Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Στις 12 Μάη 1947 εγκαινιάζεται το στρατόπεδο της Μακρονήσου

  • Η Σφαγή των 300 φαντάρων και η εξαφάνιση των σορών τους (μαρτυρίες)
  • Η δήλωση Τσάτσου
  • Οι πρακτικές
Στις 12 Μαΐου του 1947, εν μέσω του ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου, εγκαινιάζεται το στρατόπεδο της Μακρονήσου, στο ομώνυμο ξερονήσι απέναντι από το Λαύριο. Το στρατόπεδο θα αποτελέσει στρατόπεδο συγκέντρωσης και τόπο εξορίας χιλιάδων για τους οποίους το καθεστώς έκρινε ότι... έχρηζαν κοινωνικής, πολιτικής ή εθνικής αναμόρφωσης.
 
Η Μακρόνησος δεν ήταν απλώς ένας τόπος εξορίας. Η σκληρότητα των βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα εκεί κάνει φανερό ότι επρόκειτο για ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης.
Με πρόσχημα την «αναμόρφωση» των κρατουμένων, ασκούνταν σωματική και ψυχολογική βία ώστε να καμφθεί η συνείδηση και το φρόνημά τους με σκοπό να αποκηρύξουν με γραπτές "δηλώσεις μετανοίας" τα φρονήματά, τις ιδέες ή τα ιδανικά τους. 
Ακολουθούσαν επιστολές που θα έπρεπε να συντάξει ο "ανανήψας" και οι οποίες απευθύνονταν στο δάσκαλο του χωριού του, τον παπά ή τον κοινοτάρχη με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά και ομιλίες προς τους υπόλοιπους φαντάρους με τις οποίες θα διατράνωνε την πίστη του στα ιδανικά της πατρίδας και θα πιστοποιούσε την μεταμέλειά του όπως και την αποκήρυξη του "εαμοσλαυισμού" κ.λ.π. 
Όλα τα παραπάνω είχαν φυσικα΄σα στόχο την πλήρη καταρράκωση του "μεταμεληθέντος", ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι στη συνέχεια θα του δινόταν όπλο και θα τον έστελναν στο μέτωπο της εμφύλιας σύρραξης, κατά του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ). Χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχαν για το θεάρεστο έργο τους οι εμπνευστές της Μακρονήσου αποτελεί η παρακάτω αναφορά του στρατηγού Βεντήρη, που μιλάει για κέντρα αποτοξίνωσης όσων ήταν... εθισμένοι στην Αριστερά: 
«Τότε απεφασίσθη ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα διά να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας παρεσύροντο από τα απατηλά και δελεαστικά συνθήματα των ερυθρών».
Η... αποτοξίνωση γίνεται με τους κλασικούς τρόπους της ταπείνωσης, του εξευτελισμού και των βασανιστηρίων. Οι μέθοδοι βασανιστηρίων ήταν πολλοί και ανάλογοι με τον βαθμό αριστερής... πάθησης των εξόριστων, όπως είχε κατηγοριοποιήσει τους κρατούμενους ο Μπαϊρακτάρης: «Μεταξύ του στρατευομένου λαού υπήρξε και η μερίς των εμφορουμένων υπό της κομμουνιστικής ιδεολογίας, ήτις ενεφανίζετο ως ασθένεια με τας διαφόρους φάσεις της, 1ον στάδιον, 2ον στάδιον κ.λπ., ανίατος».
Βιασμοί, εγκλεισμός, το άσκοπο βασανιστήριο του κουβαλήματος της πέτρας, η ψυχολογική τρομοκρατία, οι εικονικές εκτελέσεις, ο καθαρισμός του νησιού από τις γόπες, η ταπείνωση του κουρέματος με την ψιλή, δίψα, πείνα και άθλιο φαγητό, το «αεροπλανάκι», όπου υποχρεωνόσουν να κάτσεις ατέλειωτες ώρες στο ένα πόδι και με τα χέρια στην έκταση, το λιντσάρισμα ήταν κάποια από τα περισσότερο γνωστά βασανιστήρια που μπόρεσαν να δημιουργήσουν οι ανθρωποφύλακες της Μακρονήσου.
Να σημειωθεί ακόμη ότι η πλήρης επανένταξη απαιτούσε συχνά και την επίδειξη ιδιαίτερης σκληρότητας από τον "ανανήψαντα" προς τους "αμετανόητους" πρώην συντρόφους του, η οποία εάν δεν ήταν αρκούντως πειστική, προκαλούσε άγρια αντίδραση των φρουρών και την εξαρχής απαίτηση για όλα τα προηγούμενα. Με τον τρόπο αυτό, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου εξασφάλιζαν τη δημιουργία φανατισμένων "γενιτσάρων" (όπως τους αποκαλούσαν όσοι έμεναν αμετακίνητοι στα πιστεύω τους) που αδημονούσαν να οπλισθούν και να πάνε "εθνικά αναβαπτισμένοι" στο μέτωπο.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑΕπικίνδυνοι δια το ..Εθνος..στο αναμορφωτήριο της Μακρονήσου..
Ενώ το Μάρτιο του 1947 σημειώθηκε απόπειρα απόδρασης 7 κρατουμένων οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν από τους φρουρούς, το τραγικό αποκορύφωμα αποτέλεσε η σφαγή 300 και πλέον στρατιωτών και εκατοντάδων τραυματιών στο Α' Τάγμα (επίσημα ανακοινώθηκαν 17 νεκροί και 61 τραυματίες του διημέρου 29 Φεβρουαρίου/1 Μαρτίου 1948) που όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν, σχεδιάσθηκε προκειμένου να εξασθενήσει το φρόνημα των εγκλείστων.
Η σφαγή έλαβε χώρα δύο μήνες μετά την ανακήρυξη από τους αντάρτες της προσωρινής "κυβέρνησης του βουνού".
Ηθική ευθύνη για αυτή την πρακτική αποδίδεται σε πολιτικούς της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Κι αυτό διότι αφενός ανέχθηκαν ή και εκθείαζαν με τις δηλώσεις τους το "αναμορφωτήριο", αφετέρου ουδείς εκ των προαναφερομένων έπραξε οτιδήποτε με πολιτική του παρέμβαση προκειμένου οι υπεύθυνοι του εγκλήματος να λογοδοτήσουν. Αντιθέτως, σε δίκη παραπέμφθηκαν τα θύματα.
Συγκεκριμένα, το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου 4.500 κρατούμενοι φαντάροι ξεκίνησαν συντεταγμένα για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό. 
Όταν οι αλφαμίτες υποχρέωσαν και τους ασθενείς στρατιώτες να ακολουθήσουν, ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες που χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για την ένοπλη επίθεση κατά των κρατουμένων.
Αργότερα διαπιστώθηκαν τα ονόματα 5 νεκρών και 10 βαριά τραυματισμένων.
Το πρωί της επόμενης μέρας, από περιπολικό του Βασιλικού Ναυτικού, ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης απευθύνθηκε με τηλεβόα προς τους κρατούμενους: «Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν” αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…».
Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά».
Ακολούθησε επίθεση κατά των κρατουμένων φαντάρων, με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς. Ο γιατρός του Α” τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 κρατουμένων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού.
Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, αναφέρθηκε σε 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ακατοίκητο νησί Σαν Τζιόρτζιο:
«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. 
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. 
Στο Γ” Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός».
Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός. 
Σ” ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι».
Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να “κανα; Το πιστόλι σε παγώνει… Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας
Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. 
Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»
Το στυγερό έγκλημα της Μακρονήσου βρήκε πλήρη κάλυψη από τον αστικό Τύπο:
«Οι κομμουνισταί προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον», έγραψαν τα «Νέα». Σύμφωνα με τη «Βραδυνή», «…οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσασα απεκατέστησε την τάξιν, εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των», ενώ η «Καθημερινή» αναφέρθηκε σε «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα (που) εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».
Χαρακτηριστική της βαρβαρότητας εκείνων των ημερών ήταν η φρίκη που προκάλεσε σε έναν από τα κεντρικά στελέχη της Διοίκησης του στρατοπέδου. Ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, αξιωματικός του ΕΔΕΣ στα χρόνια της Κατοχής, αγανακτισμένος από το φρικιαστικό έγκλημα, ζήτησε την απομάκρυνσή του από τη Μακρόνησο.
Υπολογίζεται ότι στη Μακρόνησο (εκτός των 60.000 και πλέον αντιστασιακών κομμουνιστών της περιόδου) πέρασαν το 1950 από 1.000 ως 1.200 γυναίκες... Στις 30 Γενάρη του 1950, στην προσπάθειά της να υποχρεώσει τις γυναίκες «να δουλώσουν και να απογράψουν», η διοίκηση της Μακρονήσου προβαίνει σε ένα μέτρο που, αν μη τι άλλο, δείχνει το πόσο αδίστακτοι ήταν οι εκτελεστές των εντολών της άρχουσας τάξης: πρόκειται για την αρπαγή των παιδιών όσων μανάδων τα είχαν μαζί τους.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι πέρα από τη βάρβαρης προέλευσης αυτή πράξη που έγινε όχι επί Γενιτσάρων αλλά το 1950, το βιβλίο σημειώνει σχετικά: στη Μακρόνησο νικήθηκε κάτι χειρότερο κι απ' το θάνατο: ο φόβος της τρέλας.
 Από τη Μακρόνησο βγήκαν αρκετοί τυφλοί, τρελοί, κουφοί, παράλυτοι...

ΔΗΛΩΣΗ Κ.ΤΣΑΤΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ.

Ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: 
«Στη σπαρτιατική αυτή πολιτεία της Μακρονήσου δημιουργούνται οι πρωτοπόροι μιας νέας ηθικής και κοινωνικής ζωής της Ελλάδας, (...) αυτοί θα είναι στο μέλλον οι φορείς και οι ενσαρκωταί του μεγαλύτερου γεγονότος που λαμπρύνει κάθε φορά την ιστορία της ανθρωπιάς επί του υλισμού και της βίας. (...)
 Η Μακρόνησος είναι προπαντός ένα μεγάλο εκπαιδευτήριο και γυρεύει να στηριχθεί στον ορθόν λόγον. (...) 
Μακάρι όλη η Ελλάδα να ήταν μια Μακρόνησος. (...) 
Ολοι στη ζωή μας πρέπει να περνάμε ένα Μακρονήσι.
Η Μακρόνησος μακραίνει και πλαταίνει. Σε λίγο θα σκεπάσει όλη την Ελλάδα. Το εύχομαι. Ήρθα ως δάσκαλος.
Θα ήθελα να βρισκόμουν στη θέση σας. Η ζωή που περνάτε εδώ είναι μια ευλογία. Θέλω να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για ό,τι είδα σήμερα.
Αυτό το θέαμα μου δίνει δύναμη και θα το διακηρύξω παντού».
 
Oι πρακτικές
Απόσπασμα από την εφημερίδα «Μάχη» Απρίλιος 1950. (Μάργαρης, Νίκος: Ιστορία  της Μακρονήσου. τ.2, σ.502-505):
«…Η τρίτη σειρά ήλθε την 20 Οκτωβρίου 1949 και περιελάμβανε τους 10ο και 12ο κλωβούς του στρατοπέδου «Ρέντη», αποτελείτο δε εκ 470 ανδρών. Εις τη σειράν αυτήν κατόπιν επίμονων προσπαθειών και συνεχών παρατάσεων της προθεσμίας υπογραφής δηλώσεως παρέμειναν εις το τέλος περί τους 35 μόνον εξόριστοι άνευ υπογραφής…. 
Η «Μάχη» παραθέτει σε συνέχεια κι ένα απόσπασμα από αφήγηση εξορίστου που το προλογίζει έτσι: Αλλά καλύτερα να μας τα περιγράψη ολ’ αυτά ένα μαρτυρικό θύμα της Γ’ αποστολής, που ήρθε μόλις στις 15 Μαρτίου στην Αθήνα.
 Απελύθει δυνάμει της υπ’ αριθμ. 53/1446/58 της 2/12/49 διαταγής του Υπουργείου Δημ. Τάξεως. Και από την αναμόρφωσιν είχε πάθει: 1) Διάσειση εγκεφαλική. 2) Οιδήματα πνευμονικά κι ακόμη εξ αιτίας τους δεν μπορεί να μιλήση παρά μόνον ψιθυριστά. 3) Αιμοπτύσεις. 4) Αιμάτωμα στο αριστερό μάτι. 5) Δύο κατάγματα στην κνήμη του αριστερού ποδιού. 6) Πολλαπλά κατάγματα στα οστά του δεξιού πλέγματος. 7) Εγκαύματα από τσιγάρα στα χείλη, πίσω από τα’ αυτιά, κάτω από τα δάκτυλα των ποδιών κι’ ανάμεσα στα δάκτυλα των χεριών. 8) Αποστήματα στους μηρούς και τους γλουτούς, για τη διάλυση των οποίων του έκαναν αφαιμάξεις. 9) Απόστημα στη ράχη. 10) Μώλωπες, εκδορές και μαύρισμα σ’ όλο του το σώμα.

Να τι μας αφηγείται το τραγικό αυτό θύμα των «Αναμορφωτηρίων»:
«….Είχαμε σαστίσει από το θέαμα αυτό, από τα τραβήγματα, από τις φωνές και από τα μεγάφωνα που όσο περνούσε η ώρα γινόντουσαν και πιο απειλητικά: Ή θα υπογράψετε αμέσως ή θα πεθάνετε σιγά – σιγά! Κανείς δεν φεύγει χωρίς δήλωση από τη Μακρόνησο! Τρελλοί ή πεθαμένοι θα υπογράψετε!
Μέχρι την 1 η ώρα από τους 500 οι 300 είχαν υπογράψει.
Τους άλλους 200 μας μάζεψαν ξανά και μας έδωσαν δύο ώρες προθεσμία τάχα για να σκεφτούμε. Στην πραγματικότητα η προθεσμία αυτή δόθηκε στους αλφαμίτες για να μπορέσουν με τη βία και το ξύλο να μας τραβούν έναν – έναν στο Α2 για υπογραφή. 
Ξαναμπήκε στο χώρο αυτό που είμαστε, όλος ο κόσμος. Μας καταξέσκισαν με τα τραβήγματα. Μερικούς τους χτύπησαν άσχημα. Ο Βασίλης ο Παπακωνσταντίνου χτυπήθηκε στο κεφάλι και έπεσε λιπόθυμος.
 Άλλους τους έπιασαν 5-6 και τους πήγαιναν στα γραφεία σηκωτούς.

Στις 3 τα μεγάφωνα έδωσαν τη διαταγή ν’ απομακρυνθούν όλοι οι πολίτες του ΕΣΑΙ (Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Ιδιωτών) και οι στρατιώτες και όσοι από μας έκαναν δήλωση.
Μείναμε μόνο 70. Ύστερα απ’ αυτό τα μεγάφωνα έδωσαν νέα διαταγή: «Οι αλφαμίτες να κάνουν ακόμα μια προσπάθεια». Δηλ. να μας πάνε με τη βία στα γραφεία. Τότε ξαναχύθηκε πάλι στο στρατόπεδο, όλο εκείνο το πλήθος με φωνές με ρόπαλα και με ορθοστάτες από τις σκηνές. 
Τριάντα απ’ αυτούς τραβούν και δέρνουν έναν από εμάς, τον βρίζουν, τον ξεσκίζουν, τον σέρνουν κάτω, τον κλωτσούν. Μερικοί λιποθυμούσαν κι άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Ζητούσαμε λίγο νερό και μας έλεγαν: Να η θάλασσα!
Είχαμε μισοτρελλαθεί! Καθώς αποσπούσαν κάθε τόσο δύο-τρεις και τους λυνσάριζαν σχεδόν μπροστά μας, μας έτρωγε η αγωνία: «Πότε θάρθει η σειρά μου;» Αυτό ήταν το πιο φρικτό μαρτύριο.
Ύστερα από κάθε ομαδική επίθεση εναντίον μας, για την οποία έδιναν το σύνθημα οι σάλπιγγες ή τα μεγάφωνα, το δράμα μας έφτανε στο κατακόρυφο. Με αλαλαγμούς και ουρλιάσματα ορμούσαν πάνω στα εξαντλημένα θύματά τους. Περνούσε κάμποση ώρα ανήκουστου βασανισμού και σε λίγο το στρατόπεδο παρουσίαζε μια τραγική για όλους εικόνα και πιο τραγική για όσους από μας μπορούσαν να σηκωθούν και να τη δουν: Κάτω δεκάδες πολτοποιημένα και αναίσθητα σώματα, άλλα κορμιά σπαρτάριζαν με τρομακτικά βογγητά, κι ανάμεσά τους τριγύριζαν τρελλοί, βγάζοντας άναρθρες κραυγές ή φωνάζοντας ασυναρτησίες
Στις 4 είχαμε μείνει 35-40. Τότε δόθηκε από το μεγάφωνο η διαταγή:
«Ν’ απομακρυνθούν όλοι. Η αστυνομία στη θέση της, να τιμωρήσει σκληρά τους προδότες, τους εγκληματίες κλπ.»
Απεχώρησε το πλήθος. Οι αλφαμίτες μας έβαλαν στη γραμμή κατά δυάδες. Τι στιγμή αυτή περνούσανε από μπροστά μας «παρελαύνοντες» όσοι είχαν κάνει δήλωση από τις προηγούμενες αποστολές, ενώ το μεγάφωνο καλούσε τους Εσαΐτες και τους στρατιώτες για ένα «θερμό χειροκρότημα» σε κείνους που είχαν «ανανήψει». Αυτοί, παρά τα χειροκροτήματα, περνούσαν με τα κεφάλια σκυμμένα, σα να πήγαιναν σε κηδεία.
Ύστερα από την παράσταση αυτή, μας πήραν οι αλφαμίτες και μας οδήγησαν προς το ύψωμα για να μας πάνε στη χαράδρα. Από ορισμένες σκηνές βγαίνανε άλλοι αλφαμίτες με τα σύνεργα που θα χρησιμοποιούσαν για την «αναμόρφωσή» μας. Ξύλα από μπαμπού, ορθοστάτες σκηνών, συρματόσκοινα, βούρδουλες από καουτσούκ, τανάλιες για τα νύχια κ.ά.
Από τη στιγμή που βγήκαμε έξω από το χώρο των σκηνών άρχισαν να μας χτυπούν. Πολλοί μας χτυπούσαν στο κεφάλι. Γι’ αυτό μερικοί έπεσαν αναίσθητοι στον ανήφορο, πριν φτάσουμε στη χαράδρα. Όταν φτάσαμε εκεί ο λοχαγός Ιωαννίδης διέταξε να σταματήσει το ξύλο και να καθίσουμε κάτω. Μας τόνισε για τελευταία φορά πως αν δεν κάνουμε δήλωση θα πεθάνουμε κι άρχισε να φωνάζη έναν-έναν:
- Σήκω εσύ απάνω.
Εκείνος που είχε την τύχη συκωνόταν.
- Θα υπογράψεις;
- Όχι!
Αμέσως τον άρπαζαν 5-6 αλφαμίτες.
- Γδύσου και προχώρει. 
Μας άφησαν μόνο το σώβρακο. Άλλους που βιάστηκαν να τους αρχίσουν στο ξύλο, τους έπαιρναν προτού προλάβουν να τα βγάλουν όλα, στο βάθος της χαράδρας. Όταν με πήγαν εμένα, είχαν οδηγήσει πρωτύτερα αρκετούς. Είχαν αρχίσει οι φωνές και τα βογγητά, τα αίματα οι παρακρούσεις. Τίποτε δεν τους συγκινούσε. Κάθε τόσο επειδή κουράζονταν αυτοί, ο Ιωαννίδης και ο Παπαγιαννόπουλος σήμαιναν με τη σφυρίχτρα διάλειμμα να ξεκουραστούν και μετά πάλι με σφύριγμα τους διέτασσε να ξαναρχίσουν. Κάθε τόσο ο Ιωαννίδης έριχνε και μια ριπή στον αέρα.
 Όταν έφτασα στο βάθος, είδα έναν αλφαμίτη να καίει με το αναμμένο τσιγάρο του ένα λιπόθυμο εξόριστο στα χείλη για να διαπιστώσει αν πραγματικά είναι λιπόθυμος ή προσποιείτο.

Από τη στιγμή που έφαγα τις πρώτες, όλα σκοτείνιασαν μπροστά μου και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο πια. Έμαθα μονάχα ότι όλοι οι 35-40 κατέβηκαν με φορεία.
Συνήλθα μετά ένα μήνα και είδα ότι βρισκόμουν σ’ ένα νοσοκομείο (στο Γ’ Κέντρο). Δίπλα μου είδα τον Παρασκευόπουλο με σπασμένα πόδια και με «τρόμο» της κεφαλής». Τον Ταγκαρέλη από την Ήπειρο, που κατούραγε αίμα. Τον Κουτρουμάνο που δεν μπορούσε να μιλήσει και κρατούσε διαρκώς το κεφάλι να μη του φύγει. Άλλος με τα χέρια ή με τα πόδια στον γύψο.
Μου είπαν ότι μέσα στο θάλαμο που ήμουν εγώ, δηλαδή στο θάλαμο 6, ξεψύχησε ο Αδάμος από την περιοχή Αγρινίου.
Όλοι όσοι είμαστε στο νοσοκομείο του Γ’ Κέντρου, γύρω στους 80, είμαστε κατάμαυροι σε όλο το σώμα, αν κι είχε περάσει ένας μήνας.
Μ’ έδιωξαν από το νοσοκομείο χωρίς να γίνω καλά. Με πήγαν με το φορείο στο «Τρελλάδικο», καθώς και τον Παπακωνσταντίνου»
Είναι ευρέως γνωστό ότι ο Π. Κανελλόπουλος, δεξιός πολιτικός, πρώην πρωθυπουργός, από αυτούς που χαρακτηρίζονταν μετά την μεταπολίτευση ως «πεφωτισμένοι» δεξιοί, έλεγε την Μακρόνησο σύγχρονο Παρθενώνα.
Από το ίδιο βιβλίο αντιγράφουμε μια ακόμη τοποθέτησή του, καθώς και μια δήλωση του Κ. Τσάτσου, πρώην πρόεδρου της δημοκρατίας. Πεφωτισμένος και αυτός. Επίσης δύο δηλώσεις «πεφωτισμένων» καθηγητών Πανεπιστημίου. Για να έχουμε πλήρη διάσταση του θέματος αλλά και να προσδιορίζουμε καλύτερα από πού αντλεί ο θλιβερός Πεταλωτής, οι κυβερνητικοί και τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ, την ιδεολογία των τοποθετήσεών τους, για το νέο στυγερό έγκλημα των Ματατζήδων.
«Είμαι ευτυχής ως εκπρόσωπος του Στρατού και των παραπλανηθέντων ιδιωτών διότι η εθνική αναμόρφωσις ανατίθεται εις τας τόσον επιτυχούσας εις το έργον στρατιωτικάς αρχάς. Πιστεύω ότι τα αποτελέσματα τα οποία θα έχη και επί των συνειδήσεων των ιδιωτών το Σχολείον της Μακρονήσου θα είναι ευτυχή».
Π. Κανελλόπουλος («Σκαπανεύς» Σεπτ. 1949 Νο 9)
«..Εάν η Μακρόνησος ήτο μία κόλασις βίας, θα επέστρεφαν όλοι εις τας παλαιάς των πεποιθήσεις, πιο φανατισμένοι από πριν. Συμβαίνει όμως το αντίθετον. Διατηρούν τας πεποιθήσεις που απέκτησαν εις την Μακρόνησον και γίνονται πρότυπα Ελλήνων στρατιωτών και πολιτών. Αυτό αποτελεί την δικαίωσιν της χρησιμοποιηθείσης εκπαιδευτικής μεθόδου»
Κ. Τσάτσος («Σκαπανεύς» Οκτ. 1949)
«Δεν υπάρχει διδακτικώτερον σχολείον από το μέγα Εθνικόν Σχολείον Μακρονήσου. Ήλθαμε εδώ διά να πούμε στους πρώην παραστρατημένους Έλληνας νάρθουν μαζί μας και δεν τολμούσαμε να το πούμε γιατί είδαμε ότι αυτοί προηγούνται εις εθνικόν παλμόν.»
Σωτ. Μαρινάτος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών. 21.10.48
«Ήλθαμε να δούμε τα παιδιά μας τα προδομένα και φεύγομε με υπερηφάνεια και χαρά για όσους προόδους βλέπουμε. Εδώ θα πρέπει να έλθουν όσοι λέγονται μόνον Έλληνες, χωρίς να είναι, για να δούνε παλμό Ελληνικό, αλλά και να πάρουν τον αέρα του Έλληνα στρατιώτη.»
Γεώργ. Ζώρας καθηγητής Πανεπιστημίου 21.10.48

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου