Πόλεμος ολιγαρχών εκδηλώνεται στο γήπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Για τον κίνδυνο κοινωνικού διχασμού μιλάει η κυβέρνηση! Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ότι οι ολιγάρχες επηρεάζουν ή ελέγχουν την πολιτική μέσω της χρηματοδότησης. Σήμερα ακούμε ότι επηρεάζουν και την κοινωνία.
Τελικά, τι είναι το ποδόσφαιρο και ποια η σχέση του με την κοινωνία και την πολιτική που να προκαλεί ακόμη και διχασμό; Είναι ιδεολογία και λαϊκή θρησκεία, «όπιο του λαού»; ή απλώς κατοπτρίζει την κοινωνία; Μπορούμε να ισχυρισθούμε, σήμερα, ότι το ποδόσφαιρο καταλαμβάνει το συμβολικό χώρο που εκκενώθηκε από την πολιτική ή τις μεγάλες θρησκείες;
Κατά την άποψη του Κριστιάν Μπρομπερζέ το ποδόσφαιρο «δεν είναι ούτε όπιο του λαού ούτε νοσταλγία μήτε αρχαϊκή εξανάσταση μήτε ταξική πρακτική... (αλλά) είναι η πολεμική συνύπαρξη αντιθετικών οπτικών», ένα είδος οικουμενικής αναφοράς, ένα από τα σπάνια στοιχεία μιας αρσενικής κουλτούρας, η οποία διαπερνά τις διάφορες περιοχές, τα έθνη, τις γενιές και υπό μία έννοια αποτελεί τον καθρέφτη της κοινωνίας. Άλλοι όμως διακρίνουν τους ποδοσφαιριστές από τους θεατές, το παιχνίδι που παίζεται στο γήπεδο από το «δράμα» που λαμβάνει χώρα στις κερκίδες. «Οι αθλητές αγωνίζονται παίζοντας, ενώ οι θεατές αγωνίζονται στα σοβαρά» έλεγε ο Ουμπέρτο Έκο. Η συμμετοχή των θεατών στο παιγνίδι γίνεται στο... μιλητό, που τροφοδοτείται από τον Τύπο και την Τηλεόραση. Η αθλητική φλυαρία αυτού του είδους έχει όλα τα χαρακτηριστικά της πολιτικής συζήτησης και μερικές φορές είναι το υποκατάστατό της. Στις χρονικές περιόδους, μάλιστα, που η πολιτική απαξιώνεται, τότε η ποδοσφαιρική και γενικότερα η αθλητική φλυαρία γίνεται και η ίδια πολιτική συζήτηση. Αυτή είναι η περίπτωσή μας σήμερα. Η συζήτηση για το ποδόσφαιρο υποκαθιστά την πολιτική συζήτηση.
Αλλά εκτός από την παιγνιώδη πλευρά, που αποπροσανατολίζει, υπάρχει και η αγοραία πλευρά. Ο Λέστερ Θόροου (καθηγητής κα σύμβουλος του Κλίντον) το έλεγε κυνικά: «σήμερα ψηφίζουν μόνο οι πλούσιοι» με τις ψήφους που αγοράζουν! Αλλά αυτό δεν είναι δημοκρατία, είναι ολιγαρχία. Στην περίπτωση αυτή, οι πολιτικοί δεν είναι παρά οι πλασιέ των συμφερόντων των ολιγαρχών. Τα αιτήματα δεν τα υποβάλλει η κοινωνία. Ούτε τις τύχες της χώρας τα ορίζει «η κοινωνία», δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που κατοικούν αυτή τη χώρα, αλλά οι λίγοι, αυτοί που αγοράζουν συμβολικό κεφάλαιο(κύρος), μίντια και ποδοσφαιρικές ομάδες, εμμέσως και πολιτικούς, καθώς χρηματοδοτούν την εκστρατεία τους, τους εξασφαλίζουν χώρο και χρόνο στα μίντια, που κατέχουν, και υποχρεώνουν τους εργαζόμενους στις δουλειές τους, τους οπαδούς των ομάδων τους, τους πολίτες αναγνώστες ή τηλεθεατές, που επηρεάζουν, να τους ψηφίζουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι «ολιγάρχες» έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν έναν υπερσυγκεντρωτισμό πραγματικού και συμβολικού οικονομικού και πολιτικού κεφαλαίου.
Αυτόν τον υπερσυγκεντρωτισμό υπηρετεί σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ, καθώς αντιμετωπίζει τις επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες-ολιγάρχες ως τους μακροοικονομικούς παράγοντες σταθερότητας της κοινωνίας. Η σημερινή αντιπαράθεση όμως με αφορμή το ποδόσφαιρο, καταδεικνύει την αυταπάτη. Οι ολιγάρχες αδιαφορούν για την σταθερότητα και συνοχή της κοινωνίας. Το απέδειξαν στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, όταν έβγαλαν όλα τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Τα θέλουν όλα δικά τους και σε πραγματικό και σε συμβολικό επίπεδο. Πάνω απ' όλα επιδιώκουν να δειχθεί ποιος πραγματικά "κυβερνά" αυτή τη χώρα. Διαβάσαμε για ομάδες βουλευτών που επηρεάζουν! Θέλουν να δείξουν ότι ελέγχουν την κυβέρνηση. Οι κινήσεις αυτές ξεφεύγουν από το επίπεδο των αμιγώς οικονομικών συμφερόντων και ανάγονται σε επίπεδα όχι της ύψιστης απόδοσης υλικού κέρδους, αλλά της ύψιστης ηδονής ελέγχου της πολιτικής εξουσίας. Ο Μαξ Βέμπερ μιλούσε για τους "ηδονιστές χωρίς καρδιά", για τον απόλυτο ναρκισσισμό, που φαίνεται να ισχύει εν προκειμένω.
Τελικά, η σημερινή δημοκρατία είναι μία «μεταδημοκρατία», δηλαδή μια παραβολική κίνηση(Κράουτς) και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στη σύγχρονη ολιγαρχική ηγεμονία είναι να υποχρεώσουμε σε ρυθμίσεις και κανόνες που θα εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία της πολιτικής από το κεφάλαιο. Προς το παρόν μια τέτοια αντίδραση δεν είναι ορατή.
Τελικά, τι είναι το ποδόσφαιρο και ποια η σχέση του με την κοινωνία και την πολιτική που να προκαλεί ακόμη και διχασμό; Είναι ιδεολογία και λαϊκή θρησκεία, «όπιο του λαού»; ή απλώς κατοπτρίζει την κοινωνία; Μπορούμε να ισχυρισθούμε, σήμερα, ότι το ποδόσφαιρο καταλαμβάνει το συμβολικό χώρο που εκκενώθηκε από την πολιτική ή τις μεγάλες θρησκείες;
Κατά την άποψη του Κριστιάν Μπρομπερζέ το ποδόσφαιρο «δεν είναι ούτε όπιο του λαού ούτε νοσταλγία μήτε αρχαϊκή εξανάσταση μήτε ταξική πρακτική... (αλλά) είναι η πολεμική συνύπαρξη αντιθετικών οπτικών», ένα είδος οικουμενικής αναφοράς, ένα από τα σπάνια στοιχεία μιας αρσενικής κουλτούρας, η οποία διαπερνά τις διάφορες περιοχές, τα έθνη, τις γενιές και υπό μία έννοια αποτελεί τον καθρέφτη της κοινωνίας. Άλλοι όμως διακρίνουν τους ποδοσφαιριστές από τους θεατές, το παιχνίδι που παίζεται στο γήπεδο από το «δράμα» που λαμβάνει χώρα στις κερκίδες. «Οι αθλητές αγωνίζονται παίζοντας, ενώ οι θεατές αγωνίζονται στα σοβαρά» έλεγε ο Ουμπέρτο Έκο. Η συμμετοχή των θεατών στο παιγνίδι γίνεται στο... μιλητό, που τροφοδοτείται από τον Τύπο και την Τηλεόραση. Η αθλητική φλυαρία αυτού του είδους έχει όλα τα χαρακτηριστικά της πολιτικής συζήτησης και μερικές φορές είναι το υποκατάστατό της. Στις χρονικές περιόδους, μάλιστα, που η πολιτική απαξιώνεται, τότε η ποδοσφαιρική και γενικότερα η αθλητική φλυαρία γίνεται και η ίδια πολιτική συζήτηση. Αυτή είναι η περίπτωσή μας σήμερα. Η συζήτηση για το ποδόσφαιρο υποκαθιστά την πολιτική συζήτηση.
Αλλά εκτός από την παιγνιώδη πλευρά, που αποπροσανατολίζει, υπάρχει και η αγοραία πλευρά. Ο Λέστερ Θόροου (καθηγητής κα σύμβουλος του Κλίντον) το έλεγε κυνικά: «σήμερα ψηφίζουν μόνο οι πλούσιοι» με τις ψήφους που αγοράζουν! Αλλά αυτό δεν είναι δημοκρατία, είναι ολιγαρχία. Στην περίπτωση αυτή, οι πολιτικοί δεν είναι παρά οι πλασιέ των συμφερόντων των ολιγαρχών. Τα αιτήματα δεν τα υποβάλλει η κοινωνία. Ούτε τις τύχες της χώρας τα ορίζει «η κοινωνία», δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που κατοικούν αυτή τη χώρα, αλλά οι λίγοι, αυτοί που αγοράζουν συμβολικό κεφάλαιο(κύρος), μίντια και ποδοσφαιρικές ομάδες, εμμέσως και πολιτικούς, καθώς χρηματοδοτούν την εκστρατεία τους, τους εξασφαλίζουν χώρο και χρόνο στα μίντια, που κατέχουν, και υποχρεώνουν τους εργαζόμενους στις δουλειές τους, τους οπαδούς των ομάδων τους, τους πολίτες αναγνώστες ή τηλεθεατές, που επηρεάζουν, να τους ψηφίζουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι «ολιγάρχες» έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν έναν υπερσυγκεντρωτισμό πραγματικού και συμβολικού οικονομικού και πολιτικού κεφαλαίου.
Αυτόν τον υπερσυγκεντρωτισμό υπηρετεί σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ, καθώς αντιμετωπίζει τις επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες-ολιγάρχες ως τους μακροοικονομικούς παράγοντες σταθερότητας της κοινωνίας. Η σημερινή αντιπαράθεση όμως με αφορμή το ποδόσφαιρο, καταδεικνύει την αυταπάτη. Οι ολιγάρχες αδιαφορούν για την σταθερότητα και συνοχή της κοινωνίας. Το απέδειξαν στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, όταν έβγαλαν όλα τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Τα θέλουν όλα δικά τους και σε πραγματικό και σε συμβολικό επίπεδο. Πάνω απ' όλα επιδιώκουν να δειχθεί ποιος πραγματικά "κυβερνά" αυτή τη χώρα. Διαβάσαμε για ομάδες βουλευτών που επηρεάζουν! Θέλουν να δείξουν ότι ελέγχουν την κυβέρνηση. Οι κινήσεις αυτές ξεφεύγουν από το επίπεδο των αμιγώς οικονομικών συμφερόντων και ανάγονται σε επίπεδα όχι της ύψιστης απόδοσης υλικού κέρδους, αλλά της ύψιστης ηδονής ελέγχου της πολιτικής εξουσίας. Ο Μαξ Βέμπερ μιλούσε για τους "ηδονιστές χωρίς καρδιά", για τον απόλυτο ναρκισσισμό, που φαίνεται να ισχύει εν προκειμένω.
Τελικά, η σημερινή δημοκρατία είναι μία «μεταδημοκρατία», δηλαδή μια παραβολική κίνηση(Κράουτς) και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στη σύγχρονη ολιγαρχική ηγεμονία είναι να υποχρεώσουμε σε ρυθμίσεις και κανόνες που θα εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία της πολιτικής από το κεφάλαιο. Προς το παρόν μια τέτοια αντίδραση δεν είναι ορατή.
Πηγή: artinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου