Η «άσφαιρη», χωρίς ουσία, αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και της «νέας» αξιωματικής αντιπολίτευσης συνεχίστηκε αυτή την εβδομάδα με το θέμα της έκτακτης φορολόγησης των κερδών των τραπεζών. Το ΠΑΣΟΚ προτείνει, με τροπολογία που κατάθεσε, έκτακτη φορολογία 5% στα κέρδη των τραπεζών για τις χρήσεις 2023-2024. Όπως αναφέρει ο Ν. Ανδρουλάκης «Τώρα που οι τράπεζες έχουν εισέλθει σε φάση ισχυρής κερδοφορίας, χάρη και στα προγράμματα «Ηρακλής», ήρθε η ώρα να περάσει ένα μέρος από αυτά τα οφέλη για το τραπεζικό σύστημα και στον Έλληνα φορολογούμενο». Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν άμεση και κατηγορηματική, όχι: «Περιμένουμε πολλά πράγματα από τις τράπεζες, αλλά ένας έκτακτος φόρος δεν είναι στα σχέδιά μας» δήλωσε ο Κ. Μητσοτάκης στο Ελληνικό Επενδυτικό Συνέδριο που συνδιοργάνωσαν η Morgan Stanley και το Χρηματιστήριο Αθηνών στο Λονδίνο. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Π. Μαρινάκης και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας ανέλαβαν να τεκμηριώσουν στα μέσα ενημέρωσης την κυβερνητική απόφαση.
Προκλητικά κέρδη σε βάρος του λαού
Η κερδοφορία των τραπεζών είναι προκλητική σε μια οικονομία που ο λαός στενάζει από τις δοκιμασίες. Όπως έχουμε γράψει στην περίοδο 2008-2023 η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε. που έχει μείωση (-8,01%) στο μέσο ισοδύναμο καθαρό εισόδημα (μετά την αφαίρεση φόρων και εισφορών) σε σταθερές μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPPs). Δηλαδή το πραγματικό εισόδημα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στο τέλος του 2023 ήταν κατά 8,01% χαμηλότερο σε σύγκριση με εκείνο του 2008. Την ίδια περίοδο το μέσο καθαρό εισόδημα στην Ε.Ε. είναι αυξημένο κατά 43%!
Τα καθαρά κέρδη των τραπεζών είναι προκλητικά και φυσικά προέρχονται από την «αφαίμαξη» του λαού. Τα καθαρά κέρδη των τραπεζών μετά από φόρους και μη συνεχιζόμενες δραστηριότητες ήταν 3,8 δισ. ευρώ το 2023 έναντι 3,2 δισ. το 2022 (αύξηση 11,8%). Η παράλογα υψηλή κερδοφορία των τραπεζών συνεχίζεται και το 2024. Το εννιάμηνο τα καθαρά κέρδη έφθασαν τα 3,5 δισ. ευρώ και στο τέλος του έτους αναμένονται στα 4,7 δισ. Φυσικά τα κέρδη αυτά είναι αφορολόγητα καθώς εφαρμόζεται ο «αναβαλλόμενος φόρος» σύμφωνα με τους μνημονιακούς νόμους που ψήφισαν και εξειδίκευσαν όλοι (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) για να συμψηφιστούν αυτοί οι φόροι με τη ζημιά που υπέστησαν από το PSI («κούρεμα» ελληνικών ομολόγων για μείωση του δημοσίου χρέους το Φεβρουάριο 2012).
Από τα κέρδη αυτά μοιράστηκαν σε μερίσματα 873 εκατ. το 2024 (κέρδη 2023) και ετοιμάζονται για διανομή μερισμάτων 2 δισ. το 2025 (κέρδη 2024) στο πλαίσιο υπερδιπλασιασμού του συντελεστή διανομής, μετά την έγκριση των εποπτικών αρχών (Τράπεζα Ελλάδος και ΕΚΤ). Σημειώνουμε ότι τα διανεμόμενα κέρδη φορολογούνται ως τελικό εισόδημα των μετόχων, αλλά με ειδικό συντελεστή μόλις 5%, όπως τον μείωσε η παρούσα κυβέρνηση το 2022 από 10% που τον είχε μειώσει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019 έναντι του αρχικού 15%.
Η ουσία της πρότασης του ΠΑΣΟΚ
Το ΠΑΣΟΚ δεν ζητά γενική φορολόγηση των τραπεζών, όπως ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις. Η φορολογική ασυλία μέσω του «αναβαλλόμενου φόρου» παραμένει ανέγγιχτη και θα συνεχίζει για άλλα 15 χρόνια. Το σύνολο του αναβαλλόμενου φόρου για όλη την περίοδο που θα ισχύσει ανέρχεται σε 20 δισ. ευρώ.
Επίσης το ΠΑΣΟΚ δεν ζητά να συμμετάσχουν οι τράπεζες και οι σημερινοί μέτοχοι στο ποσό των 62,2 δισ. ευρώ που είναι η συνολική καθαρή ζημιά του δημοσίου από τις άμεσες (κεφάλαια) και έμμεσες (εγγυήσεις προγράμματος «Ηρακλής») ενισχύσεις προς τις τράπεζες στην περίοδο 2008 έως και σήμερα. Ποσά που πληρώνει ο ελληνικός λαός, συμπεριλαμβάνονται στο δημόσιο χρέος και αποτελούν καθαρό όφελος για τους σημερινούς μετόχους που απολαμβάνουν τα πλουσιοπάροχα μερίσματα από αφορολόγητα κέρδη επιχειρήσεων και με μόλις 5% προσωπικό φόρο εισοδήματος!
Σε αυτές τις συνθήκες το ΠΑΣΟΚ προτείνει να μπει ένας έκτακτος φόρος 5% στα κέρδη του 2023 και του 2024. Δηλαδή να καταβληθεί ως φόρος το ποσό των 190 εκατ. ευρώ για το 2023 και 235 εκατ. ευρώ για το 2024 και να «καθαρίσουν». Ουσιαστικά η πρόταση του ΠΑΣΟΚ αποτελεί «πλυντήριο» για τις τράπεζες ώστε να «νομιμοποιηθούν» ηθικά τα παράλογα κέρδη που δημιουργούν με τις αυθαίρετες-προκλητικές τιμολογήσεις (προμήθειες χωρίς αιτιολόγηση στα πάντα και την υψηλότερη, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο διαφορά, στα επιτόκια καταθέσεων-χορηγήσεων υπέρ τους) και φυσικά δικαιολογείται η φορολογική τους ασυλία και ξεχνιέται η επιβάρυνση του λαού (62,2 δισ. ευρώ) για τη σωτηρία των τραπεζών.
Η απάντηση των τραπεζών
Η κυβέρνηση «καθάρισε» για λογαριασμό των τραπεζών με τη δήλωση Μητσοτάκη ότι δεν πρόκειται να φορολογήσει τα κέρδη τους. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση είναι ότι κάτι τέτοιο πλέον, λόγω Ε.Ε., δεν είναι σύμφωνο με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Βέβαια κάτι ανάλογο έχει εφαρμόσει η Ισπανία ήδη και έχει προβλέψει να το επεκτείνει τα επόμενα έτη. Συνεπώς το πλαίσιο της Ε.Ε. δεν είναι τόσο αυστηρό όσο θέλει να μας το παρουσιάζει η κυβέρνηση και επιπλέον δεν έκανε καθόλου την προσπάθεια να μπει σε μια τέτοια συζήτηση, για επιβολή φορολογίας και αναζήτηση λύσεων με την Ε.Ε., αν απαγορεύετε.
Επίσης η κυβέρνηση επικαλείται ότι «οι τράπεζες φορολογούνται και με το μεγαλύτερο συντελεστή» (κυβερνητικός εκπρόσωπος), «πληρώνουν υψηλότερη φορολογία, έχοντας έναν συντελεστή 29%, έναντι 22% των υπόλοιπων εταιρειών» (κ. Χατζηδάκης). Φυσικά αυτό ισχύει στη θεωρία διότι στην πράξη ισχύει η απαλλαγή τους λόγω «αναβαλλόμενου φόρου»…
Επικαλείται ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τη ζημιά των τραπεζών από το PSI για να δικαιολογήσει το αφορολόγητο των τραπεζών. Δεν μιλά όμως για την αντίστοιχη ζημιά των μισθωτών και των συνταξιούχων από τη λαίλαπα των μνημονιακών νόμων, για να στηριχτεί το δημόσιο και οι τράπεζες. Κατά την κυβέρνηση, αλλά και όλο το κυβερνητικό πολιτικό σύστημα, η ζημιά των τραπεζών πρέπει να συμψηφιστεί, όχι η ζημιά του λαού ούτε ακόμα και όταν του παίρνει η τράπεζα το σπίτι του!
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας επικαλείται για την εφαρμογή της «αναβαλλόμενης φορολογίας» ότι «η ελληνική κρίση δεν ήταν τραπεζική κρίση, ήταν κρίση δημοσίου που επηρέασε τις τράπεζες». Δηλαδή επειδή η κρίση ήταν του δημοσίου οι τράπεζες δεν έπρεπε να αναλάβουν μερίδιο στην αντιμετώπιση της κρίσης. Με την ίδια λογική η ελληνική κρίση δεν ήταν κρίση του ιδιωτικού τομέα, συνεπώς δεν έπρεπε να αναλάβουν το μερίδιο που ανέλαβαν και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες κ.λπ. Φυσικά αυτά είναι επιχειρήματα «της πλάκας» κατά τη λαϊκή έκφραση που απλά λέγονται για να έχουν να πουν οι «ειδικοί» κάτι στα προφανώς απαράδεκτα μέτρα και τις καταστάσεις που δημιουργούν.
Κυβέρνηση και Στουρνάρας επικαλούνται την ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών μέσω του «αναβαλλόμενου φόρου». Όμως η ίδια η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Αν η ανάγκη είναι κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών τότε ότι απαλλάσσεται της φορολογίας, στο πλαίσιο της «αναβαλλόμενης φορολογίας», πρέπει δεσμευτικά να πάει σε ισόποση αύξηση των ιδίων κεφαλαίων. Αυτό λέει η λογική τους. Συνεπώς το ποσό των κερδών που διατίθεται για διανομή πρέπει να έχει φορολογηθεί κανονικά ως κέρδη τραπεζών με το 29% όπως ισχύει. Όμως αυτό καταστρατηγείται στη διαδικασία της διανομής των μερισμάτων. Τα διανεμηθέντα μερίσματα 873 εκατ. το 2024 (κέρδη 2023) και τα προβλεπόμενα 2 δισ. το 2025 (κέρδη 2024) αντί να φορολογηθούν ανάλογα με 29% και να καταβληθεί ο αναλογούν φόρος (253 εκατ. 2023, 580 εκατ. 2024) παραμένουν στο πλαίσιο του «αναβαλλόμενου φόρου» και έτσι μοιράζονται χωρίς φορολογική επιβάρυνση.
Συνεπώς οι σημερινοί μέτοχοι που κατέβαλλαν ελάχιστα ποσά, συγκριτικά με ότι κατέβαλλε το ελληνικό δημόσιο στις ανακεφαλαιοποιήσεις, ενώ δεν ήταν μέτοχοι το 2012 απολαμβάνουν τα οφέλη που αφορούν τους μετόχους του 2012 μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση είχαν τα ασφαλιστικά ταμεία. Όλα αυτά οι αρνητές της φορολόγησης των τραπεζών τα αποσιωπούν και μιλούν για την ανάγκη της κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών κάνοντας στην πράξη «πλάτες» στους σημερινούς μετόχους-κερδοσκόπους για υψηλά, αφορολόγητα μερίσματα.
Πηγή: edromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου