κινημάτων με την κίνηση ιδεών στον ελληνικό κόσμο ήταν ιδιαίτερα σημαντική από τον 18o αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η έδρα της Φιλικής Εταιρείας, που εμπνεύστηκε την αντιαπολυταρχική εξέγερση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν στην Οδησσό της Νέας Ρωσίας (έτσι ονομάζονταν τότε τα νεοαποκτηθέντα εδάφη από τη Ρωσική Αυτοκρατορία). Θεωρείται ότι οι πρωτεργάτες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης –ποντιακής καταγωγής– είχαν μεγάλες σχέσεις με το κίνημα των Ρώσων Δεκεμβριστών. 
Η σχέση αυτή συνεχίστηκε και καθ’ όλο τον 19o αιώνα, όταν χιλιάδες Ελλήνων από τον οθωμανικό Πόντο μετακινούνται προς τις ρωσικές περιοχές. Έτσι, η ελληνική ομάδα που θα έρθει σε επαφή με τις ιδεολογικές και πολιτικές εξελίξεις του ρωσικού κόσμου θα είναι οι Έλληνες της Ρωσίας, οι οποίοι θα αναπτύξουν μια αξιοσημείωτη διανόηση και θα εμφανίσουν μια πολύ πρώιμη Αριστερά. Η ελληνική διανόηση της Ρωσίας, ήταν δέκτης δύο διαφορετικών ρευμάτων: αφενός των επαναστατικών απόψεων που εμφανίστηκαν στο ρωσικό χώρο και αφετέρου των ιδεών που ήδη διαμορφώνονταν στον ελλαδικό χώρο. 
Ως αποτέλεσμα των προβληματισμών που εμφανίστηκαν εκείνη την εποχή, δημιουργήθηκε έντονο δημοτικιστικό κίνημα στο Βατούμι και στο Σοχούμι του Καυκάσου μεταξύ του 1900-1917. Θα παρατηρηθεί παράλληλα και εξάπλωση των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών στους Έλληνες σπουδαστές που φοιτούν στα ρωσικά πανεπιστήμια. Η επιρροή αυτή θα εκφραστεί με τη συμμετοχή τους στην αυθόρμητη εξέγερση του 1905. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις Ελλήνων που συμμετείχαν στα γεγονότα ήταν ο Γιάννης Πασαλίδης, ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης (ο οποίος αργότερα πήρε το ψευδώνυμο Σκληρός), ο Γεώργιος Φωτιάδης, ο Νικόλαος Αναστασιάδης κ.ά. 
Κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση θα παρατηρηθεί η δράση ελληνικών επαναστατικών οργανώσεων και φιλο-μπολσεβικικών πυρήνων σ’ όλες τις περιοχές που κατοικούσε η ελληνική κοινότητα. Βέβαια, στο χώρο της Υπερκαυκασίας –κυρίως στη Γεωργία– η πλειονότητα των Ελλήνων επαναστατών θα εκφραστεί μέσα από το σοσιαλεπαναστατικό ή το μενσεβικικό κίνημα. Θεωρείται ότι ειδικά στο χώρο του Καρς η πλειονότητα των Ελλήνων δασκάλων ήταν ενταγμένοι στους σοσιαλεπαναστάτες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του φτωχού ελληνικού αγροτικού πληθυσμού κατά την περίοδο μεταξύ της Φεβρουαριανής και της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο ελληνικός αγροτικός πληθυσμός της Νότιας Ρωσίας και του ρωσικού Καυκάσου –καταπιεσμένος έως τότε από την οικονομική πολιτική του φεουδαλικού τσαρισμού– θα επιλέξει σε μεγάλο ποσοστό το κόμμα των μπολσεβίκων επηρεασμένος από τις φιλαγροτικές του εξαγγελίες και τα συνθήματα όπως: «Οι γη στους αγρότες». Οι προτάσεις για δήμευση προς όφελος των φτωχών αγροτών της γης των γαιοκτημόνων, της Εκκλησίας και του κράτους θα οδηγήσουν τους Έλληνες αγρότες στην υπερψήφιση του κόμματος των μπολσεβίκων στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση. Τότε θα διαμορφωθούν οι δημοκρατικές πολιτικές τάσεις στον πληθυσμό που θα εκφραστούν πολύ συγκεκριμένα λίγο αργότερα στην Ελλάδα, όταν θα έρθουν ως πρόσφυγες πλέον αντιμέτωποι με την αντιπροσφυγική συμπεριφορά, την αντιδραστική πολιτική του ελληνικού κράτους και την ύπαρξη μεγάλων τσιφλικιών στη Μακεδονία. 
Στην περιοχή της Υπερκαυκασίας, όπου κυριαρχούσαν οι μενσεβίκοι, οι νέες δυνάμεις εκφράστηκαν μέσα από τα φιλελεύθερα αστικά κινήματα. Στο πλαίσιο αυτών των κινημάτων οι Έλληνες της περιοχής δημιούργησαν την Ελληνική Μεραρχία του Καυκάσου, διεκδίκησαν την Αυτονομία των περιοχών τους και υποστήριξαν το κύριο αίτημα του ελληνισμού του Εύξεινου Πόντου: τη δημιουργία της Δημοκρατίας του Πόντου, ενός ελληνικού κράτους στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα. Το στοιχείο της εθνοτικής αντιπαράθεσης που ενυπήρχε έντονα στην Υπερκαυκασία θα επηρεάσει και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς των Ελλήνων σε κάποιες περιοχές. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση αποτελεί η στάση των Ελλήνων της Αρμενίας, όπου η έντονη εθνικιστική στάση του κυρίαρχου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος του Ντασνάκ, θα οδηγήσει αρκετούς Έλληνες στην πλευρά των μπολσεβίκων. 
Οι επαναστατικές διαδικασίες θα έχουν άμεσο αντίκτυπο και στο χώρο του μικρασιατικού Πόντου. Σχεδόν ο μισός Πόντος, έως την Τρίπολη, βρέθηκε υπό ρωσική κυριαρχία από τον Απρίλιο του 1916, όταν κατά τις ρωσο-τουρκικές συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Ρώσοι θα καταλάβουν εδάφη που βρίσκονταν έως τότε υπό τουρκική κατοχή. Στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης θα δημιουργηθούν σοβιέτ στην περιοχή του Πόντου, στα οποία θα συμμετάσχουν και πολλοί Έλληνες. Οι Έλληνες του Καυκάσου –οι γνωστοί ως Ποντοκαυκάσιοι– που υπηρετούσαν στο ρωσικό στρατό θα έχουν κύριο ρόλο στη συγκρότηση αυτών των σοβιέτ. Λίγα στοιχεία έχουμε γι’ αυτή τη σύντομη άνοιξη δημοκρατίας στον Πόντο. Στην εφημερίδα της Τραπεζούντας Εποχή που εξέδιδε ο δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης –που θα εκτελεστεί από τους Κεμαλικούς λίγο αργότερα– αναφέρεται ότι στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας γράφτηκαν από τους Έλληνες πρόσφυγες που επέτρεψαν από τη Ρωσία συνθήματα όπως: «Εις την Ρωσία ότι έγινε και εδώ θα γίνει. Είναι η καλύτερη λύση για πολλούς δικούς μας που γυρνούν στα ξένα». 
Ο Δ. Καθενιώτης γράφει: «Εσημειώθησαν μερικαί φιλελεύθεραι τάσεις οι οποίες σφόδρα ετάραξαν το διέπον θεοκρατικό καθεστώς. Ούτω συνεστήθησαν εν Τραπεζούντι, υπό των επανελθόντων προσφύγων από την φιλελεύθερον πλέον Ρωσίαν, Σύλλογοι φιλοπρόοδοι, με σκοπόν αντικαταστάσεως του συστήματος των Δημογεροντειών δι ετέρου. Ταραξίαι δε τινες επετέθησαν εναντίον αυτής της Μητροπόλεως…. Εφονεύθη εις». 
Οι Έλληνες του Πόντου θα προσπαθήσουν να παρέμβουν στις εξελίξεις μετά την επικράτηση της Επανάστασης, διεκδικώντας την υποστήριξη των αιτημάτων τους από τη νέα κυβέρνηση. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1918 ο Κ. Κωνσταντινίδης, πρόεδρος του Παμποντίου Συνεδρίου που είχε συγκληθεί στη Μασσαλία, θα αποστείλει ένα πολύ ενδιαφέρον τηλεγράφημα προς τον κομισάριο εξωτερικών υποθέσεων Λέοντα Τρότσκι, στο οποίο κατάθετε το αίτημα των ποντιακών οργανώσεων: «Η επιθυμία μας είναι να διαμορφώσουμε μια δημοκρατία ανεξάρτητη από τα ρωσικά σύνορα μέχρι πέρα από τη Σινώπη και την ενδοχώρα». Ζητούσε από τους μπολσεβίκους να στηρίξουν το αίτημα για την αυτοδιάθεση του Πόντου, ώστε «να μην ξαναπέσει κάτω από την τουρκική κυριαρχία». Μ’ έναν παράδοξο τρόπο τα αιτήματα του αντιαπολυταρχικού ποντιακού κινήματος συνέπιπταν με τις επιδιώξεις της αριστερής τάσης των μπολσεβίκων και του Τρότσκι. Όμως τελικά θα επικρατήσει μια άλλη πολιτική προσέγγιση. 
Η πολιτική ειρήνευσης με τις Κεντρικές Δυνάμεις που επέβαλε ο Λένιν στην Επανάσταση και εκφράστηκε με την επονείδιστη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ (Μάρτιος ’18), επέφερε δεινά στους λαούς της Ουκρανίας και της Κριμαίας που παραδόθηκαν στους Γερμανούς και στους λαούς της Υπερκαυκασίας, του Καρς και του Ανατολικού Πόντου που παραδόθηκαν στους Νεότουρκους. Ο χώρος του Πόντου θα επανακαταληφθεί από τα νεοτουρκικά εθνικιστικά στρατεύματα. Χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι θα καταφύγουν ως πρόσφυγες στη Ρωσία. Οι εναπομείναντες πληθυσμοί θα υποστούν την πολιτική της Γενοκτονίας που είχε ήδη αρχίσει στον Δυτικό Πόντο από το 1916. 
Η κατάσταση που προέκυψε από τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων επαναστατικών κινημάτων διαφόρων αποχρώσεων, εντός των οποίων θα εκφραστούν και αρκετοί Έλληνες. Έτσι, στις περιοχές της νοτιοανατολικής Ουκρανίας θα αναπτυχθεί το αγροτικό αναρχικό κίνημα του Νέστορα Μάχνο. Στη περιοχή της δράσης του μαχνοβίτικου κινήματος συμπεριλαμβάνεται η Μαριούπολη με τα 25 ελληνικά της χωριά. Οι Έλληνες αποτελούσαν περίπου το 20% των δυνάμεων του Μάχνο (Makhnovschina). Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες Μαχνοβίτες, που η μνήμη του έχει διασωθεί, ήταν ο Παπαδόπουλος, υπαρχηγός του «Μπάτκο Μάχνο», και αρκετές δεκαετίες μετά τραγουδιόταν το μαχνοβίτικο τραγούδι που ήταν αφιερωμένο σ’ αυτόν. 
Έχει επίσης διασωθεί η δράση της Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας Οδησσού με καθοδηγητή τον Παναγιώτη Τομπουλίδη, Πόντιο μαθηματικό από τον Καύκασο. Η Ομάδα αυτή θα προσπαθήσει να επηρεάσει με προκηρύξεις τα ελληνικά στρατεύματα που είχαν αποσταλεί στο πλαίσιο της Αντάντ για την καταστολή της σοβιετικής επανάστασης. Μπορεί να μην γνωρίζουμε ακριβώς το βαθμό επιρροής της Ομάδας στο στρατό, πάντως η σοβιετική εφημερίδα Μπεντνοτά έγραφε στις 6 Απριλίου 1919: «Η φυλακή της Οδησσού είναι γεμάτη από Έλληνες φαντάρους που αρνήθηκαν να πολεμήσουν εναντίον των σοβιετικών στρατευμάτων». Ο ιστορικός Κώστας Αυγητίδης αναφέρει ότι «Οι παράνομες σοβιετικές οργανώσεις σχεδίασαν και εκτέλεσαν διάφορες ενέργειες σαμποτάζ κατά εχθρικών ευαίσθητων συγκοινωνιακών αρτηριών. Μια τέτοια σαμποταριστική ενέργεια εκτέλεσαν οι Έλληνες Νικόλαος Σκαρλάτος και Κοτσούλης ανατινάζοντας αμαξοστοιχία τραίνου στα προάστια της Οδησσού». 
Με την ήττα των δυνάμεων της Αντάντ, οι ένοπλοι της Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας μπαίνουν από τους πρώτους στην πόλη. Τα ελληνικά καθιδρύματα της πόλης που ελέγχονταν έως τότε από την παραδοσιακή ηγεσία της κοινότητας παραδίδονται στους Έλληνες εκπροσώπους της νέας σοβιετικής εξουσίας.
 
Χαρακτηριστικά πρόσωπα Ποντίων επαναστατών
 
Γεώργιος Σκληρός
 
Ο Γεώργιος Σκληρός-Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του μικρασιατικού Πόντου. Στην εξέγερση του 1905 πήρε μέρος ως φοιτητής ιατρικής του πανεπιστημίου της Μόσχας. Είναι ανεψιός του Κ. Κωνσταντινίδη που ζούσε στη Μασσαλία, ήταν πρωτεργάτης στο Ποντιακό Κίνημα Ανεξαρτησίας και ως πρόεδρος του Παμποντίου Συνεδρίου απέστειλε στον Τρότσκι τηλεγράφημα με το οποίο ζητούσε από τους μπολσεβίκους να αποδεχτούν τα ποντιακά αιτήματα. 
Εξαιτίας της ανάμειξής του στα επαναστατικά γεγονότα, ο Γεώργιος Σκληρός αναγκάζεται να καταφύγει στην Εσθονία. Το ψευδώνυμο Σκληρός, είναι μάλλον ελληνική μετάφραση του ρωσικού ψευδωνύμου που είχε την περίοδο της επαναστατικής του δράσης. 
Ο Γ. Σκληρός είναι ο μεγάλος Έλληνας διανοητής που εισάγει τον διαλεκτικό υλισμό στην ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας. Το έργο του Το Κοινωνικόν μας Ζήτημα του 1907, θεωρείται βασικό. Ο Γ. Σκληρός επηρεάζεται από τις απόψεις του Πλεχάνοφ στα ζητήματα των σταδιακών αλλαγών, της αναγκαίας ωρίμανσης της εργατικής τάξης, των κινδύνων που εγκυμονεί μια πρόωρη επανάσταση, του χαρακτήρα της φιλελεύθερης αστικής τάξης και των συμμαχιών μαζί της.
 
Ο Γιώργος Φωτιάδης και το πρώτο ελληνικό αντικαπιταλιστικό θεατρικό έργο (1905)
 
Ο σημαντικότερος διανοούμενος του ποντιακού ελληνισμού θεωρείται ότι είναι ο Γιώργος Φωτιάδης, δάσκαλος και θεατρικός συγγραφέας. Ο μεγάλος αυτός διανοητής, επηρεασμένος από την επανάσταση του 1905 και τον αγώνα των εθνών για απελευθέρωση από τη ρωσική απολυταρχία, πήρε το μέρος των μενσεβίκων της Γεωργίας και εντάχθηκε στη μενσεβίκικη ελληνική ομάδα. Πέντε μήνες μετά την αποτυχία της εξέγερσης έγραψε το θεατρικό έργο Τα Σκοτάδια ή Ο Λαζάρ Αγάς, όπως έγινε αργότερα γνωστό. Το έργο αυτό είναι γραμμένο στην ποντιακή και θεωρείται το πρώτο ελληνικό αντιπλουτοκρατικό θεατρικό έργο. Τελειώνει με τα εξής λόγια: «Σκοτάδια στα μυαλά της κυβέρνησης, σκοτάδια στα μυαλά του Λαζάραγα, σκοτάδια στα μυαλά των χωρικών.» 
Λίγο καιρό αργότερα, ο Φωτιάδης έγραψε τα Μισόφωτα, στη δημοτική με φωνητική ορθογραφία. Η υπόθεσή τους αναφέρεται στο 1905 και στη σύγκρουση του επαναστατικού καθήκοντος με τους παραδοσιακούς οικογενειακούς δεσμούς. Ο γιος ανήκει σε επαναστατική οργάνωση, ενώ ο πατέρας του είναι πλούσιος εκδότης εφημερίδας και άνθρωπος του καθεστώτος. Ο γιος παίρνει εντολή από την οργάνωση να δολοφονήσει τον πατέρα του και βρίσκεται έτσι μπρος σε μια συνειδησιακή σύγκρουση. 
Μετά από τα Μισόφωτα ακολούθησε το θεατρικό έργο το Φως, με το οποίο ο Γ. Φωτιάδης εκφράζει την αισιοδοξία του για την τελική επίλυση του κοινωνικού προβλήματος. Ενδιαμέσως έγραψε την Τρουμπέτα της Πρωτοχρονιάς. Το Φως είναι γραμμένο στη δημοτική. Το περίεργο είναι ότι εδώ χρησιμοποιεί την ιστορική ορθογραφία. Τα τρία αυτά έργα αποτελούν τριλογία. 
Το 1907 ξανάγραψε με άλλη οπτική το πρώτο του έργο Τα Σκοτάδια. Είχε πια προσχωρήσει στην μπολσεβίκικη ιδεολογία και εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα. Σε μια πορεία εργατών και αγροτών στην Τιφλίδα, διαδήλωσε πρώτος κρατώντας το λάβαρο, αν και φυματικός. Ο Γ. Φωτιάδης προσέγγισε την ελληνοτουρκική σύγκρουση από διεθνιστική και ειρηνιστική σκοπιά. Σε ένα γράμμα προς τον ξάδελφό του Κ. Κανονίδη, που αργότερα θα γίνει γνωστός με το όνομα Κώστας Τοπχαράς, γράφει: «Και οι Τούρκοι είναι ένας λαός γελασμένος, αδέλφια μας είναι, πρέπει να τους δείξουμε το λάθος τους.»
Η θεατρική παραγωγή του Γ. Φωτιάδη τελείωσε με την Προξενία. Είναι έργο σε δύο πράξεις, γραμμένο το 1908 στο ποντιακό ιδίωμα της Κρώμνης και στη φωνητική γραφή. Το έργο και η προσωπικότητα του Γ. Φωτιάδη σφράγισαν τη θεατρική ζωή του ελληνισμού τη σοβιετική περίοδο. Οι ελληνικοί εργατικοί όμιλοι, που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων στη νότια Ρωσία, ανέβαζαν συνεχώς τα έργα του: «Προ ημερών παίχτηκε για δευτέρα φορά στο Ναρότνι Τομ [Νοβοροσίσκ] Ο Λαζάρ Αγάς του Γεωργίου Φωτιάδη εις το θέατρον από τον ελληνικό εργατικό όμιλο. Η επιτυχία του είναι άφθαστος, αποδόθηκε φυσικότατα.» Την ίδια ακριβώς περίοδο ο Μορφωτικός Σύνδεσμος Τουαψέ έδινε παραστάσεις με το έργο του Φωτιάδη Ο Λαζάρ Αγάς «προς όφελος των πεινώντων.»
 
Ωρίων Αλεξάκης
 
Ο Ωρίων Αλεξάκης, έδρασε στην περιοχή του Νοβοροσίσκ, αλλά και στο Χάρκοβο, τη Σεβαστούπολη και σε άλλες πόλεις της Κριμαίας. Το 1908, μόλις 17 ετών, οργάνωσε στη Σεβαστούπολη τη Σοσιαλιστική Ένωση Νεολαίας. Το Νοέμβριο του 1917 πήρε μέρος στα επαναστατικά γεγονότα και τραυματίστηκε σε μάχη. Τον Ιανουάριο του 1918 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ρ. (μπ.) και Γραμματέας της Επαναστατικής Επιτροπής Σεβαστούπολης. Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Οργάνωσης Νεολαίας της Κομιντέρν και υψηλόβαθμο στέλεχος των μπολσεβίκων. Το 1919 ανέλαβε Πολιτικός Επίτροπος της Α΄ Μεραρχίας του Κόκκινου Στρατού, η οποία ανακατέλαβε τη Σεβαστούπολη από τα στρατεύματα της Αντάντ. Στο 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς γνώρισε τον Δημοσθένη Λιγδόπουλο. 
Συμμετείχε στο 4ο συνέδριο των Σοβιέτ ως αντιπρόσωπος. Η ΚΕ του Κ.Κ.Ρ. (μπ.) του ανέθεσε το καθήκον του αντιπροσώπου της Κομμουνιστικής Διεθνής για τις βαλκανικές υποθέσεις. Οι ελλαδικοί κομμουνιστές είχαν έρθει ήδη από το Μάρτιο του 1919 σε επαφή με Πόντιους κομμουνιστές κατά τη σύνδεσή τους με την Κομμουνιστική Διεθνή. Ο Ωρίων Αλεξάκης ανέλαβε από την πλευρά της Διεθνούς τις σχέσεις της με τους ελλαδικούς του ΣΕΚΕ. Οι σχέσεις των σοβιετικών Ελλήνων κομμουνιστών με το ελλαδικό Κ.Κ. αποτελούν ένα από τα πλέον άγνωστα σημεία της ιστορίας του ελλαδικού κομμουνιστικού κινήματος. Είναι γνωστό όμως ότι μέσω των Ποντίων θα αποσταλούν εκπαιδευμένα στελέχη από την Κομιντέρν προς το ΚΚΕ για να βοηθήσουν ή να ελέγξουν το ελλαδικό τμήμα της. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πλήρη προσφυγοποίηση, θα υπάρξουν κάποια κοινά στελέχη μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος και των προσφύγων, τα οποία θα διευκολύνουν αργότερα την ένταξη των πλέον πολιτικοποιημένων προσφύγων σ’ αυτό. Το 1927 ο Ανδρόνικος Χαϊτάς, Πόντιος κομμουνιστής από το Σοχούμι, αναλαμβάνει γενικός γραμματέας στο ΚΚΕ. 
Ο Ωρίων Αλεξάκης δολοφονήθηκε μαζί με τον Δημ. Λιγδόπουλο από Τούρκους πειρατές τον Οκτώβριο του 1920, όταν πήγαινε στην Ελλάδα για παράνομη πολιτική δουλειά.
 
Γιάγκος Κανονίδης
 
Ο ποιητής Γιάγκος Κανονίδης, επηρεάζεται ιδεολογικά από τον Γιώργο Φωτιάδη. Σε αφιέρωμα προς τιμήν του, που έκανε η εφημερίδα του Καυκάσου Κόκινος Καπνας αναφέρεται: 
«Ο σ. Κανονίδης γεννήθηκε στο χωριό Κρώμνη της Τραπεζούντας από πατέρα εργάτη-ανθρακωρύχο. Ακόμη νέος, φοιτητής του γυμνασίου, έγραφε σατιρικούς στίχους ενάντια στους παππάδες και στην κοινωνία των τζορμπατζήδων. Πολλά από τα ποιήματά του διαδόθηκαν ανάμεσα στη μάζα και γι’ αυτό άρχισαν να τον κατατρέχουν οι Έλληνες έμποροι της Τραπεζούντας…
 
Θεός, νόμος, πατρίδα, θρησκεία, 
Α’τά ψέματα είναι α’τά, 
Α’τά είν’ τη τρανού η κοιλία, 
Τα’ αργαστέρια τα’ αγά, τη ποππά.
 
… Γρήγορα αυτός έγραψε ένα βροντερό άρθρο “Οι Χουλιγκάνοι του χλωμού άστεως”, ενάντια στον ιεραποστολέα της Τραπεζούντας στην ελληνική εφημερίδα Αργοναύτης… Τότες οι Ελληνικές εφημερίδες της Τραπεζούντας ανοίξανε έφοδο ενάντια σ’ αυτόν και απαιτούσαν απ’ την ελληνική “ιερά κοινότητα” να διώξουν το σύντροφο Κανονίδη απ’ τα ελληνικά σχολεία.» 
Στη συνέχεια ο Γιάγκος Κανονίδης θα μεταναστεύσει στη Ρωσία και θα ασκήσει το επάγγελμα του δασκάλου στα ελληνικά χωριά, έχοντας υιοθετήσει πολύ νωρίς την απλοποιημένη φωνητική γραφή. Μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων θα έχει σημαντικό ρόλο στην κίνηση των Ελλήνων εκπαιδευτικών που θα οδηγήσει στην αποπομπή της καθαρεύουσας και του 24γράμματου αλφάβητου από τα ελληνικά σχολεία. 
Ο Κανονίδης θα συλληφθεί κατά την περίοδο των σταλινικών διώξεων και θα εκτελεστεί από τις σταλινικές αρχές ως «εχθρός του λαού».
 
Βλαδίμηρος Τριανταφύλλοφ
 
Γεννήθηκε στο Καρς του Καυκάσου. Υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ποντιακού ελληνισμού στην μπολσεβίκικη ιεραρχία. Το έργο του θεωρήθηκε ως το σημαντικότερο που υπήρξε έως τότε στη θεωρία του πολέμου. Η στρατιωτική του καριέρα άρχισε με τις σπουδές του σε ρωσική στρατιωτική ακαδημία, απ’ όπου αποφοίτησε το 1915. Έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον βαθμό του λοχαγού. Το 1918 κατατάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό και το 1919 έγινε μέλος του ΚΚΡ (μπ.). Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου αγωνίστηκε σε διάφορα μέτωπα και έφτασε στο βαθμό του διοικητή και κομισάριου ταξιαρχίας. Το 1923, ανέλαβε επικεφαλής των επιχειρήσεων του Κόκκινου Στρατού παίρνοντας τον τίτλο του στρατηγού και αναλαμβάνοντας το αξίωμα του υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου. 
Θεωρείται κορυφαίος θεωρητικός του πολέμου, σχετικά με την επιχειρησιακή στρατηγική. Χαρακτηρίστηκε ως «ο πατέρας της σοβιετικής στρατιωτικής τεχνικής», αναπτύσσοντας τη λεγόμενη «θεωρία των λειτουργιών και βαθιά μάχης».
Το πιο διάσημο έργο του έχει τίτλο Η Κλίμακα των Δραστηριοτήτων των Σύγχρονων Στρατών (1926). Άλλο έργο του είναι το Η Φύση των Πράξεων των Σύγχρονων Στρατών (1929). Η στρατιωτική αντίληψη του Τριανταφύλλοφ επικεντρωνόταν στους τρόπους αποτροπής της καταστροφής του αμυντικού συστήματος μετά από μια ολοκληρωτική εχθρική επίθεση και στη συνέχεια στις τεχνικές δολιοφθορών στα μετόπισθεν του εχθρού και της καταστροφής της ικανότητας για ανασύσταση των αμυντικών του δυνατοτήτων. Θεωρήθηκε ότι στο έργο του Τριανταφύλλοφ βασίστηκε η στρατηγική που ανάπτυξε κατά τη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο στρατάρχης Ζούκοφ. Ο ίδιος ο Ζούκοφ, ελληνικής καταγωγής σύμφωνα με έγκυρες πηγές**, δήλωσε ότι η επιτυχία του οφείλεται στην εφαρμογή του θεωρητικού έργου του Τριανταφύλλοφ. Ο Βλαδίμηρος Τριανταφύλλοφ έχασε τη ζωή του σε ηλικία 37 ετών σε αεροπορικό δυστύχημα. Θάφτηκε στην Κόκκινη Πλατεία, στη Νεκρόπολη τοίχων του Κρεμλίνου. 
Σε υψηλότατη κομματική θέση έφτασε και ο ξάδελφός του Στυλιανός Τριανταφύλλοφ, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της NKVD. Κατά την περίοδο της σταλινικής τρομοκρατίας ο Στυλιανός εξορίστηκε στη Σιβηρία, όπου και εκτελέστηκε.
 
Θόδωρος Κανονίδης: ο “Απόλλων”
 
Ο Θ. Κανονίδης είχε γεννηθεί στην Αργυρούπολη του μικρασιατικού Πόντου και είχε τελειώσει το γυμνάσιο της Τραπεζούντας. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στρατεύτηκε στον τουρκικό στρατό και στάλθηκε στα τάγματα εργασίας, τα γνωστά “αμελέ ταμπουρού.” Επέζησε και στα τέλη του 1917 πέρασε τα ρωσοτουρκικά σύνορα. Εκεί ενστερνίστηκε τις νέες ιδέες και οργανώθηκε στις ελληνικές κομμουνιστικές οργανώσεις. Το 1919 δραστηριοποιείται στον Ελληνικό Δραματικό Όμιλο που οργάνωσε στο Νοβοροσίσκ το Πολιτιστικό Τμήμα της Επαναστατικής Επιτροπής. Σύντομα έγινε ένας από τους εξέχοντες ηθοποιούς και σκηνοθέτες του θεάτρου. Το ιδιαίτερο ταλέντο του επισημαίνεται από τις στήλες της εφημερίδας Σπάρτακος το 1921. Το καλοκαίρι του 1924 περιόδευσε με το θέατρο στις πόλεις και τα χωριά του βορείου Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας.
Στο Σοχούμι εγκαταστάθηκε στα τέλη του 1924. Ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, στην αρχή στο σχολείο και αργότερα στο Τέχνικουμ, δηλαδή την Ελληνική Παιδαγωγική Σχολή, ενώ παράλληλα σπούδαζε στο Τμήμα Σκηνοθετών της Σχολής Καλών Τεχνών της Μόσχας. Το 1927, η Λαϊκή Επιτροπή Παιδείας της Αμπχαζίας του ανέθεσε την οργάνωση Ελληνικού Δραματικού Τμήματος στο Κρατικό Θέατρο της Αμπχαζίας, στο οποίο πήρε τη θέση του διευθυντή και του σκηνοθέτη. Ανέλαβε επίσης την προεδρία στο Τμήμα Δραματουργών, ήταν μέλος της διοίκησης της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων της Γεωργίας, μέλος της εκδοτικής επιτροπής της εφημερίδας Σοβιετικοί Συγγραφείς της Αμπχαζίας και στάλθηκε ως αντιπρόσωπος στο Α΄ Πανενωσιακό Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά στρατευμένα έργα του είναι το Οι Πρόσφυγες στην Ελλάδα. Το θεατρικό αυτό έργο γράφτηκε για να σατιρίσει την τάση της μετανάστευσης και να αποδείξει ότι οι Πόντιοι μετανάστες στην Ελλάδα στο τέλος μετανιώνουν και θέλουν «Να κλώσκουνταν οπίς», να γυρίσουν πίσω στη Σοβιετική Ένωση.
 
Γιάννης Πασαλίδης
 
O Γιάννης Πασαλίδης κατάγεται από τη Σαντά του μικρασιατικού Πόντου. Την περίοδο της εξέγερσης σπουδάζει στην Ιατρική Σχολή της Οδησσού. Είναι στέλεχος της οργάνωσης Οδησσού του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και θερμός οπαδός του Πλεχάνοφ. Κατά τη διάρκεια των επαναστατικών διαδικασιών του 1917-1921 τάσσεται με τους μενσεβίκους. Εκπροσωπεί τις ελληνικές κοινότητες της Γεωργίας στις διαδικασίες δημιουργίας του αστικού γεωργιανικού κράτους και υπογράφει στην Ιδρυτική του Διακήρυξη. 
Με την επικράτηση των μπολσεβίκων καταφεύγει στην Ελλάδα όπου προσπαθεί να συντονίσει την πολιτική και κοινωνική δράση των Ποντιοκαυκασίων προσφύγων. Συνεργάζεται με το Αγροτικό Κόμμα. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής εντάσσεται στο ΕΑΜ και το 1951 ιδρύει την ΕΔΑ, της οποίας παρέμεινε πρόεδρος μέχρι το θάνατό του.
 
Η νέα ελίτ
 
Η ελληνική κοινωνία της Σοβιετικής Ένωσης, μετά την αναχώρηση την περίοδο 1919-1922 για την Ελλάδα ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού της, βρέθηκε απογυμνωμένη από την παραδοσιακή πνευματική και πολιτική ηγεσία της. Η νέα ελίτ των διανοουμένων, που δημιουργήθηκε στις μετεπαναστατικές συνθήκες, προσπάθησε να συνδυάσει την αναγκαιότητα για «μόρφωση του λαού» με την ιδεολογία που κυριαρχούσε τότε. Η διανόηση αυτή, που ως αφετηρία της είχε τους Γεώργιο Σκληρό, Γιάννη Πασαλίδη, Γιώργο Φωτιάδη κ.ά., προσπάθησε να διατυπώσει μια μπολσεβίκικη ερμηνεία των ελληνικών πολιτιστικών και πολιτικών πραγμάτων. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει οφείλονταν στη μικρή γνώση της ρωσικής γλώσσας, την εθνιστική ιδεολογία και τη μεγάλη επίδραση της θρησκείας στον ελληνικό πληθυσμό. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια των Ελλήνων διανοουμένων για τη συγκρότηση μιας ελληνικής σοβιετικής εκπαίδευσης και ενός, ανεξάρτητου από την Ελλάδα, ελληνικού σοβιετικού πολιτισμού. Τα προβλήματα συζητιούνταν σε συνέδρια Ελλήνων διανοουμένων. Αρχικά το επίκεντρο της όλης προσπάθειας βρισκόταν στη νότια Ρωσία, στην κοιλάδα του Κουμπάν, περιοχή της πόλης Κρασνοντάρ. Η προσπάθεια αναπτύχθηκε στα πλαίσια της εθνικής πολιτικής του νέου συστήματος και της οργάνωσης των Ελλήνων σε ιδιαίτερα τμήματα μέσα στο Κόμμα.
 
Οι Αυτόνομες Σοβιετικές Ελληνικές Περιοχές
 
Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 άρχισε να διαμορφώνεται το αίτημα της διοικητικής-εδαφικής αυτονομίας, στα πλαίσια της νέας εθνικής πολιτικής που εγκαινιάστηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και προβλήθηκε συστηματικά στις ελληνικές εκδόσεις. 
Σε μερικές περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό σημειώθηκε η ανακήρυξη της ελληνικής γλώσσας σε κύρια γλώσσα, μαζί με τη ρωσική και τη γλώσσα της Δημοκρατίας. Αυτό συνέβη στην Αμπχαζία με μια ιστορική απόφαση του Προεδρείου της Εκτελεστικής Επιτροπής της Περιφέρειας και της πόλης Σοχούμι για την καθιέρωση τριών γλωσσών. Στην απόφαση τονίστηκε ότι η καθιέρωση της κύριας γλώσσας κάθε περιοχής καθορίστηκε από την εθνική πλειοψηφία στα αγροτικά σοβιέτ. Με βάση την απόφαση, σε έξι περιοχές θεσπίστηκε η ελληνική γλώσσα, σε πέντε η ρωσική, σε τέσσερις η γεωρ- γιανή και σε μία η αρμενική. 
Όμως η σημαντικότερη εξέλιξη για τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η δημιουργία αναγνωρισμένων Εθνικών Περιοχών, εκεί όπου η ελληνική εθνότητα αποτελούσε την πλειονότητα. Ως το 1938 είχαν δημιουργηθεί τέσσερις αυτόνομες ελληνικές περιοχές στη Σοβιετική Ένωση, με τάση επέκτασης σε όλες τις περιοχές που κατοικούσε συμπαγής ελληνικός πληθυσμός. To σύστημα διοικητικής διαίρεσης της Σοβιετικής Ένωσης ευνοούσε την ανάδειξη αυτόνομων ελληνικών περιοχών. Το σύστημα αυτό ήταν διαρθρωμένο πυραμιδωτά ως εξής: Σοβιετική Ένωση, Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, Αυτόνομες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, Αυτόνομες Περιφέρειες, Αυτόνομες Περιοχές. 
Αρχικά δημιουργήθηκαν τρεις αυτόνομες ελληνικές περιοχές στη νότια Ουκρανία, στο Ντονιέτσκ και στη Μαριούπολη. Αυτό έγινε το πρώτο εξάμηνο του 1928 με απόφαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας. Η μεγαλύτερη απ’ αυτές ήταν η Μαγκουσοβίτικη Περιοχή, με πρωτεύουσα την κωμόπολη Μάγκους. 
Μία από τις περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης που είχε μεγάλο ελληνικό πληθυσμό είναι αυτή που βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Κουμπάν, στη νότια Ρωσία. Η κοιλάδα του Κουμπάν χωριζόταν στις Περιφέρειες Μαύρης Θάλασσας (Τserno Morie Okrug) και Κουμπάν. Η εγκατάσταση των Ελλήνων σε πέντε χωριά της περιοχής του Κουμπάν χρονολογείται από το 1864. Την ίδια ακριβώς περίοδο άρχισαν να εμφανίζονται και οι παραθαλάσσιοι ελληνικοί οικισμοί στην Περιφέρεια Μαύρης Θάλασσας. Η μεγαλύτερη ελληνική κοινότητα της περιοχής ήταν αυτή της πόλης Αικατερινοντάρ (αργότερα Κρασνοντάρ), όπου υπήρχε και μια από τις πιο δυναμικές αυτονομιστικές ποντιακές οργανώσεις την περίοδο της εξέλιξης του Ποντιακού Ζητήματος. Οι πληθυσμοί των χωριών σημείωσαν μεγάλη αύξηση, όταν κατέφθασαν οι πρόσφυγες από τον Πόντο και τον Καύκασο. 
Στις 27 Φεβρουαρίου 1930, με διαταγή της Εκτελεστικής Επιτροπής Περιοχής του Κόμματος (Κrai Is Polkom), δημιουργήθηκε εντός των διοικητικών ορίων της Περιφέρειας Μαύρης Θάλασσας, Ελληνική Περιοχή (Gretseski Rayion) με κέντρο την κωμόπολη Κριμσκ. Είχε προηγηθεί ένταση μεταξύ των Ελλήνων και των Κοζάκων για το σχετικό αίτημα των Ελλήνων. Το θέμα λύθηκε υπέρ των ελληνικών θέσεων από τα κομματικά όργανα και αυτή ήταν η αφορμή που «...σηκώθηκαν ξανά και έκαναν φασαρίες (οι Κοζάκοι)». Οι άνθρωποι που έζησαν στο καθεστώς της Ελληνικής Περιοχής μαρτυρούν ότι η ίδρυσή της ξεκίνησε με πρωτοβουλία Ελλήνων κομμουνιστών και ότι το βασικό κίνητρο για την αποδοχή του αιτήματος από τις σοβιετικές αρχές, ήταν να εμπνεύσουν τον ελληνικό πληθυσμό ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα υπηρετεί όλα τα έθνη, δίχως διακρίσεις. Ως βασικός εμπνευστής της ίδρυσης της Ελληνικής Περιοχής, θεωρείται ένας Έλληνας, υψηλόβαθμο κομματικό στέλεχος της περιοχής, ο Κουντούρης. Υποστηρίζεται επίσης ότι ο Κουντούρης κατάφερε να πάρει την έγκριση για την υλοποίηση της ιδέας. 
Η Ελληνική Περιοχή δημιουργήθηκε παίρνοντας ένα μέρος από την Περιοχή του Αμπίνσκ (Αbinski Rayion) της Περιφέρειας Κουμπάν και ένα μέρος της Περιοχής του Κριμσκ (Κrimski Rayion). Στην Ελληνική Περιοχή ανήκαν 32 οικισμοί. Η πλειονότητα του πληθυσμού ήταν Έλληνες, οι οποίοι υπολογίζονταν σε 60.000. Οι αρχές της περιοχής, δηλαδή η Περιφερειακή Επιτροπή του κόμματος και η εισαγγελία, απαρτίζονταν από Έλληνες. Πρώτος Γενικός Γραμματέας του κόμματος της περιοχής ήταν ο Διαμαντίδης, τον οποίο αντικατέστησε το 1935 ο Κουντούρης. Η ίδρυση της Ελληνικής Περιοχής –στην οποία επικρατούσε η ελληνική γλώσσα ενώ οι επιγραφές των δρόμων, των δημοσίων καταστημάτων, των σχολείων, των αστυνομικών τμημάτων ήταν στα ελληνικά– λειτούργησε ως μαγνήτης για τους Έλληνες οι οποίοι συνέρρεαν σε αυτήν. 
Τον πρώτο χρόνο της ύπαρξης της Ελληνικής Περιοχής εντάχθηκε στα κολχόζ το 17,9% των νοικοκυριών. Το δεύτερο χρόνο το ποσοστό έφτασε το 63%. Η κύρια παραγωγή της Περιοχής ήταν ο καπνός, ο οποίος κάλυπτε το 79,8% της καλλιεργούμενης έκτασης. Το δεύτερο χρόνο αποφασίστηκε σε κομματικό συνέδριο της περιοχής η μετατροπή της σε εξειδικευμένη μονοκαλλιεργούμενη περιοχή καπνού. Όσοι αντέδρασαν στη μετατροπή των δήμων τους σε καπνοπαραγωγικούς, κατηγορήθηκαν ως οπορτουνιστές. Ο αρχικός στόχος ήταν να παραδώσει η Ελληνική Περιοχή 2.500 τόνους καπνού στο κράτος. Kατά τη διάρκεια της ανοιξιάτικης σποράς του 1932 η Ελληνική Περιοχή εκπλήρωσε μόνο το 53% του πλάνου της.
Ο απολογισμός για τη δεύτερη επέτειο της Ελληνικής Περιοχής, που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα, τελειώνει με το συμπέρασμα ότι οι πρόοδοι της κομματικής οργάνωσης στο χτίσιμο της Περιοχής ήταν αποτέλεσμα της σωστής κομματικής γραμμής που κρατήθηκε και του διμέτωπου αγώνα κατά του οπορτουνισμού, από τη μια με τη δεξιά παρέκκλιση ως πιο επικίνδυνη και από την άλλη με τον αριστερό αντεπαναστατικό τροτσκισμό, το μεγαλοκρατικό σοβινισμό και τον ελληνικό ντόπιο εθνικισμό. 
Η Ελληνική Περιοχή αντιπροσωπεύτηκε από την Άννα Τσιμιάνοβα στο 15ο Πανρωσικό και στο 6ο Πανενωσιακό Συνέδριο των Σοβιέτ. Ο πλήρης τίτλος της αντιπροσώπου στα συνέδρια ήταν «Αντιπρόσωπος της Ελληνικής Περιοχής της Βορειοκαυκασιανής Περιφέρειας». Η Άννα Τσιμιάνοβα ήταν το 1930 πρόεδρος της κοινότητας Μερτσάν και από το 1921 μέλος του κόμματος. Κάτω από τη διοίκησή της έγινε η κολεκτιβοποίηση το 1930 και δημιουργήθηκε το κολχόζ “Κράσνογιε Ζνάμια”. 
Στα πλαίσια της συγκέντρωσης των ελληνικών δραστηριοτήτων της νότιας Ρωσίας στην Ελληνική Περιοχή, μεταφέρθηκε το 1936 στην κωμόπολη Κριμσκ, στην πρωτεύουσα δηλαδή της Περιοχής, από το Ροστόβ επί του Ντον, όπου βρισκόταν εγκατεστημένος, ο μεγαλύτερος ελληνικός εκδοτικός οίκος της Σοβιετικής Ένωσης, ο “Κομμουνιστής”, ο οποίος εξέδιδε και την ομώνυμη εφημερίδα. Γύρω από τον εκδοτικό οίκο είχε συγκροτηθεί ήδη μια δυναμική ελληνική ομάδα.
Το μοντέλο δημιουργίας ενός δικτύου αντίστοιχων αυτόνομων ελληνικών περιοχών, εκεί όπου κατοικούσε συμπαγής ελληνισμός, ήταν μέσα στη λογική της ομάδας του “Κομμουνιστή”. Η εφημερίδα Κόκκινος Καπνάς, που εκδιδόταν λίγο νοτιότερα, στο Σοχούμι, όπου επίσης υπήρχε ισχυρή ελληνική κοινότητα με σημαντική ελληνική ενδοχώρα, μας πληροφορεί τον Οκτώβριο του 1933 ότι η εφημερίδα Κομμουνιστής αγωνίστηκε για τη δημιουργία Ελληνικής Περιφέρειας στην Αμπχαζία. Στην περιοχή αυτή υπήρχε σημαντική εκπροσώπηση των Ελλήνων στα διάφορα όργανα. Στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Αμπχαζίας, το 1936 ο ελληνικός πληθυσμός διέθετε έξι εκπροσώπους και από έναν στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Γεωργίας και την Εκτελεστική Επιτροπή της Υπερκαυκασιανής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας.
Το σύνολο της κομματικής ηγεσίας της Ελληνικής Περιοχής θα συλληφθεί με τις σταλινικές διώξεις του 1937-38 και τα περισσότερα στελέχη θα καταδικαστούν με συνοπτικές διαδικασίες και θα εκτελεστούν.
 
Η προσαρμογή της ελληνικής παιδείας στο σοβιετικό περιβάλλον
 
Η ελληνική παιδεία στο ρωσικό χώρο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση βασιζόταν σ’ ένα δίκτυο κοινοτικών σχολείων με δασκάλους εκπαιδευμένους είτε στην Τραπεζούντα είτε στην Κωνσταντινούπολη είτε στην Αθήνα. Παρόλες τις αντιξοότητες που δημιουργήθηκαν από τη μεγάλη διασπορά του ελληνικού πληθυσμού και την πανσλαβιστική στάση των ρωσικών αρχών, η ελληνική εκπαίδευση στη Ρωσία είχε να επιδείξει μεγάλες επιτυχίες. Τα ελληνικά σχολεία αποτελούσαν αναγκαιότητα, γιατί μεγάλο μέρος των Ελλήνων της Ρωσίας αγνοούσε τη ρωσική γλώσσα. Επίσημη γλώσσα της ελληνικής εκπαίδευσης ήταν η καθαρεύουσα. Η παράδοση αυτή, που εκπορευόταν από τα εκπαιδευτικά κέντρα του ελληνισμού, είχε αποτελέσει επιλογή των ίδιων και είχε θεσμοθετηθεί με απόφαση που πάρθηκε το 1917, στο “Πρώτο των εν Ρωσσία Ελλήνων Συνεδρίου εν Ταϊγανίω.” Σύμφωνα με την απόφαση αυτή η διδασκαλία στα ελληνικά σχολεία θα γινόταν «εις την γενικώς παραδεδεγμένην καθαρεύουσαν εθνικήν γλώσσαν.» 
Από τις πρώτες μέρες της κατάληψης της εξουσίας από τους μπολσεβίκους δημιουργήθηκε το Λαϊκό Επιτροπάτο για την Εκπαίδευση (δηλαδή το υπουργείο Παιδείας). Τα πρώτα διατάγματα της νέας σοβιετικής εξουσίας συντάχθηκαν με πρωτοβουλία του Β. Ι. Λένιν. Στις 5 Ιουνίου 1918 το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων ενέκρινε διάταγμα για τη μεταφορά των εκπαιδευτικών και μορφωτικών ιδρυμάτων όλων των τμημάτων κάτω από τη δικαιοδοσία του Λαϊκού Επιτρόπου για την Εκπαίδευση, βάζοντας έτσι τις βάσεις για τη δημιουργία του κρατικού συστήματος σοβιετικής εκπαίδευσης. 
Το 1ο Ελληνικό Εργατοχωρικό Συνέδριο, που συνήλθε στις 10 Μαΐου του 1921 στο Κρασνοντάρ, ασχολήθηκε με την εκπαιδευτική πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Αφού τόνιζε ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι απελευθερώθηκαν από την οικονομική σκλαβιά και έχουν πλήρη ελευθερία για να αρχίσουν τη ζωή τους πάνω σε νέες αρχές, καλούσε σε κινητοποίηση όλους τους εκπαιδευτικούς, τους οποίους ονόμαζε «εργάτες εκπαιδεύσεως και μορφώσεως» ώστε: να διεξαχθεί αμείλικτος αγώνας κατά των αντεπαναστατικών στοιχείων, να δημιουργηθούν οι «ερυθροί δάσκαλοι», να καταδιωχθούν όσοι παραβαίνουν τους σοβιετικούς κανόνες και να μορφωθεί ο ελληνικός λαός. Οι εκκλήσεις προς «τους ελληνοεργατοχωρικούς και λοιπούς πολίτας της Ρωσίας... περί της κατεπειγούσης διοργανώσεως και διευθετήσεως των σχολείων» συνδυάστηκαν ιδεολογικά με τη νέα εθνική πολιτική, «... καθότι παρέχεται υπό της Σοβ. κυβερνήσεως απόλυτος ελευθερία ενεργείας και αυτοδιοικήσεως των πραγμάτων εις κάθε εθνότητα.» Τονίστηκε η διαφορά με το προηγούμενο καθεστώς, εφόσον η σημερινή «αρχή δεν προσπαθείνα μας αλλάξει την εθνικότητα όπως το έκανε ο τσαρισμός» και επιπλέον το τσαρικό καθεστώς «έβαζε χίλια δυο εμπόδια» στην εκπαίδευση των μειονοτήτων. Οι κατευθυντήριες γραμμές της κυβερνητικής πολιτικής για την έκφραση του εθνικού ζητήματος στην εκπαίδευση ήταν η δημιουργία εθνικών σχολείων, όπως και η ανάπτυξη του ιδιαίτερου πολιτισμού με την έκδοση βιβλίων, εφημερίδων κ.λπ. στη μητρική γλώσσα της κάθε εθνότητας. 
Τα υπάρχοντα κοινοτικά ελληνικά σχολεία ένιωσαν άμεσα την αλλαγή με την κρατικοποίησή τους. Αποκαθηλώθηκαν οι μορφές των ηρώων του ’21 και οι άλλες μορφές από την ιστορία της Ελλάδας. Στους τοίχους αναγράφτηκαν συνθήματα που εξυμνούσαν το νέο καθεστώς. Οι θρησκευτικές εικόνες αντικαταστάθηκαν από συνθήματα του τύπου: «Η θρησκεία είναι το αφιόνι του λαού.» Οι εφημερίδες πρόβαλαν κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις σχολείων, όπως το Ελληνικό Σχολείο του Σοχούμι το οποίο αναπτύχθηκε πολύ μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Είχε ιδρυθεί το 1905 και αναγνωρίστηκε το 1907. Συνέκριναν την αφομοιωτική πολιτική της προσοβιετικής περιόδου με τη σοβιετική. Έτσι λοιπόν τόνιζαν ότι τα περισσότερα μαθήματα στην πρώτη περίοδο, σε αντίθεση με τη δεύτερη, ήταν στη ρωσική γλώσσα, γιατί ο τσαρισμός προωθούσε τον εκρωσισμό και η ελληνική αστική τάξη δεν νοιαζόταν γι’ αυτό. 
Στη σοβιετική περίοδο, όταν το σχολείο έγινε κρατικό, από τετρατάξιο μετατράπηκε σε δεκατάξιο και οι μαθητές του αυξάνονταν συνεχώς. Στο τέλος του 1922 λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία στο Ροστόβ, στο Κρασνοντάρ, στο Νοβοροσίσκ, στο Γκρόζνι, στη Σεβαστούπολη κ.ά. Σε πολλά όμως μέρη που κατοικούσαν Έλληνες τα σχολεία παρέμειναν κλειστά. 
Η γραμμή του κόμματος ήταν: «... και στο μικρότερο ακόμα χωριό πρέπει να διοργανωθούν εφοροεπιτροπαί και να αναλάβουν τη διοργάνωση του οικονομικού μέρους των σχολείων.» Η προσπάθεια για τη δημιουργία σχολείων υπαγορεύτηκε από την πίστη ότι η μόρφωση των ελληνοπαίδων και γενικά το ανέβασμα του μορφωτικού επιπέδου θα οδηγούσαν αναπόφευκτα στην υιοθέτηση της νέας ιδεολογίας και στην απόρριψη των παλιών δοξασιών. Κυριαρχούσε η πίστη ότι, μέσω της εκπαίδευσης, θα προσχωρούσε ο ελληνικός πληθυσμός στις σοσιαλιστικές απόψεις και επιπλέον θα δημιουργούταν νέα διανόηση, αφοσιωμένη στις επιταγές και τους στόχους του νέου καθεστώτος. 
Οι πρώτοι δάσκαλοι ήταν αυτοί της προηγούμενης περιόδου. Ο μικρός όμως αριθμός τους δεν επαρκούσε για τις ταχύτατα αυξανόμενες ανάγκες. Επιπλέον οι νέες αρχές έβλεπαν με δυσπιστία τους παλαιούς δασκάλους, θεωρώντας ότι είναι επηρεασμένοι από την εθνικιστική ιδεολογία. Ειδικά την πρώτη περίοδο, μετά την κατάληψη της νότιας Ρωσίας από τους μπολσεβίκους, η επίθεση κατά των Ελλήνων εκπαιδευτικών ήταν εξαιρετικά έντονη. Εξαιρούσαν φυσικά όσους είχαν λάβει μέρος στις επαναστατικές διεργασίες και εμφορούνταν από σοσιαλιστικές ιδέες. Χαρακτηριστικό ήταν ένα άρθρο του διευθυντή του Σπάρτακου με τίτλο «Ζαντάρμες» (δηλαδή χωροφύλακες) και υπότιτλο «Δεν έγινα δάσκαλος και γλύτωσα από τη μεγαλύτερη μαύρη κηλίδα στη ζωή μου». Ο Σακαρέλλος κατηγορούσε την πλειοψηφία των διανοουμένων ότι διακατέχονταν από αισχρές προλήψεις, ότι ήταν χωροφύλακες των συμφερόντων των εκμεταλλευτών, ότι προωθούσαν συνειδητά την ιδεολογία της καταπίεσης και ότι συναναστρέφονταν τη «μαύρη στρατιά των παπάδων.» Στο τέλος του άρθρου απευθύνθηκε στους διανοούμενους και προπαντός στους δασκάλους με τα εξής συνθήματα: «Κάτω οι ζαντάρμες του καπιταλισμού» και «Κάτω το φαρμακερό φίδι, ο συνεργάτης της παπαδοκρατίας.»
Εκτός από τα μαθήματα, στο σχολείο άρχισαν να οργανώνονται ελληνικά παιδαγωγικά μαθήματα από τις κομμουνιστικές οργανώσεις, με τη βοήθεια διαφόρων πολιτιστικών φορέων. Για παράδειγμα, η Ελληνική Εργατική Λέσχη Νοβοροσίσκ βοηθούσε οικονομικά τα μαθήματα, οργανώνοντας παραστάσεις προς όφελος των σπουδαστών. Για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού ιδρύθηκαν ειδικά σχολεία για αγράμματους και άλλα για ολιγογράμματους. Για την εκπαίδευση των γυναικών ιδρύθηκαν επίσης σχολεία κοπτικής-ραπτικής.
Στα ελληνικά σχολεία άρχισε να διδάσκεται η δημοτική καθώς και η κομμουνιστική κοσμοθεωρία. Δημιουργήθηκε έτσι μια ιδιότυπη ιδεολογική σύγκρουση εντός της ελληνικής κοινότητας, με άμεσο αποτέλεσμα την εμφάνιση πλήθους ανεπίσημων σχολείων, τα οποία ο καθεστωτικός Τύπος αποκαλούσε «κρυφά σχολεία» που «σαν μανιτάρια ύστερα από βροχή φάνηκαν στα τελευταία χρόνια σχεδόν σε κάθε γωνιά.» Ερμηνεύοντας ταξικά το φαινόμενο, υποστήριζε ότι τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν για τα παιδιά των αστών. Υποστήριζε επίσης ότι η απομάκρυνση των παιδιών αυτών από τα κρατικά σχολεία γινόταν «για να μη μολυνθούν από το μικρόβιον του κομμουνισμού» και για να μην συγχρωτίζονται με τα προσφυγόπουλα από τον μικρασιατικό Πόντο, που είχαν καταφύγει στις ρωσικές περιοχές για να γλυτώσουν τη Γενοκτονία που ήδη από το 1916 άρχισε να πραγματοποιεί συστηματικά ο τουρκικός εθνικισμός στα μαυροθαλασσίτικα παράλια.
Οι κατευθυντήριες γραμμές της κυβερνητικής πολιτικής για την έκφραση του εθνικού ζητήματος στην εκπαίδευση ήταν η δημιουργία εθνικών σχολείων, όπως και η ανάπτυξη του ιδιαίτερου πολιτισμού με την έκδοση βιβλίων, εφημερίδων κ.λπ. στη μητρική γλώσσα της κάθε εθνότητας. Ο στόχος της εκπαίδευσης και του πολιτισμού έπρεπε να είναι:
«Σοσιαλιστικός στο περιεχόμενο και εθνικός στη μορφή, για να αναθρέφει τις μάζες με πνεύμα διεθνιστικό και να δυναμώνει τη δικτατορία του προλεταριάτου.»
Το παραπάνω απόσπασμα από άρθρο του Κώστα Τοπχαρά, στην αυθεντική του μορφή –ποντιακή με φωνητική γραφή– έχει ως εξής:
«Σοςιαλιστικον ςο περιεχομενον αθε κε εθνικον ςιν φορμαν κυλτυραν, ντο ες ςκοπον να αναθρεβ τα μαζας με πνεμαν ιντερνατςιοναλιςμυ κε να διναμον τιν διχτατοριαν τυ προλεταριατυ.»
 
Το γλωσσικό ζήτημα και η μεγάλη μεταρρύθμιση
 
Η αξιοποίηση του λενινιστικού μοντέλου για τις εθνότητες ευνόησε την ανάπτυξη, καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, μιας ιδιαίτερα σημαντικής ελληνικής πολιτιστικής παραγωγής. Επιπλέον, επέτρεψε λόγω του ευνοϊκού πολιτικού πλαισίου, την επικράτηση των ακραίων αντιλήψεων των Ελλήνων δημοτικιστών, οι οποίες υλοποιήθηκαν με την κατάργηση της καθαρεύουσας και του 24γράμματου αλφαβήτου και την υιοθέτηση της δημοτικής και του 20γράμματου. Παράλληλα εμφανίστηκε για πρώτη, και ίσως τελευταία φορά μέσα στον ιστορικό χρόνο, η αριστερή κριτική στο δημοτικισμό με την απαίτηση των ελληνικών διαλέκτων (ποντιακή και μαριουπολίτικη) να καταλάβουν τη θέση της επίσημης ελληνικής γλώσσας, αμφισβητώντας την καθολικότητα της δημοτικής. 
Στις 10 Μαΐου 1926 σε Πανενωσιακή Σύσκεψη των Ελλήνων διανοουμένων στη Μόσχα, «Πανσυνδεσμιακή Σύσκεψη» όπως ονομάστηκε, αποφασίστηκε η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη θέση της καθαρεύουσας και η αντικατάσταση του 24γράμματου αλφαβήτου με το 20γράμματο. Με την απόφαση αυτή: καταργήθηκαν οι δίφθογγοι, διατηρήθηκαν μόνο το «ι» και το «ο», στη θέση του «ου» καθιερώθηκε το «υ», στη μικρογράμματη γραφή παρέμεινε μόνο το «ς» ενώ καταργήθηκε το «σ», τα διπλά σύμφωνα γράφονταν αναλυτικά (δηλαδή το «ξ» ως «κς» και το «ψ» ως«πς») και καθιερωνόταν το ενωτικό στις κτητικές αντωνυμίες. Το «ν» στο τέλος των λέξεων έμπαινε όταν η λέξη που ακολουθούσε άρχιζε με «μ», «π», «τ» ή φωνήεν. Καταργήθηκαν τα πνεύματα και η περισπωμένη. Ο τόνος καταργήθηκε στις μονοσύλλαβες λέξεις και στη λήγουσα.
Η τελική απόφαση του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΠΚΕΝΑ ανακοινώθηκε στις 21 Απριλίου του 1934 στη Μόσχα, όπου λάμβανε χώρα η 1η Πανενωσιακή Ελληνική Σύσκεψη, απ’ όλες τις περιοχές της ΕΣΣΔ. Η απόφαση ανακήρυσσε τη δημοτική ως την επίσημη φιλολογική γλώσσα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης και επέβαλε την αποκλειστική χρήση της στα σχολεία. Επέτρεπε όμως την επικουρική χρήση των τοπικών ελληνικών διαλέκτων, κυρίως στις κατώτερες τάξεις, ώστε να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες που πιθανόν θα προέκυπταν από τη μη γνώση της δημοτικής.
 
Εκδοτικοί Οίκοι και έντυπες εκδόσεις
 
Η πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης ήταν από τις προτεραιότητες του νέου συστήματος. Η ιεράρχηση της πολιτιστικής ανάπτυξης στις πρώτες θέσεις καθορίστηκε από την πίστη των νέων κυρίαρχων ότι με την «πνευματική άνοδο των μαζών» θα ηττηθεί ο «συντηρητισμός» και «οι αντιδραστικές δυνάμεις.» Για την υλοποίηση των στόχων θεωρήθηκε πρωταρχική η οργάνωση ενός ελληνικού εκδοτικού οίκου, o oποίος θα ανταποκρινόταν στις μεγάλες ανάγκες που είχαν προκύψει και θα βοηθούσε τα Ελληνικά Κομμουνιστικά Τμήματα. 
Το πρώτο μέλημα του Ελληνικού Τυπογραφείου θα ήταν η έκδοση μιας καθημερινής ελληνικής εφημερίδας, η οποία θα ήταν όργανο των κομμουνιστικών τμημάτων και θα επηρέαζε τις πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές του ελληνικού πληθυσμού. Για την ίδρυση του τυπογραφείου, το Ελληνικό Κομμουνιστικό Τμήμα του Νοβοροσίσκ του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος καλούσε όλα τα αντίστοιχα Ελληνικά Τμήματα να κάνουν γνωστές τις προτάσεις τους για το πού θα έπρεπε να εγκατασταθεί το Κεντρικό Τυπογραφείο, για να μπορεί εύκολα να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλου του ελληνισμού. Καλούσε τις άλλες τοπικές εφημερίδες να διαθέσουν τα επιπλέον τυπογραφικά στοιχεία που τους περίσσευαν. Εκτός από την έκδοση ημερήσιας ελληνικής εφημερίδας, το Κεντρικό Τυπογραφείο είχε ως στόχο να συγκεντρώσει τις καλύτερες δυνάμεις απ’ τον ελληνισμό της Ρωσίας, ώστε να εκδίδει στην ελληνική γλώσσα την πλούσια ρωσική επαναστατική φιλολογία και να βοηθά τις σχολικές εργασίες με την έκδοση ή ανατύπωση νέων σχολικών βιβλίων, συμβατών με το νέο σοβιετικό σύστημα.
Στην κατεύθυνση των προτάσεων αυτών συγκροτήθηκαν τα δύο μεγάλα ελληνικά εκδοτικά. Ο εκδοτικός οίκος “Κομμουνιστή.” (“Κομυνιςτις”), με έδρα το Ροστόβ επί του Ντον για τους Έλληνες της νότιας Ρωσίας και της Υπερκαυκασίας, και ο εκδοτικός οίκος “Κολεχτιβιστής” (“Κολεχτιβιςτις”), με έδρα τη Μαριούπολη για τον ελληνισμό της Ουκρανίας. Συνολικά δημιουργήθηκαν τέσσερις ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι: στο Ροστόβ, στην Κρίμσκαγια, στη Μαριούπολη και στο Σοχούμι. Ο εκδοτικός οίκος “Κομμουνιστής” άρχισε τη δραστηριότητά του πιθανόν πριν από το 1928, ενώ ο εκδοτικός οίκος “Κολεχτιβιστής” άρχισε τη δράση του το 1930.
Πριν από τη λειτουργία των δύο ελληνικών αυτών εκδοτικών οίκων, στα πλαίσια του “Κεντρικού Εκδοτικού των Εθνοτήτων της ΕΣΣΔ”, λειτουργούσε στη Μόσχα, έως το 1929, ελληνικός εκδοτικός οίκος. Το πρώτο βιβλίο που τύπωσαν οι μοσχοβίτικες εκδόσεις ήταν ένα αναγνωστικό για ενήλικες του Δ. Ν. Σαβώφ με τίτλο Κόκκινες Αχτίδες. Αλφαβητάριο για τους ηλικιωμένους αγράμματους. Από τον εκδοτικό αυτό οίκο κυκλοφόρησαν άλλες δύο τουλάχιστον εκδόσεις. Τα επόμενα βιβλία προέρχονταν από το Ροστόβ επί του Ντον το 1928. Ήταν εκδόσεις του “Κραινατσιστάτ του Βόρειου Καυκάσου”. Απ’ αυτές τις εκδόσεις τυπώθηκε και η Γραμματική της Νεοελληνικής Γλώσσας του Κ. Τοπχαρά.
Επίσης, πριν από τη δημιουργία στο Δονμπάς του ελληνικού εκδοτικού οίκου “Κολεχτιβιστής”, εκδόθηκαν δύο βιβλία για τα ελληνικά πράγματα της Ουκρανίας. Το πρώτο εκδόθηκε το 1932 στα ουκρανικά από τη λαογράφο Κασάνδρα Κοστάν με το ψευδώνυμο της Αλεξάνδρας Κωνσταντίνωφ και αναφέρεται σε έργα Ελλήνων λαϊκών ποιητών και συγγραφέων σε ουκρανική μετάφραση. Το δεύτερο, επίσης στα ουκρανικά, εκδόθηκε από τον Γιάλη το 1931 στο Χάρκοβο. Αναφερόταν στην πολιτική οργάνωση των ελληνικών χωριών της Ουκρανίας, στην οικονομική τους κατάσταση, στην εκπαίδευση και στις πολιτιστικές τους δραστηριότητες.
Με τη δημιουργία των εκδόσεων “Κομμουνιστής” και “Κολεχτιβιστής” άρχισε η περίοδος της ύπαρξης ολοκληρωτικά ελληνικών εκδοτικών οίκων. Ο σημαντικότερος από τους δύο αυτούς εκδοτικούς οίκους ήταν αυτός του “Κομμουνιστή”, ο οποίος εξέδιδε και την ομώνυμη εφημερίδα. Η εφημερίδα Κομμουνιστής αποτελούσε τη συνέχεια της εφημερίδας Σπάρτακος και είχε τη μεγαλύτερη κυκλοφορία απ’ όλες τις ελληνικές εφημερίδες της Σοβιετικής Ένωσης. Η εκδοτική ομάδα του “Κομμουνιστή” ανέλαβε την έκδοση όλων των ελληνικών σχολικών βιβλίων. Το ίδιο έκανε και ο εκδοτικός οίκος του “Κολεχτιβιστή” με έδρα το Δονμπάς της νότιας Ουκρανίας, ο οποίος λειτουργούσε στα πλαίσια του ουκρανικού κρατικού εκδοτικού οίκου των εθνικών μειονοτήτων. Εξέδιδε ελληνικά βιβλία στη δημοτική και στα μαριουπολίτικα.
Η προσπάθεια αυτή ολοκληρώθηκε με τη μετεξέλιξη σε Κόκκινο Καπνά (Κόκκινος Καπνεργάτης) της εφημερίδας Κομμουνιστής που εκδιδόταν στο Σοχούμι της Αμπχαζίας (Γεωργία-Καύκασος) και κάλυπτε το χώρο των Ελλήνων της Υπερκαυκασίας, με τάσεις πανσοβιετικής εξάπλωσης.
 
Το τέλος του πειράματος: Τα “τιμωρημένα έθνη”
 
Η υιοθέτηση από τη σοβιετική ηγεσία άλλων προσανατολισμών στο εθνικό ζήτημα, κατά την περίοδο της πλήρους κυριαρχίας της σταλινικής της εκδοχής, οδήγησε το 1937 στην ακύρωση όλης της προηγούμενης δημιουργικής περιόδου, με την εξόντωση της ελληνικής ηγεσίας, την απαγόρευση της ελληνικής παιδείας, την κατάργηση των αυτόνομων ελληνικών περιοχών και τέλος, με τη μαζική, βίαιη μετακίνηση μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού στην Κεντρική Ασία και στη Σιβηρία. Οι διώξεις αυτές, κατά περιοχές συνδυάστηκαν με την εθνική ομογενοποίηση που προωθούσαν οι τοπικές σταλινικές ηγεσίες. Οι Έλληνες, μεγάλο μέρος των οποίων ήταν πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αντιμετωπίστηκαν σκληρά. Θεωρήθηκαν συλλήβδην “εχθροί του λαού” και δυνάμει “πράκτορες της καπιταλιστικής Ελλάδας”. Τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν, τα τυπογραφεία καταστράφηκαν, οι Αυτόνομες Ελληνικές Περιοχές καταργήθηκαν. Η φυσική ηγεσία των Ελλήνων εξοντώθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Oι μεγαλύτερης έκτασης συλλήψεις Ελλήνων έγιναν στην κοιλάδα του Κουμπάν, στη Νότια Ρωσία. Η μυστική αστυνομία συνέλαβε μαζικά τους Έλληνες άνδρες από 16 ετών και άνω. Στην περιοχή αυτή δεν υπήρχε ελληνική οικογένεια που να μην είχε θύματα. Οι επιζώντες θυμούνται έντονα τις σκηνές των συλλήψεων και των πορειών των συλληφθέντων με τη συνοδεία έφιππων αστυνομικών. Οι αρχές γύριζαν από σπίτι σε σπίτι στις ελληνικές κοινότητες και κατείσχαν τα πάντα, ελληνικά διαβατήρια, φωτογραφίες και γράμματα από την Ελλάδα. Οι Έλληνες κάτοικοι της περιφέρειας του Κρασνοντάρ, όπου έγιναν οι μεγαλύτερες συλλήψεις, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους τρομοκρατημένοι και κατέφευγαν σε σπίτια ντόπιων για να σωθούν. Η κύρια κατηγορία που απαγγέλθηκε στην Ελληνική Περιοχή ήταν ότι οι κάτοικοί της ανήκαν σε παράνομες ελληνικές εθνικιστικές οργανώσεις, που στόχευαν στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και στη δημιουργία ελληνικής δημοκρατίας στη νότια Ρωσία. Μαζί με τους ντόπιους Έλληνες (Μαριουπολίτες και Πόντιους) εξοντώθηκε και το σύνολο σχεδόν των μελών και των φίλων του ΚΚΕ που είχαν διαφύγει από την Ελλάδα και είχαν εγκατασταθεί στην ΕΣΣΔ.
Στη δεκαετία του ’40, οι διώξεις ολοκληρώνονται με τη βίαιη μεταφορά μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού στην Κεντρική Ασία. Η τελευταία εκτόπιση έλαβε χώρα στις 13 Ιουνίου 1949. Τα σταλινικά στρατεύματα περικύκλωσαν τα ελληνικά χωριά του Καυκάσου και υποχρέωσαν τους κατοίκους τους να τα εκκενώσουν μέσα σε λίγες ώρες. Η υποχρεωτική αυτή εκτόπιση, υπήρξε η τελευταία πράξη μιας σειράς βίαιων ενεργειών των σοβιετικών αρχών κατά της ελληνικής μειονότητας. Οι διώξεις αυτές, που αποτελούν μια από τις πλέον άγνωστες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, ξεκινούν το 1937 και τερματίζονται το 1949.
Οι σταλινικές διώξεις αποτελούν επίσης και ένα από τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά του ελλαδικού κομμουνιστικού κινήματος. Στο τελευταίο γράμμα-διαθήκη του Νίκου Ζαχαριάδη –ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ, αλλά εξόριστου στο Σουργκούτ της Σιβηρίας μετά την αποσταλινοποίηση– εμπεριέχεται η σαφής εντολή προς τους επιγόνους του στο Κόμμα: «Κάποτε θα πρέπει να ζητήσετε –ακόμα και με απόφαση συνεδρίου– όλα τα χαρτιά της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ, της Κα-Γκε-Μπε, που αφορούν το ΚΚΕ και το κίνημα, τους αγωνιστές μας που χάθηκαν εδώ στη Σιβηρία (σαν τον Κλειδωνάρη, Φλαράκο, Χαϊτά και άλλους πολλούς). Αυτή είναι ιερή υποχρέωσή μας. Το 1947 εγώ ζωντανούς βρήκα μονάχα δύο».
 
* Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας του ΑΠΘ, μαθηματικός. Μελέτησε τις ελληνικές σοβιετικές κοινότητες κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Αντικείμενο της διδακτορικής του μελέτης υπήρξε η εφημερίδα Κόκκινος Καπνάς, που εκδιδόταν στο Σοχούμι της Υπερκαυκασίας. Το παραπάνω άρθρο βασίζεται σε τρεις μονογραφίες του: α) Ποντιακός ελληνισμός. Από τη γενοκτονία και το σταλινισμό στην περεστρόικα, Θεσσαλονίκη, 1990, β) Παρευξείνιος Διασπορά, Θεσσαλονίκη, 1997 και Η εφημερίδα Κόκινος Καπνας και ο ελληνισμός του Καυκάσου, Αθήνα, 2010.
 
** Η ελληνική καταγωγή του στρατάρχη Ζούκοφ αναφέρθηκε από την κόρη του και δημοσιεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στο μοσχοβίτικο περιοδικό Ogoniek. Η πληροφορία αυτή περιλαμβάνεται και σε άρθρο του Γαβριήλ Ποπόφ: Gavriil Popov, “Marshal pobedy” (Ο στρατάρχης της νίκης), εφημ. Afinski Kourier, 1-8 Μαρτίου 2012, σελ. 26.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου