Χρήστος Ξανθάκης
Μεγάλωσα στα Προσφυγικά των Τρικάλων. Συνοικία ταπεινή, στην άκρη της πόλης, πλάι στο νοσοκομείο και στα χωράφια. Πλάι στα Γύφτικα και στα Εργατικά. Εκεί είχανε δώσει οικόπεδο στη... γιαγιά μου τη Μίνα, που είχε έρθει από την Πάνορμο, εκεί είχαν πάρει κι άλλες οικογένειες, από την Ιωνία, από τον Πόντο, από τον Καύκασο. Σπίτια χαμηλά που λέει και το τραγούδι, χτισμένα πετραδάκι πετραδάκι, δωμάτιο το δωμάτιο, κεραμίδι το κεραμίδι. Χρόνια δύσκολα και πλύσιμο στη σκάφη και μπουγάδα στην κοπάνα με νερό απ’ την τουλούμπα. Άντε πέστα στον γάτουλα που έδωσε ένα χιλιάρικο πλας για να πάρει το καινούριο το αϊφόνι…
Ακούγομαι γραφικός το ξέρω, σε μια Ελλάδα του 2019 που δεν καταλαβαίνει πολλά από τη μαύρη την προσφυγιά. Ακούγομαι λίγο σαν τη γιαγιά μου, που έλεγε «Τσέτες» κι έτρεμε το στόμα της και καμιά φορά ξύπναγε τα βράδια με τα ονόματα των νεκρών στα χείλη της. Την άκουγα, στο ίδιο δωμάτιο κοιμόμασταν, δεν έφτανε το σπίτι να μας χωρέσει όλους χωριστά και τακτοποιημένα. Το σπίτι χτισμένο δωμάτιο το δωμάτιο, κάθε δωμάτιο και λίγη περισσότερη ανακούφιση, λίγη περισσότερη αναπνοή, μια σπιθαμή χώρος επιπλέον για να μην τρακάρουμε ο ένας επάνω στον άλλον. Το παλιό μας το σπίτι στα Προσφυγικά των Τρικάλων, περνάω ακόμη από εκεί καμιά φορά, το γκρεμίσανε τώρα, χτίστηκε άλλο στη θέση του με φαρδιά μπαλκόνια. Νομίζω ότι μερικές απ’ τις τριανταφυλλιές του πατέρα μου επέζησαν.
Δεν είμαστε λίγοι, είμαστε πολλοί που μεγαλώσαμε σε κάποιου είδους προσφυγικό περιβάλλον. Είμαστε πολλοί, είμαστε πολλές και μπορούμε να νιώσουμε αυτή την ατέλειωτη πίκρα όσων άφησαν πίσω τους πατρίδες και οικογένειες και σπίτια και βιός και αναμνήσεις, κομμάτια όλα, συντρίμμια όλα, θρύψαλα όλα. Από εκεί αρχόμαστε κι εμείς, από το βασίλειο του πόνου, από το κράτος του ζόφου, από εκεί κάνουν κουμάντο το λεπίδι και το μπιστόλι. Δεν είναι παστίλιες για τα ζόρια του αλλουνού αυτό το πράγμα φίλε, είναι ένα πολύ βαθύ σκοτάδι που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις και τόσο εύκολα. Είναι το σκοτάδι της προσφυγιάς…
Αφήστε μας λοιπόν να αντιμετωπίζουμε με μια σχετική καχυποψία τα νέα μέτρα τα κυβερνητικά, που υπόσχονται στο φιλοθεάμον κοινό κλειστά στρατόπεδα τύπου Αμυγδαλέζας, που υπόσχονται στους ρέκτες απελάσεις σωρηδόν, που υπόσχονται στα λιγούρια ξύλο, μπουνίδι και γκλομπ. Όλα αυτά μοιάζουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα στο χαρτί, άμα έχεις να κάνεις με νουμεράκια και εξισώσεις και με τα γαμημένα τα εξελόφυλλα. Αλλά στην πραγματικότητα αφορούν σε ανθρώπους, σε παιδιά και μανάδες και σε γέρους, σε ψυχές που πέφτουν να κοιμηθούν το βράδυ και αναρωτιούνται τι είναι αυτό που τους βρήκε. Σε ψυχές βασανισμένες και ταλαιπωρημένες.
Τις δικές τους τις πατρίδες τις κάναμε μπάχαλα ως πολιτισμένοι Δυτικοί της Ευρώπης και της Αμερικής, γιατί θέλαμε να διαδώσουμε τη δημοκρατία και τον πολιτισμό. Και να τσουρνέψουμε και κανά ψωλοπετρέλαιο δεν λέω, να πάμε κόντρα στη επέκταση των άλλων δυνάμεων, να παίξουμε τα παιχνίδια μας τα γεωπολιτικά. Και οι ίδιοι, οι ίδιες γίνανε πιόνια στις ορέξεις μας. Γίνανε θύματα, γίνανε αίματα, γίνανε τάφοι ομαδικοί, γίνανε ένα ποτάμι που ξεκινάει από την Ανατολή και δεν λέει να σταματήσει. Θα πατήσουμε άραγε τη σκανδάλη ή θα προσφέρουμε χείρα βοηθείας τώρα που βρέχει και τα δικά μας πόδια το προσφυγικό; Εμείς τα παιδιά και τα εγγόνια των προσφύγων, που μεγαλώσαμε με τους μύθους των Χαμένων Πατρίδων…
Μεγάλωσα στα Προσφυγικά των Τρικάλων. Συνοικία ταπεινή, στην άκρη της πόλης, πλάι στο νοσοκομείο και στα χωράφια. Πλάι στα Γύφτικα και στα Εργατικά. Εκεί είχανε δώσει οικόπεδο στη... γιαγιά μου τη Μίνα, που είχε έρθει από την Πάνορμο, εκεί είχαν πάρει κι άλλες οικογένειες, από την Ιωνία, από τον Πόντο, από τον Καύκασο. Σπίτια χαμηλά που λέει και το τραγούδι, χτισμένα πετραδάκι πετραδάκι, δωμάτιο το δωμάτιο, κεραμίδι το κεραμίδι. Χρόνια δύσκολα και πλύσιμο στη σκάφη και μπουγάδα στην κοπάνα με νερό απ’ την τουλούμπα. Άντε πέστα στον γάτουλα που έδωσε ένα χιλιάρικο πλας για να πάρει το καινούριο το αϊφόνι…
Ακούγομαι γραφικός το ξέρω, σε μια Ελλάδα του 2019 που δεν καταλαβαίνει πολλά από τη μαύρη την προσφυγιά. Ακούγομαι λίγο σαν τη γιαγιά μου, που έλεγε «Τσέτες» κι έτρεμε το στόμα της και καμιά φορά ξύπναγε τα βράδια με τα ονόματα των νεκρών στα χείλη της. Την άκουγα, στο ίδιο δωμάτιο κοιμόμασταν, δεν έφτανε το σπίτι να μας χωρέσει όλους χωριστά και τακτοποιημένα. Το σπίτι χτισμένο δωμάτιο το δωμάτιο, κάθε δωμάτιο και λίγη περισσότερη ανακούφιση, λίγη περισσότερη αναπνοή, μια σπιθαμή χώρος επιπλέον για να μην τρακάρουμε ο ένας επάνω στον άλλον. Το παλιό μας το σπίτι στα Προσφυγικά των Τρικάλων, περνάω ακόμη από εκεί καμιά φορά, το γκρεμίσανε τώρα, χτίστηκε άλλο στη θέση του με φαρδιά μπαλκόνια. Νομίζω ότι μερικές απ’ τις τριανταφυλλιές του πατέρα μου επέζησαν.
Δεν είμαστε λίγοι, είμαστε πολλοί που μεγαλώσαμε σε κάποιου είδους προσφυγικό περιβάλλον. Είμαστε πολλοί, είμαστε πολλές και μπορούμε να νιώσουμε αυτή την ατέλειωτη πίκρα όσων άφησαν πίσω τους πατρίδες και οικογένειες και σπίτια και βιός και αναμνήσεις, κομμάτια όλα, συντρίμμια όλα, θρύψαλα όλα. Από εκεί αρχόμαστε κι εμείς, από το βασίλειο του πόνου, από το κράτος του ζόφου, από εκεί κάνουν κουμάντο το λεπίδι και το μπιστόλι. Δεν είναι παστίλιες για τα ζόρια του αλλουνού αυτό το πράγμα φίλε, είναι ένα πολύ βαθύ σκοτάδι που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις και τόσο εύκολα. Είναι το σκοτάδι της προσφυγιάς…
Αφήστε μας λοιπόν να αντιμετωπίζουμε με μια σχετική καχυποψία τα νέα μέτρα τα κυβερνητικά, που υπόσχονται στο φιλοθεάμον κοινό κλειστά στρατόπεδα τύπου Αμυγδαλέζας, που υπόσχονται στους ρέκτες απελάσεις σωρηδόν, που υπόσχονται στα λιγούρια ξύλο, μπουνίδι και γκλομπ. Όλα αυτά μοιάζουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα στο χαρτί, άμα έχεις να κάνεις με νουμεράκια και εξισώσεις και με τα γαμημένα τα εξελόφυλλα. Αλλά στην πραγματικότητα αφορούν σε ανθρώπους, σε παιδιά και μανάδες και σε γέρους, σε ψυχές που πέφτουν να κοιμηθούν το βράδυ και αναρωτιούνται τι είναι αυτό που τους βρήκε. Σε ψυχές βασανισμένες και ταλαιπωρημένες.
Τις δικές τους τις πατρίδες τις κάναμε μπάχαλα ως πολιτισμένοι Δυτικοί της Ευρώπης και της Αμερικής, γιατί θέλαμε να διαδώσουμε τη δημοκρατία και τον πολιτισμό. Και να τσουρνέψουμε και κανά ψωλοπετρέλαιο δεν λέω, να πάμε κόντρα στη επέκταση των άλλων δυνάμεων, να παίξουμε τα παιχνίδια μας τα γεωπολιτικά. Και οι ίδιοι, οι ίδιες γίνανε πιόνια στις ορέξεις μας. Γίνανε θύματα, γίνανε αίματα, γίνανε τάφοι ομαδικοί, γίνανε ένα ποτάμι που ξεκινάει από την Ανατολή και δεν λέει να σταματήσει. Θα πατήσουμε άραγε τη σκανδάλη ή θα προσφέρουμε χείρα βοηθείας τώρα που βρέχει και τα δικά μας πόδια το προσφυγικό; Εμείς τα παιδιά και τα εγγόνια των προσφύγων, που μεγαλώσαμε με τους μύθους των Χαμένων Πατρίδων…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου